Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος αλλάζει συνεχώς. Οι νέες τεχνολογίες και η χρήση νέων συστημάτων επιφέρουν αλλαγή στη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων και στις τακτικές επί του πεδίου μάχης. Τα Μη-Επανδρωμένα Συστήματα, εναέρια, χερσαία και θαλάσσια, είναι μια τεχνολογία που αλλάζει τη μορφή του πολέμου. Η κατανόηση των νέων δεδομένων είναι σημαντική, ουσιαστικά μονόδρομος για κάθε χώρα που επιθυμεί να διατηρεί ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, άρα και αποτροπή. Όποια χώρα αγνοήσει την πρόοδο στις στρατιωτικές υποθέσεις θα μείνει πίσω και αργά ή γρήγορα θα υποστεί τις οδυνηρές συνέπειες, ιδιαίτερα αν ο αντίπαλος κατανοήσει και αγκαλιάσει τα νέα δεδομένα πρώτος και επαρκώς. Μοιραία, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και οπλικών συστημάτων επιφέρει αλλαγές και στη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων, των μονάδων και των σχηματισμών τους, καθώς και στην τακτική και τον τρόπο χρήσης τους στο πεδίο της μάχης.
Για παράδειγμα, η χρήση Μη-Επανδρωμένων Εναέριων (UAV : Unmanned Aerial Vehicle) και Χερσαίων Συστημάτων (UGV : Unmanned Ground Vehicle) έχει οδηγήσει την ηγεσία του Αμερικανικού Στρατού σε σκέψεις δημιουργίας μικρότερων Ταξιαρχιών, ισχυρότερων Μεραρχιών και στην ενσωμάτωση Μη-Επανδρωμένων Συστημάτων, ιδιαίτερα εναέριων, σε όλα τα κλιμάκια, από το επίπεδο της Μεραρχίας μέχρι την Ομάδα Πεζικού. Δεν θα αντικαταστήσουν τον πεζό στρατιώτη, το άρμα μάχης ή το τεθωρακισμένο όχημα, αλλά σίγουρα θα μειώσουν τις απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, άρα και το πολιτικό κόστος που αυτό συνεπάγεται. Οι σκέψεις αυτές είναι αντικείμενο μελέτης του εκπαιδευτικού κέντρου Fort Benning Maneuver Center of Excellence του Αμερικανικού Στρατού, αποστολή του οποίου είναι η εκπαίδευση και η ανάπτυξη δογμάτων και ικανοτήτων για χρήση από τον στρατιώτη και τις δυνάμεις ελιγμού.
Στην ουσία ο Αμερικανικός Στρατός πραγματεύεται και μελετάει την αλλαγή της δομής των υφιστάμενων Ταξιαρχιών, ως η κύρια μονάδα μάχης, και του ρόλου των Μεραρχιών, σύμφωνα με τα διδάγματα που αποκόμισε από τους πολέμους στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία, αλλά και από τα διδάγματα άλλων πολέμων, όπως της Ουκρανίας και της Λιβύης. Σήμερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Αμερικανικός Στρατός διατηρεί Ταξιαρχίες τριών (3) διαφορετικών συνθέσεων: Την Ταξιαρχία Πεζικού (IBCT : Infantry Brigade Combat Team), την Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού (SBCT : Stryker Brigade Combat Team) και την Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ABCT : Armored Brigade Combat Team). Στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, από επιχειρησιακή ανάγκη, οι Ταξιαρχίες ενισχύθηκαν με μονάδες υποστήριξης έτσι ώστε να αυτονομηθούν επιχειρησιακά και να μην έχουν ανάγκη μεγάλης υποστήριξης από τη Μεραρχία.
Ένα από τα διδάγματα των συγκρούσεων στην Ουκρανία, αλλά και του πρόσφατου πολέμου στον Καύκασο, είναι η χρήση UAV για την κατάδειξη στόχων, οι οποίοι στη συνέχεια προσβάλλονται από το πυροβολικό και από απόσταση ασφαλείας. Στο σύνολο τους, οι πολεμικές συγκρούσεις των τελευταίων 20 ετών έχουν διδάξει ότι το πλεονέκτημα στο πεδίο μάχης έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις που βλέπουν καλύτερα (επίγνωση της κατάστασης), κατανοούν καλύτερα (διοίκηση και έλεγχος) και δρουν πρώτες (πρωτοβουλία). O Donald Sando, Υποδιοικητής του Fort Benning Maneuver Center of Excellence, ανέφερε ότι τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι ο εχθρός πυροβολεί πρώτος στο 80% των περιπτώσεων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μαχών εντός κατοικημένων περιοχών. Η χρήση UGV και UAV μπορεί ν’ αλλάξει αυτό το ποσοστό, είτε δεχόμενη το πρώτο πυρ (αποκάλυψη της θέσης του εχθρού), είτε αποκαλύπτοντας τον εχθρό πριν προλάβει να πυροβολήσει πρώτος.
Το πώς τα Μη-Επανδρωμένα Συστήματα μπορούν ν’ αλλάξουν το ποσοστό αυτό είναι θέμα τακτικής χρήσης. Για παράδειγμα, τα UAV μπορούν να προπορεύονται της κύριας δύναμης και να σαρώνουν το πεδίο μάχης, εντοπίζοντας-καταγράφοντας τις εχθρικές θέσεις. Στην ουσία τα UAV θα χαρτογραφούν το πεδίο μάχης και έτσι ο διοικητής θα έχει επίγνωση της κατάστασης, άρα θα μπορεί να ασκεί αποτελεσματική διοίκησης και έλεγχο των φίλιων δυνάμεων. Επίσης θα διατηρεί το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας, αρχικά με τη χρήση UGV και στη συνέχεια με συμβατικές δυνάμεις (Πεζικό, Τεθωρακισμένα). Στην ουσία τα UGV θα λειτουργούν προπαρασκευαστικά της εμπλοκής των συμβατικών δυνάμεων (εντοπισμός του εχθρού, απορρόφηση των πρώτων πληγμάτων, αποκάλυψη πιθανών ενεδρών, ευκαιριακή προσβολή στόχων κ.ά.). Όλα αυτά προϋποθέτουν τη χρήση UAV, από το επίπεδο της Μεραρχίας μέχρι την Ομάδα Πεζικού, και UGV σε επίπεδο Μεραρχίας, Ταξιαρχίας και Τάγματος.
Σήμερα οι Μεραρχίες του Αμερικανικού Στρατού διατηρούν σε υπηρεσία, από το 2009, τα UAV MQ-1C Grey Eagle, που έχουν ικανότητα μεταφοράς όπλων (AGM-114 Hellfire, AIM-92 Stinger, GBU-44/B Viper Strike). Η αντικατάσταση τους, από το σύστημα που θα επιλεγεί στο πλαίσιο του προγράμματος AUAS (Advanced Unmanned Aerial System) προσδιορίζεται για το απώτερο μέλλον. Οι Ταξιαρχίες χρησιμοποιούν, από το 2014, τα RQ-21 Blackjack, τα οποία δεν μεταφέρουν οπλισμό. Σήμερα ο Αμερικανικός Στρατός δοκιμάζει τέσσερα (4) συστήματα, στο πλαίσιο του προγράμματος FTUAS (Future Tactical Unmanned Aerial System), για τον εξοπλισμό των Ταξιαρχιών. Τα Τάγματα θα εφοδιαστούν με UAV, στο πλαίσιο του προγράμματος LRR (Long-Range Recon). Οι Λόχοι χρησιμοποιούν τα RQ-11B Raven, οι Διμοιρίες θα αποκτήσουν UAV μικρής εμβέλειας, στο πλαίσιο του προγράμματος SRR (Short-Range Recon), ενώ οι Ομάδες ήδη χρησιμοποιούν τα Black Hornet.
Σε επίπεδο UGV ο Αμερικανικός Στρατός έχει σε εξέλιξη τέσσερα (4) προγράμματα: RCV-H (Robotic Combat Vehicle-Heavy), των 20-30 τόνων με πιθανή ημερομηνία έναρξης δοκιμών το 2023, RCV-M (Robotic Combat Vehicle-Medium), των 10 τόνων, RCV-L (Robotic Combat Vehicle-Light), των 7 τόνων με πιθανή ημερομηνία έναρξης δοκιμών το 2022 και S-MET (Small-Multipurpose Equipment Transport). Το Νοέμβριο του 2019 ο Αμερικανικός Στρατός ανακοίνωσε ότι υπέγραψε συμβόλαιο συνολικού ύψους $ 162,4 εκατομμυρίων, με την αμερικανική General Dynamics, για την προμήθεια 624 UGV, στο πλαίσιο του προγράμματος S-MET (οι παραδόσεις αναμένεται να ξεκινήσουν το δεύτερο τετράμηνο του 2021). Τα οχήματα θα χρησιμοποιηθούν σε επίπεδο Ομάδας (ένα όχημα) και Διμοιρίας (δύο οχήματα) και θα μειώσουν το μεταφερόμενο βάρος για κάθε στρατιώτη έως και 50 κιλά (κάθε όχημα μπορεί να μεταφέρει έως και 1.000 κιλά φορτίου).
Τα οχήματα δεν θα μεταφέρουν μόνο τα ατομικά είδη των στρατιωτών, αλλά και επιπλέον προμήθειες (όπως εφόδια και πυρομαχικά) έτσι ώστε η Ομάδα ή η Διμοιρία να μπορεί να παραμείνει στο πεδίο μάχης για περισσότερες ημέρες, χωρίς την ανάγκη της επιστροφής στη βάση της για ανεφοδιασμό ή της αποστολής εφοδίων στο σημείο που βρίσκεται. Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Στρατό η χρήση των οχημάτων θα επιτρέψει την ταχεία κίνηση μιας Ομάδας ή μιας Διμοιρίας προς τον αντικειμενικό σκοπό με ρυθμό 30 χιλιομέτρων εντός πέντε (5) ωρών, κάτι που σήμερα είναι πολύ δύσκολο, καθώς ο φόρτος πορείας ζυγίζει περί τα 50 κιλά. Από την άλλη, η κύρια αποστολή των RCV-H/M/L θα είναι η αναγνώριση του πεδίου μάχης και η προσβολή ευκαιριακών στόχων, η προκάλυψη περιοχών και η προφυλακή κατά την κίνηση των σχηματιστών, η έρευνα και η διάσωση μάχης, ο εντοπισμός και η εξουδετέρωση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών κ.ά.
Η γενικευμένη χρήση των Μη-Επανδρωμένων Συστημάτων θα αλλάξει τον πόλεμο, αλλά δεν πρόκειται να τον καταργήσει. Ούτε θα τον κάνει ανώδυνο ή λιγότερο δαπανηρό. Απλά θα είναι άλλη μια «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις», όπως τόσες άλλες στο παρελθόν. Στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία, αυτό που σήμερα λέμε «Συμβατικός Πόλεμος» άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν ωρίμασε η έννοια του έθνους-κράτους (στην ιστοριογραφία, η συμβατική ημερομηνία θεμελίωσης του έθνους-κράτους έχει οριστεί το 1648, δηλαδή το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου και η Συνθήκη της Βεστφαλίας). Για τον ηγέτη ενός έθνους-κράτους αυτό σήμαινε περισσότερα φορολογικά έσοδα και περισσότερο πληθυσμό για να αντλήσει το στρατό του. Η Βιομηχανική Επανάσταση, στα μέσα του 18ου αιώνα, οδήγησε στην ανάπτυξη νέων και φονικότερων όπλων. Κάπως έτσι φτάσαμε στο μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό ορόσημο των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Ο συμβατικός πόλεμος άλλαξε δραματικά στις αρχές του 20ου αιώνα και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) με την προσθήκη του αεροπορικού παράγοντα και της μηχανοκίνησης. Τα συμβατικά όπλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν απείρως καταστροφικότερα (πυροβόλα, πολυβόλα, για παράδειγμα). Το άρμα μάχης έκανε την εμφάνιση του ως αντικαταστάτης του αλόγου. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945), το άλογο χρησιμοποιήθηκε σε περιορισμένο βαθμό και κατ’ ανάγκη, όταν δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα μέσα. Το 1941 η Μεγάλη Βρετανία είχε περίπου 100.000 οχήματα στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Στην Απόβαση της Νορμανδίας, τον Ιούνιο του 1944, αποβιβάστηκε ένα (1) όχημα ανά 4,77 στρατιώτες. Μόνο στην Αγγλία παράχθηκαν περίπου 130.000 αεροσκάφη την περίοδο 1939-1945. Την ίδια περίοδο στη Γερμανία παρήχθησαν περί τα 119.000 αεροσκάφη και 303.000 οχήματα.
Νέα και περισσότερα όπλα σήμαινε και μεγαλύτερες ανάγκες υποστήριξης. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη υποστήριξης ενός (1) στρατιώτη στο μέτωπο απαιτούσε την απασχόληση έξι (6) ατόμων, στρατιωτικών ή πολιτών (παραγωγή, εφοδιασμός, ιατρική φροντίδα, μηχανικοί, οικοδόμοι κ.ά.). Μετά το 1945 άρχισε η υποχώρηση του συμβατικού πολέμου, αργά αλλά σταθερά. Κύριο λόγος αυτής της υποχώρησης ήταν η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι οδηγούν σε χρεοκοπία. Για παράδειγμα η Μεγάλη Βρετανία κέρδισε τον πόλεμο, αλλά εξαντλήθηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να διατηρήσει της αυτοκρατορία της. Μάλιστα η οικονομική ανάκαμψη της Μεγάλης Βρετανίας σχεδόν συμπίπτει με την ανάκαμψη της ηττημένης Γερμανίας. Πλέον, τα κράτη δεν μπορούσαν να καλύψουν το κόστος διατήρησης μεγάλης ποσότητας. Έτσι στράφηκαν στην ποιότητα αντί της ποσότητας και στο δόγμα της ταχείας επικράτησης.
Από τη δεκαετίας του 1960 και μετά, όλες οι πολεμικές συγκρούσεις κατέδειξαν ότι αν δεν υπάρξει νικηφόρο αποτέλεσμα τους πρώτους 2-3 μήνες των επιχειρήσεις, τότε ο πόλεμος μετατρέπεται σε πόλεμο φθοράς (για παράδειγμα ο πόλεμος Ιράκ-Ιράν στη δεκαετία του 1980). Και στον πόλεμο φθοράς δεν υπάρχει νικητής, αλλά μόνο ηττημένοι. Η ταχεία επικράτηση στο πεδίο μάχης είναι πλέον απόλυτη ανάγκη. Ένας άλλος παράγοντας που οδήγησε στην υποχώρηση του συμβατικού πολέμου είναι τα πυρηνικά όπλα και, κυρίως μετά το 2001, η αναβίωση του αντάρτικου, ιδιαίτερα εντός κατοικημένων περιοχών, και των ασύμμετρων απειλών (τρομοκρατία). Ο πόλεμος αλλάζει, όπως άλλαξε και στο παρελθόν. Η τεχνολογία είναι εδώ και μας προσφέρει λύσεις για την υιοθέτηση νέων τακτικών στο πεδίο μάχης. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτές τις αλλαγές γιατί θα μείνουμε πίσω από τον αντίπαλο. Πρέπει να προσαρμοστούμε, αν θέλουμε να επιβιώσουμε.