Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ΕΕ οδεύει με αυξανόμενη ταχύτητα σε ιστορικό αδιέξοδο και σε μη αναστρέψιμη πορεία προς την παρακμή. Βέβαια, στην ιστορία, όπως και στη ζωή αδιέξοδα δεν υπάρχουν. Υπάρχει η επιλογή «αλλαγή ή θάνατος». Το ερώτημα εάν η Ευρώπη μπορεί να αλλάξει, καθώς το μεταπολεμικό status καταρρέει εξαιτίας της ολοκλήρωσης του κύκλου ζωής των εσωτερικών ισορροπιών, είναι καταλυτικής σημασίας.
Γράφει ο ΜΑΚΗΣ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ για το SL PRESS
Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για να υποστηρίξει κανείς ότι συντελούνται με επίσης αυξανόμενη ταχύτητα εσωτερικές αλλαγές στις χώρες μέλη, που αναμένεται να εκφραστούν στις ευρωεκλογές και στο ευρωενωσιακό επίπεδο. Αν οι αλλαγές αυτές θα είναι επαρκείς για την επιβίωση της Ευρώπης ή αν θα αποδειχθούν ανεπαρκείς και θα την οδηγήσουν σε μια ραγδαία κρίση παρακμής, θα φανεί με το χρόνο.
Η Ευρώπη έφτασε σε αυτό το σημείο καμπής όχι τόσο επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί τα μεγάλα της προβλήματα -που δεν μπορεί- , αλλά κυρίως γιατί δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τις ιστορικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Η ηγεσία της παγκοσμιοποίησης πέρασε από τις ΗΠΑ στην Κίνα, η τεχνολογική πρωτοπορία εξακολουθεί να συντελείται αλλού. Η Ευρώπη δεν μοιάζει να έχει συνεκτικό σχέδιο για τις νέες ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου και με κλονισμένες τις σχέσεις με ΗΠΑ και Ρωσία στέκεται αμήχανη μπροστά στη ρευστότητα του παγκόσμιου συστήματος. Σημειώνουμε όμως ότι ρευστότητα σημαίνει για τους ισχυρούς «ευκαιρία».
Η αδυναμία αυτή αφορά πρωτίστως το σύστημα και τις εξουσιαστικές ελίτ, όχι τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών που αναζητούν μέσα από τις εκλογές ανεκτές λύσεις, με επίγνωση του κινδύνου, αλλά και με επαρκή συνειδητοποίηση των κακόβουλων ή ενίοτε και ηλίθιων προθέσεων των ελίτ που δήθεν υπερασπίζονται τη δημοκρατία και το ευρωπαϊκό κοινωνικό-πολιτικό όραμα.
Η Γερμανία Νο1 διαρθρωτικό πρόβλημα
Έτσι, εβδομήντα τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η Ευρώπη έχει βρεθεί πάλι σε αδιέξοδο εξαιτίας της στενοκεφαλιάς και της ακόρεστης ρεβανσιστικής βουλιμίας της Γερμανίας που υπονόμευσε και ενδεχομένως να ακύρωσε το ευρωπαϊκό όραμα. Δίπλα της μια φοβική και πλεγματική Γαλλία, μια τρομαγμένη Βρετανία -χωρίς Τσόρτσιλ- που έχει εισέλθει σε φάση αποσύνθεσης, μια θυμωμένη Ιταλία που αποφάσισε να μην εκχωρήσει τη βιομηχανία της στην Deutsche Bank, μια ταλαντούχα Ισπανία που δεν έχει ακόμη ισορροπήσει εσωτερικά, μια Πολωνία που μπερδεύει την ελευθεριότητα με την ελευθερία κ.ο.κ.
Εβδομήντα τρία χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να κάνει το μεγάλο ποιοτικό άλμα προς την πολιτική ολοκλήρωση. Έχασε τη μεγάλη ενοποιητική ευκαιρία με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ (που μόνο η Γερμανία επωφελήθηκε γιατί είχε στόχο), έχασε την επίσης μια ακόμη μεγάλη ενοποιητική ευκαιρία με το ευρώ (που πάλι μόνο η Γερμανία επωφελήθηκε) και τώρα, εγκλωβισμένη στην επικυρίαρχη γερμανική λογική ετοιμάζεται να κάνει μια σειρά δραματικών λαθών στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Δυστυχώς, η Γαλλία, παρ’ ότι έχει πρόεδρο τον Εμανουέλ Μακρόν που έχει πλήρη συνείδηση της γερμανικής προβληματικότητας και παρά τις συμπαθητικές προτάσεις του για την αναδιάρθρωση της Ευρωζώνης, δεν είναι σε θέση να προχωρήσει στον απογαλακτισμό της Γαλλίας από το Βερολίνο. Είναι ακόμη προσκολλημένος στο δόγμα του γαλλογερμανικού άξονα και της Συνθήκης των Ηλυσίων (1963), παρ΄ ότι «τα παντελόνια» τα φοράει πλέον η Γερμανία και όχι το Παρίσι. Έτσι, η Γαλλία παραμένει το ευρωπαϊκό άλλοθι της αυθαιρεσίας και του οικονομικοπολιτικού αυταρχισμού του Βερολίνου, καθιστώντας τη Γερμανία και πάλι στο Νο1 διαρθρωτικό πρόβλημα της Ευρώπης.
Ο ευρωστρατός ως ενοποιητική δύναμη
Ο Μακρόν σωστά θεωρεί ότι η συγκρότηση του ευρωστρατού θα μπορούσε να είναι ένα όχημα για την αυτονόμηση της Ευρώπης, αλλά ξέρει ότι δεν αρκεί για να οδηγήσει την Ευρώπη στην πολιτική της ολοκλήρωση. Αλίμονο εάν συνέβαινε αυτό! Παρ΄ όλα αυτά, μετά τη δραματική αύξηση των φυγόκεντρων δυνάμεων, ο ευρωστρατός υπό όρους θα μπορούσε να αποτελέσει ενοποιητική δύναμη.
Είναι σαφές ότι η Γερμανία που αναδείχθηκε σε μείζονα γεωοικονομική δύναμη παγκοσμίως, με την προβολή ισχύος της Κίνας προς τις περιοχές με πρώτες ύλες (Αφρική, Λατινική Αμερική) και με την εμφάνιση Τραμπ στο διεθνές εμπορικό προσκήνιο, συνειδητοποίησε ότι η γεωοικονομική ισχύς δεν είναι επαρκής εάν δεν εκφράζεται και σε γεωπολιτική ισχύ (διάβαζε στρατιωτική).
Ο ευρωστρατός είναι λοιπόν ένα καθωσπρέπει όχημα για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, για να εδραιώσει την επικυριαρχία της στην Ευρώπη και για να δουλέψουν οι βαριές βιομηχανίες της (με ποιους εργάτες είναι ένα άλλο θέμα). Η ουσιαστική άρνησή της να πειθαρχήσει στις επιταγές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για να δαπανήσει το 2% του ΑΕΠ της σε νατοϊκούς εξοπλισμούς είναι αποκαλυπτική των προθέσεών της. Η Γαλλία που τώρα διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη και είναι η μόνη πια πυρηνική δύναμη μετά το Brexit, αντιλαμβάνεται τις γερμανικές προθέσεις. Άλλωστε από το Βερολίνο κάποια στιγμή ξέφυγε και μια κραυγή «να γίνουμε (η Γερμανία) πυρηνική δύναμη»…
Σε αυτό το αδιέξοδο, ο Μακρόν παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς, αλλά μόνος του δεν φαίνεται να μπορεί πολλά. Άλλωστε ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον Μακρόν, και ποιος στους Γάλλους; Συνεπώς, οι υπόλοιποι, φίλοι και μη φίλοι, Ιταλοί-Ισπανοί-Πολωνοί-Έλληνες πρέπει να τον βάλουν μπροστά απέναντι στο Βερολίνο, να τον στηρίζουν και να τον ελέγχουν. Εκεί, υπάρχει κι ένα άλλο «δημοκρατικό» εργαλείο, το ΝΑΤΟ και οι συμφωνίες ΝΑΤΟ-ΕΕ. Διότι, φαίνεται πως μόνο το ΝΑΤΟ μπορεί να ελέγξει τα πράγματα μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και την κατεύθυνση των ευρωεπενδύσεων σε μεταφορικές υποδομές στρατηγικού ενδιαφέροντος και στις δορυφορικές επικοινωνίες.
Από την άλλη οι περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ προτιμούν να επενδύουν στην ανάπτυξη και στο κοινωνικό κράτος, αφήνοντας στο γερμανικό ταμείο όλες τις στρατιωτικές δυνατότητες στο πιάτο. Στο πεδίο του ευρωστρατού θα μπορούσε ενδεχομένως να παιχτεί ένα νέο Μάαστριχτ. Αν το πάρει και αυτό το Βερολίνο, η Γερμανική Ευρώπη θα είναι πλήρως θεσμισμένη. Η βασική ελπίδα βρίσκεται μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Θα αντιδράσουν οι δημοκρατικοί Ευρωπαίοι Γερμανοί; Θα οδηγήσει η βουλιμία του Βερολίνου σε κρίση συνοχής την ίδια την Ομοσπονδία; Θα αντέξει η γερμανική οικονομία τη φούσκα που κρύβει στα θησαυροφυλάκιά της η Deutsche Bank και τα λάντερ( γερμανικά κρατίδια);
Η «αμυντική ενοποίηση» για την οποία έκανε λόγο την άλλη μέρα του δημοψηφίσματος για το Brexit, ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ, -ο μέγας ισορροπιστής του γερμανικού imperium που σε λίγους μήνες χάνουμε-, ήταν μια στρατηγική πολιτική κατεύθυνση. Αλλά, ότι έχει γίνει έκτοτε, είναι βήματα σημειωτόν, όχι άλματα που επιτρέπει η τρέχουσα γεωπολιτική ρευστότητα. Οι ειδικοί λένε, πως θα χρειαστούν δύο δεκαετίες με ούριο άνεμο για να μπορέσει η Ευρώπη να αυτονομηθεί αμυντικά από τις ΗΠΑ.
Το μεταναστευτικό ως γερμανική παγίδα
Ένα άλλο διαρθρωτικό πρόβλημα της Ευρώπης που θέτει σε δοκιμασία τις ηθικές και τις δημοκρατικές της αξίες είναι το μεταναστευτικό. Το μεταναστευτικό, βέβαια, είναι ένα πραγματικό πρόβλημα και οι ροές του πηγάζουν από τους πολέμους, που εξυπηρετούν δυτικές κυρίως ανάγκες, από την κλιματική αλλαγή και από την οικονομική ανεπάρκεια-ανέχεια.
Η γηράσκουσα Γερμανία που έχει ανάγκη από 1,5 εκατ. πειθαρχημένους και εξαρτώμενους προλετάριους άνοιξε την ευρωπαϊκή πόρτα διάπλατα στους μετανάστες και τώρα ζητάει να πληρώνουν όλοι οι άλλοι για το «δικό της» εργατικό δυναμικό. Κάτι που εύλογα δεν μπορεί να αποδεχθεί ούτε η σχιζοειδής Αυστρία, ούτε οι 4 Βίζεγκραντ, ούτε η Ιταλία, ούτε η Ισπανία και σίγουρα ούτε η Ελλάδα.
Οι αντιλήψεις των Ευρωπαίων πολιτών έχουν αλλάξει και το κύρος της μεταπολεμικής Γερμανίας έχει καταρρακωθεί. Όλοι είναι πια επιφυλακτικοί. Το δίλημμα με τους Γερμανούς ή τους Αμερικάνους δεν υφίσταται και το Βερολίνο δεν μπορεί ποτέ να το θέσει. Η Γερμανία που προκάλεσε τους δύο πιο αιματηρούς πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας, η Γερμανία των διεθνών σκανδάλων και της προτεσταντικής υποκρισίας, δεν μπορεί να κουνά πλέον σε κανένα το δάκτυλο. Κανένας Ευρωπαίος δεν την εμπιστεύεται. Ο Καντ, ο Γκέτε, ο Νίτσε, ο Μπρεχτ, ο Μάλερ, ο Αινστάιν και οι λοιποί επιφανείς Ευρωπαίοι που γεννήθηκαν Γερμανοί δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι. Υπάρχει γερμανικό πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ο συνταγματικός τους πατριωτισμός δεν επαρκεί πια, γιατί το γερμανικό κεφάλαιο έχει ανοίξει και πάλι τις πύλες της αβύσσου.
Η ευρωπαϊκή χειραφέτηση ή φινλανδοποίηση
Η απειλή του Ντόναλντ Τραμπ πως οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν την Ευρώπη, αν οι Ευρωπαίοι δεν βάλουν λεφτά στο ΝΑΤΟ, δεν πρέπει να μας ανησυχεί, εφόσον η Ευρώπη βολεύεται έτσι. Από την άλλη, με δεδομένη την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, την εξάντληση της πολιτικής των οικονομικών κυρώσεων και τη ρωσική στρατιωτική ισχύ η Ευρώπη μπορεί να διολισθήσει σε μια μεταμοντέρνα «φινλανδοποίηση». Οι συζητήσεις που γίνονται για μια «κυρίαρχη Ευρώπη» (sovereign Europe) έχουν ενδιαφέρον αλλά είναι όλες εκ των άνω και συντηρητικές.
Χαρακτηριστικές είναι οι προτάσεις που έκανε τον περασμένο Ιούλιο ο διευθυντής του ECFR (European Center for Foreign Relations) Mark Leonard που κινούνται σε τέσσερις άξονες: α) ανάπτυξη της ικανότητας των Ευρωπαίων «να αρχίσουν να σκέφτονται για τον εαυτό τους«, β) επενδύσεις στην στρατιωτικο-οικονομική αυτονομία της ΕΕ, γ) αύξηση της ευρωπαϊκής ισχύος έναντι μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα και δ) ενίσχυση της πολιτικής προσέγγισης άλλων κρατών. Σωστά και αυτονόητα. Αλλά είναι στρατηγικές γραφείου.
Μόνο με ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο ευρωπαϊκό όραμα μέσα από την δεσμευτική επιστροφή στο κοινωνικό κράτος, στις πολιτικές αναδιανομής και στην συνταγματική νομιμοποίηση των στρατηγικών της πολιτικής ολοκλήρωσης μπορεί να δημιουργηθεί γρήγορα η κοινωνική προϋπόθεση της ενότητας. Εκεί επάνω η διανόηση, και όχι η τεχνοκρατία, μπορεί να οικοδομήσει τη νέα ευρωπαϊκότητα απέναντι στην Ευρώπη του Βερολίνου, του τραπεζικού κεφαλαίου και των αγορών. Οι διεφθαρμένες ελίτ δεν μπορούν να οδηγήσουν πλέον το ευρωπαϊκό σκάφος. Θα το δούμε στις ευρωεκλογές, που η ήττα του παλιού καθεστώτος θα είναι συντριπτική.