Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2024 τα ιταλικά ναυπηγεία Fincantieri πραγματοποίησαν έναρξη ναυπήγησης (κοπή ελάσματος) του πρώτου από τα τέσσερα (4) νέα περιπολικά ανοιχτής θαλάσσης του Ιταλικού Ναυτικού. H σύμβαση ναυπήγησης των τριών (3) πρώτων πλοίων υπογράφηκε στις 31 Ιουλίου του 2023 με την κοινοπραξία OSN (Orizzonte Sistemi Navali), των Fincantieri (51%) και Leonardo (49%). Η σύμβαση κόστους € 925 εκατομμυρίων περιλάμβανε τα τρία (3) πλοία, δεκαετή σύμβαση υποστήριξης και δικαίωμα προαίρεσης για τρία (3) ακόμη πλοία. Στις αρχές Αυγούστου του 2024 ενεργοποιήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης, αλλά για ένα (1) πλοίο, με κόστος € 236 εκατομμύρια. Σε υπηρεσία τα έξι (6) νέα πλοία (αρχικά γνωστά ως κλάση «PPX») θα αντικαταστήσουν, από το 2027 και μετά, τα τέσσερα (4) περιπολικά κλάσης «Cassiopea» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1989-1992) και τα δύο (2) περιπολικά κλάσης «Sirio» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 2003). Τα νέα πλοία, τα οποία βασίζονται στη σχεδίαση FCx20, έχουν σχεδιαστεί για να εκτελούν αποστολές μακράς περιπολίας, επιτήρησης και προστασίας θαλάσσιων χώρων και ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), συλλογής πληροφοριών, έρευνας και διάσωσης, συνοδείας πολεμικών πλοίων κ.ά.
Όπως είπαμε τα νέα περιπολικά του Ιταλικού Ναυτικού βασίζονται στη σχεδίαση FCx20, μέλος της οικογένειας πλοίων FCx. Οι FCx20 σχεδιάστηκαν το 2017-2018, ενώ η διαμόρφωση που επέλεξε το Ιταλικό Ναυτικό ολοκληρώθηκε το 2021-2022. Το Ιταλικό Ναυτικό ζήτησε ένα (1) πλοίο ικανό να επιχειρεί χωρίς πρόβλημα σε Κατάσταση Θαλάσσης 5. Τα πλοία έχουν εκτόπισμα 2.400 τόνους (με πλήρη φόρτο), μήκος 95 μέτρα, πλάτος 14,2 μέτρα, ύψος 8,4 μέτρα και βύθισμα 5,4 μέτρα. Η πλώρη ενσωματώνει βολβώδη εξοχή, για καλύτερη ισορροπία και μεγαλύτερη σταθερότητα στη θάλασσα, ιδιαίτερα υπό κακές καιρικές συνθήκες, και σταθεροποιητικά πτερύγια, στο μέσω τμήμα του πλοίου, επίσης για καλύτερες συνθήκες πλεύσης. Στην πρύμνη, κάτω από το ελικοδρόμιο, μπορούν να φιλοξενηθούν πλεούμενες δεξαμενές για τη συλλογή πετρελαίου από τη θάλασσα, σε αποστολές περιβαλλοντολογικού ελέγχου. Εναλλακτικά, ο χώρος μπορεί να φιλοξενήσει ναυαγούς, σε αποστολές έρευνας και διάσωσης. Στην υπερκατασκευή, από την πλώρη προς την πρύμνη, συναντάμε τη γέφυρα, το κέντρο επιχειρήσεων του πλοίου, τον χώρο φιλοξενίας των φουσκωτών ταχύπλοων RHIB (Rigid Hull Inflatable Boat), το υπόστεγο υποστήριξης ελικοπτέρων και UAV και το ελικοδρόμιο.
Το ελικοδρόμιο μπορεί να υποστηρίξει ελικόπτερο κατηγορίας NH-90 και UAV κατηγορίας AW Hero (ελικόπτερο και UAV μπορούν να φιλοξενούνται ταυτόχρονα). Τα πλοία ενσωματώνουν σύστημα πρόωσης CODLAD (COmbined Diesel-eLectric And Diesel), με δύο (2) πετρελαιοκινητήρες μέγιστης ισχύος 10.728 ίππων έκαστος και έναν (1) ηλεκτροκινητήρα μέγιστης ισχύος 670 ίππων. Οι πετρελαιοκινητήρες και ο ηλεκτροκινητήρας συνδέονται άμεσα με το κιβώτιο ταχυτήτων και τις δύο (2) προπέλες μεταβλητού βήματος (τα πηδάλια είναι συμβατικής σχεδίασης). Το πλοίο επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 24 κόμβους (44 χιλιόμετρα την ώρα), ενώ ταχύτητα 10 κόμβων (18,5 χιλιόμετρα την ώρα) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χρήση του ηλεκτροκινητήρα. Με ταχύτητα πλεύσης 14 κόμβους (26 χιλιόμετρα την ώρα) η εμβέλεια του πλοίου είναι 3.500 ναυτικά μίλια (6.482 χιλιόμετρα) ή 20 ημέρες συνεχούς παρουσίας στη θάλασσα. Για οικονομία καυσίμου και μειωμένες εκπομπές καυσαερίων τα πλοία ενσωματώνουν και τέσσερις (4) γεννήτριες πετρελαίου μέγιστης ισχύος 680-700 ekW έκαστη. Η σχεδίαση του χώρου του συστήματος πρόωσης είναι τέτοια που εξασφαλίζει το 50% της ισχύος, με προσβολή ενός (1) τμήματος του πλοίου, και το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας, με την προσβολή δύο (2) τμημάτων του πλοίου.
Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 97 ατόμων, ενώ το πλοίο μπορεί να φιλοξενήσει και ομάδα Ειδικών Δυνάμεων. Ο βαθμός αυτοματισμού του πλοίου είναι υψηλός, με αποτέλεσμα το πλήρωμα να έχει χαμηλό όγκο εργασίας. Για να επιτευχθεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός ομοιογένειας με τα άλλα πλοία του Ιταλικού Ναυτικού, τα πλοία ενσωματώνουν σύστημα διαχείρισης πλοίου της οικογένειας SeasNavy, που ανέπτυξε η Fincantieri NexTech. Επίσης, τα πλοία ενσωματώνουν ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης βλαβών και το καινοτόμο σύστημα Naval Cockpit, το οποίο ενσωματώνουν και τα πλοία PPA (Pattugliatore Polivalente d’ Altura). Το σύστημα Naval Cockpit είναι ένας (1) ολοκληρωμένος σταθμός εργασίας/ελέγχου, τον οποίο ανέπτυξαν η Fincantieri NexTech και η Leonardo, και ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση επιχειρήσεων από δύο (2) μόνο άτομα (πλεύση, τακτικές επιχειρήσεις κ.ά.). Μέσω του Naval Cockpit, το οποίο βρίσκεται στη γέφυρα, μπορεί να γίνει διαχείριση των μηχανών, των πηδαλίων, των συστημάτων του πλοίου και ορισμένων λειτουργιών μάχης. Το Naval Cockpit είναι μέρος του συστήματος διαχείρισης μάχης του πλοίου και έχει δύο (2) σταθμούς εργασίας με ισάριθμες οθόνες πολλαπλών ενδείξεων.
To σύστημα διαχείρισης μάχης του πλοίου είναι το SADOC Mk.4 της Leonardo, το οποίο ενσωματώνουν και τα PPA. Το SADOC Mk.4 ελέγχει όλα τα συστήματα, τους αισθητήρες και τα όπλα του πλοίου, επεξεργάζεται τις πληροφορίες και τα δεδομένα και παράγει εικόνα τακτικής κατάστασης την οποία προβάλει σε οθόνες αφής πολλαπλών ενδείξεων, ή μπορεί να τη διαβιβάσει σε άλλα φίλια μέσα ή κλιμάκια διοίκησης μέσω συστήματος ζεύξης δεδομένων. Επίσης, το SADOC Mk.4 ενσωματώνει συστήματα συμβατικών επικοινωνιών (VHF/UHF/HF), συστήματα δορυφορικών επικοινωνιών και συστήματα ζεύξης δεδομένων Link-22 και Link-16. Στο κέντρο επιχειρήσεων υπάρχει και το σύστημα σχεδιασμού αποστολής και ελέγχου των οργανικών πτητικών μέσων του πλοίου (ελικόπτερο και UAV). Ο κύριος αισθητήρας του πλοίου είναι το τρισδιάστατο ραντάρ αέρος και επιφανείας Columbus Mk.3 της GEM Elettronica, μικρής-μέσης εμβέλειας, με ενσωματωμένο σύστημα IFF (Identification Friend-or-Foe). Επίσης, το πλοίο ενσωματώνει σύστημα υποστήριξης ηλεκτρονικών αντιμέτρων ραντάρ (RESM : Radar Electronic Support Counter-Measure), σύστημα ελέγχου πυρός NA-30S Mk.2, το οποίο λειτουργεί στις ζώνες συχνοτήτων X (για έρευνας και πρόκτηση στόχων στο μέσο και μεγάλο βεληνεκές) και Ka (για στόχους στο μικρό βεληνεκές και χαμηλές ιπτάμενες απειλές) και δύο (2) ραντάρ Gemini DB, της GEM Elettronica, για πλοήγηση και έλεγχο ελικοπτέρου.
Το πλοίο έχει ικανότητα πανοραμικής παρατήρησης και ανίχνευσης ημέρα και νύχτα, μέσω των δύο (2) ηλεκτροπτικών αισθητήρων Janus της Leonardo, καθώς και ικανότητα μη-φονικής εγγύς άμυνας, μέσω δύο (2) συστημάτων MASS (Multirole Acoustic Stabilized System) της Sitep Italia. Ο οπλισμός του αποτελείται από ένα (1) πυροβόλο OTO Melara 76/62 Super Rapido των 76 χιλιοστών και δύο (2) τηλεχειριζόμενοι σταθμοί οπλισμού Lionfish της Leonardo, με πυροβόλο των 30 χιλιοστών. Το κύριο πυροβόλο είναι της διαμόρφωσης Strales, δηλαδή μπορεί να εκτοξεύσει τα κατευθυνόμενα πυρομαχικά DART και Vulcano. Τα πυροβόλα Lionfish μπορούν να εκτοξεύσουν πυρομαχικά πυροδοτούμενα στον αέρα (ABM : Air Burst Munition), ενσωματώνουν ηλεκτροπτικό αισθητήρα και λέιζερ, συνδυασμός που τους επιτρέπει να αναχαιτίζουν απειλές UAV. Εκτός του οπλισμού που έχει επιλέξει το Ιταλικό Ναυτικό, η σχεδίαση FCx20 μπορεί να εξοπλιστεί με κάθετα κελιά, για αντιαεροπορικούς πυραύλους VL MICA ή CAMM-ER (Common Anti-Air Modular Missile/Common Anti-Air Modular Missile-Extended Range), πυραύλους κατά πλοίων MM-40 Block.3C Exocet ή Otomat Mk.2 Block.4 (Teseo Mk.2/A) και σύστημα εγγύς προστασίας RAM (Rolling Airframe Missile).