Η επιχείρηση SINDOOR επανάφερε στο προσκήνιο τη σημασία της συμβατικής Αεροπορικής Ισχύος και την αξία των τακτικών μαχητικών. Με τις ιδιαίτερες δυνατότητές τους μπορούν να υπερπηδήσουν το τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, φέρνοντας αποτελέσματα κατευθείαν στο στρατηγικό, σε αντίθεση με τα drone και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία με δυσκολία μπορούν να υπερκεράσουν το τακτικό και επιχειρησιακό, αντίστοιχα. Πακιστάν και Ινδία έχουν επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για την ανάπτυξη δικτυοκεντρικών δυνατοτήτων και την ασφάλεια των στρατιωτικών επικοινωνιών. Ωστόσο, εκ του φημολογούμενου αποτελέσματος, φάνηκε ότι η πακιστανική πλευρά ήταν αυτή που αξιοποίησε αυτές τις δυνατότητες, έστω και επικοινωνιακά. Επίσης, είχε το προτέρημα να έχει διασυνδέσει τις ικανότερες πλατφόρμες της με τα επίγεια και ιπτάμενα ραντάρ της σε ένα ενοποιημένο δίκτυο, μέσω του εθνικής σχεδίασης και κινεζικής ενσωμάτωσης(πακιστανικοί ισχυρισμοί), Link-17, αντίστοιχο του αμερικανικού Link-16. Έτσι, πέτυχαν πλατφόρμες διαφορετικών προελεύσεων όπως τα κινεζικά μαχητικά J-10C, τα J-17 Block ΙΙΙ, προϊόν πακιστανικής και κινεζικής σύμπραξης (αμφότερα με ραντάρ AESA ηλεκτρονικής σάρωσης), τα αμερικανικά F-16 και ο πολυπληθής στόλος από 4 κινεζικά ΖDK-03 και 9 σουηδικά ERIEY, ιπτάμενα ραντάρ, να είναι πλήρως διασυνδεδεμένα με ικανότητα αμοιβαίας υποστήριξης. Αντίστοιχα, η ινδική πλευρά ναι μεν διαθέτει ικανότητα διασύνδεσης των RAFALE, M-2000, MIG-29 και SU-30 το καθένα μέσω ξεχωριστών Link με το σύστημα διοίκησης και αεροπορικού ελέγχου, ωστόσο οι διαφορετικές πλατφόρμες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Γράφει ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ, Επισμηναγός (Ι) εα

Κατά την προπαρασκευή και εκτέλεση της επιχείρησης SINDOOR, η ινδική αεροπορία διαφαίνεται ότι επιχειρούσε σε ανοιχτά και προσβάσιμα δίκτυα επικοινωνίας μέσω ασυρμάτων, χωρίς ασφάλεια και κρυπτογράφηση, παρόλο που με βάση ανοιχτές πηγές, αυτή η δυνατότητα υπήρχε. Αντίστοιχα, η πακιστανική πλευρά έχοντας επενδύσει σε εγχώρια συστήματα κρυπτογράφησης, ακολούθησε πιο αυστηρό πρωτόκολλο ασφάλειας επικοινωνιών και εκπομπών, στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Η ινδική αεροπορία κατά τη διασπορά των δυνάμεών της πριν την έναρξη της επιχείρησης, υπήρξε αρκετά «φλύαρη», με αποτέλεσμα η πακιστανική αεροπορία να έχει μέσω του δικτύου αεροπορικού ελέγχου και κυρίως του μεγάλου αριθμού ιπτάμενων ραντάρ κινεζικής και σουηδικής προέλευσης (παρόμοια με τα δικά μας ERIEYE), τη δυνατότητα να συνθέσει την αεροπορική εικόνα μέσω EID (Electronic Identification-όποιο μέσο εκπέμπει στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα εκθέτει τη θέση του). Είχε λοιπόν την ευχέρεια να «στηθεί», έχοντας αξιόπιστη εικόνα και έγκαιρη προειδοποίηση. Απότοκο, ήταν άμεσα απέναντι στα 70+ ινδικά μαχητικά να αντιπαρατάξει 40+ μαχητικά για αμυντικές επιχειρήσεις εναντίον της ινδικής αεροπορικής ισχύος, δύναμη που όχι μόνο δεν υπολείπεται αριθμητικά, αλλά κρίνεται επαρκέστατη, καθότι τα 70+ ινδικά αεροσκάφη δεν είχαν όλα διαμόρφωση και αποστολή αέρος-αέρος, αλλά μεγάλος αριθμός από αυτά εστίασαν στην προσβολή επίγειων στόχων στην πακιστανική επικράτεια. Από τη στιγμή που δεν υπήρξε αιφνιδιασμός, το πλεονέκτημα στην εναέρια μάχη πέραν του ορίζοντα, ανήκε στον αμυνόμενο.

Ο κρίσιμος παράγοντας ωστόσο, σε αντιπαραθέσεις όπως αυτή, πέρα από τα μέσα, την ικανότητα των πληρωμάτων και την τακτική, εντοπίζεται στο σύστημα διαχείρισης της κρίσης και στην ικανότητα και ευελιξία στη λήψη γρήγορων αποφάσεων. Να θυμίσουμε ότι το αντίστοιχο ελληνικό, δε λειτούργησε ούτε στην κρίση των Ιμίων, ούτε στο δυστύχημα της HELIOS 522 στο Γραμματικό (14/8/2005), ούτε στο περιστατικό της ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ του Σμηναγού Ηλιάκη(23/5/2006). Σύμφωνα με την πακιστανική πλευρά, μετά την έναρξη των αεροπορικών προσβολών από τα ινδικά μαχητικά, η ηγεσία της πακιστανικής αεροπορίας κατόπιν έγκαιρης εξουσιοδότησης από την πακιστανική κυβέρνηση, κλιμάκωσε τάχιστα από την αποτροπή («deterrence» όπως αναφέρθηκε), στην άρνηση («denial»), αποδεσμεύοντας άμεσα τους ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΜΠΛΟΚΗΣ και εξαπολύοντας βλήματα αέρος-αέρος με «κέντρο βάρους» σε επίπεδο στρατηγικής, τους σχηματισμούς των RAFALE, τα οποία εξαπέλυαν SCALP και HAMMER εναντίον στόχων εδάφους στην πακιστανική ενδοχώρα. Ακόμη και εάν όλα τα ινδικά πλήγματα ήταν επιτυχή, η επιχείρηση SINDOOR ερμηνεύτηκε συνολικά από τα διεθνή μέσα ως κίνηση χωρίς σαφή στρατηγικό σκοπό, καθώς η Ινδία δεν κατάφερε να επιδείξει αποφασιστική ισχύ, ενώ επικοινωνιακά ηττήθηκε.

Ποιοι ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες για την πακιστανική «επικράτηση» στο αεροπορικό πεδίο τουλάχιστον σε επίπεδο επικοινωνίας;

Παρότι το «πρώτο θύμα μίας πολεμικής σύγκρουσης είναι πάντα η αλήθεια» και παρά το ότι και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε εκτεταμένες ψυχολογικές επιχειρήσεις παραπλάνησης με αξιοποίηση τεχνητής νοημοσύνης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η πλάστιγγα έγειρε ξεκάθαρα προς την πακιστανική πλευρά. Αυτό, καθότι οι πακιστανοί κρατικοί αξιωματούχοι παρουσιάστηκαν πιο πειστικοί, με αυτοπεποίθηση, εκπέμποντας χαλαρότητα και αέρα νίκης, ενώ αντίστοιχα οι Ινδοί εκπρόσωποι, έδειξαν σαφώς σημάδια πίεσης. Ιδιαίτερα ο εκπρόσωπος της πακιστανικής αεροπορίας, έκανε μία τεχνοκρατικά άρτια παρουσίαση, δίνοντας έμφαση στη χρήση μεθοδικά κλιμακούμενης ορολογίας τόσο σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο στρατηγικής και Δόγματος, παραθέτοντας συγκεκριμένες διοπτεύσεις και αποστάσεις από τα σημεία ενδιαφέροντος των φημολογούμενων καταρρίψεων, πλαισιώνοντας την ενημέρωσή του και με ηχητικό ινδικού σχηματισμού, ο οποίος σε μη ασφαλή συχνότητα, αναζητούσε μέλος του. Αντίστοιχα, ο Αντιπτέραρχος A.K. Bharti της ινδικής αεροπορίας με δήλωση του στις 11/5/2025, προκάλεσε φήμες και δυσπιστία σχετικά με τις απώλειες αεροσκαφών της Ινδίας κατά την επιχείρηση SINDOOR, αναφέροντας σε συνέντευξη Τύπου, όταν ρωτήθηκε για πιθανές απώλειες αεροσκαφών ότι: «Είμαστε σε πολεμικό σενάριο και οι απώλειες είναι μέρος αυτού. Όλοι οι πιλότοι μας έχουν επιστρέψει στο σπίτι.».

Καθότι οι φημολογούμενες καταρρίψεις και από τις δύο πλευρές σημειώθηκαν άνωθεν φίλιου εδάφους για τα «καταρριφθέντα» αεροσκάφη, το επιχείρημα για τις αντίπαλες πλευρές ότι δεν παρουσίασαν αποδείξεις με συντρίμμια δεν ευσταθεί, καθώς αυτά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλιστούν σε εχθρική περιοχή. Επομένως, απομένει το παιχνίδι των εντυπώσεων, το οποίο και τελικά αποκτά «ειδικό βάρος».

Το Πακιστάν λοιπόν πέτυχε «επικοινωνιακό αιφνιδιασμό», υιοθετώντας τη στρατηγική «Δαυίδ εναντίον Γολιάθ», ενώ η Ινδία απώλεσε την επικοινωνιακή πρωτοβουλία, εκπέμποντας ανεπαρκή αποφασιστικότητα, με τα περισσότερα διεθνή μέσα και think tank να ερμηνεύουν την επιχείρηση SINDOOR ως επιθετική κίνηση χωρίς σαφή στρατηγικό σκοπό, με μοιραία την πρόκληση εσωστρέφειας και εσωτερικής κριτικής. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι οι φημολογούμενες καταρρίψεις της πακιστανικής πλευράς, επισκίασαν σε επίπεδο εντυπώσεων, τις επικαλούμενες προσβολές στόχων εδάφους των Ινδών.

Η μάχη BVR – πέραν οπτικής θέασης – θα είναι πλέον ο κανόνας; Συνεχίζουν να έχουν ρόλο τα αερομεταφερόμενα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και C2;

Το ενδιαφέρον της αεροπορικής κοινότητας έχει μετατοπιστεί από την κλειστή εμπλοκή, στη μάχη πέραν του ορίζοντα, σχεδόν 30 χρόνια τώρα. Ένα από τα ΣΕΝΑΡΙΑ που σχετίζονται με την επικοινωνιακή επιτυχία της πακιστανικής αεροπορίας και την φημολογούμενη κατάρριψη 5 ινδικών μαχητικών, έχει να κάνει με την εξής τακτική: Το πακιστανικής-κινεζικής σχεδίασης δίκτυο Link-17, δίνει τη δυνατότητα στα πακιστανικά J-10 και J-17 να εξαπολύσουν το κινεζικής κατασκευής βλήμα PL-15 παθητικά, με την αρχική κατάδειξη όχι από το ραντάρ του αεροσκάφους φορέα, αλλά μέσω του Link από άλλη πλατφόρμα, που δε συνεγείρει με την ακτινοβολία της τον δέκτη έγκαιρης προειδοποίησης του στόχου (Radio Warning Receiver), όπως τα ιπτάμενα ραντάρ (ZDK-03 και ERIEYE). Απότοκο, τα συστήματα αυτοπροστασίας των ινδικών μαχητικών να μην είναι δυνατόν να αντιληφθούν την απειλή. Το βλήμα PL-15 όπως όλα τα ενεργής καθοδήγησης βλήματα, αφού προσεγγίσει με καθοδήγηση από data link τον στόχο, ανοίγει το δικό του ραντάρ (AESA για το PL-15), για την τελική πρόσκτηση. Η απόσταση αυτή είναι υπερβολικά μικρή για οποιαδήποτε αντίδραση από τον στόχο(No Escape Zone), ενώ σε περίπτωση παρεμβολής, το βλήμα «κλειδώνει» στην παρεμβολή.

Αποδείχθηκαν τα Rafale κατώτερα του αναμενομένου;

Ακόμη λοιπόν και εάν οι φημολογούμενες καταρρίψεις είναι αληθινές, αυτό σε τίποτε δε μειώνει την αξία του RAFALE ως οπλικού συστήματος. Άλλωστε, την ίδια δυνατότητα έχουν και τα RAFALE μέσω data fusion(σύντηξης της πληροφορίας), στοχοποιωντας όχι με το ραντάρ τους, το οποίο θα έδινε έγκαιρη προειδοποίηση στον στόχο, αλλά παθητικά μέσω δικτύων, του δέκτη έγκαιρης προειδοποίησης και άλλα παθητικά μέσα όπως ο αισθητήρας υπερύθρων. Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα εξαπόλυσης του βλήματος από αεροσκάφος εγγύτερα στον στόχο και ενεργητικής υποστήριξης από έτερο αεροσκάφος σε αρκετά μεγαλύτερη απόσταση, παραπλανώντας τον στόχο για την πραγματική απόσταση του βλήματος και το μέγεθος της απειλής. Πολύ απλά, η πέραν του ορίζοντα μάχη αλλάζει σε τέτοιο βαθμό, που τα περιθώρια αντίδρασης είναι τόσο περιορισμένα, ώστε σημασία έχει πλέον σε ποια πλευρά θα αποδεσμευτούν πρώτα οι κανόνες εμπλοκής, προκειμένου να έχει δυνατότητα πρώτης εξαπόλυσης βλημάτων ή FLO (First Launch Opportunity).

A pilot of a Hellenic Air Force Rafale fighting jet displays a Greek flag during the Athens Flying Week aviation event over the Tanagra Air Base, north of Athens, Greece, September 17, 2022. REUTERS/Costas Baltas

Τι προκύπτει για την Ελλάδα και την Πολεμική Αεροπορία (σε επίπεδο τακτικών, διεξαγωγής επιχειρήσεων, δόγμα) στο ελληνικό θέατρο επιχειρήσεων (Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος); Τι αλλαγές πρέπει να κάνουμε; Σε δόγμα, τακτικές, οπλισμό, πλατφόρμες, αντίμετρα;

Αντίστοιχες δυνατότητες με εγχώριας κατασκευής και λειτουργίας βλήματα, προσπαθεί να δημιουργήσει (θέμα χρόνου) και η Τουρκία, στενή σύμμαχος σε στρατιωτικό και τεχνολογικό επίπεδο του Πακιστάν, η οποία επίσης έχει αναπτύξει δική της δικτυοκεντρική τεχνολογία. Αναμένεται ακόμη, η παραλαβή αμερικανικών ΑΙΜ-120C8, όσο το σενάριο απόκτησης EUROFIGHTER και METEOR παραμένει πάντοτε ανοιχτό. Όλα λοιπόν καταλήγουν στο Δόγμα, το οποίο ΕΑΝ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΟ, ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟ, με τα φληναφήματα περί “Ασπίδας του Αχιλλέα” και τις ατζέντες των μετακλητών του ΥΠΕΘΑ, να μας εγκλωβίζουν σε μια “στρατηγική” ήττας. Σε επίπεδο Δόγματος και ρητορικής, είναι επικίνδυνο με βάση την εμβέλεια και την καταστροφικότητα του αεροπορικού και βαλλιστικού οπλοστασίου της Τουρκίας, καθώς και του «ντοπαρισμένου πυροβολικού» της (βλέπε Κ. Γρίβας), να αγνοήσουμε την επιλογή του «ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΠΛΗΓΜΑΤΟΣ» και του ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΧΤΥΠΗΜΑΤΟΣ, στο ευρύτερο πλαίσιο της ΑΡΝΗΣΗΣ (Denial), ή οποία είναι η κατ’ εξοχήν επιτυχημένη από τα ιστορικά διδάγματα, στρατηγική ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ (Coersion).

Διαφορετικά, εάν περιμένουμε να μας επιτεθούν πρώτοι προκειμένου να έχουμε «τη διεθνή νομιμοποίηση», στην εποχή που ο κυνισμός είναι ο κανόνας στις διεθνείς σχέσεις, θα καταλήξουμε μοιραία νέο-οθωμανικό σαντζάκι. Για όσους όψιμους σχολιαστές θεωρούν αυτή την επιλογή υπερβολική, ας ανατρέξουν στο διαδίκτυο στο ΒΑΣΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ. Θα εκπλαγούν να ανακαλύψουν ότι το «προληπτικό πλήγμα» αναφέρεται ήδη ως επιλογή όχι απλά σε ένα ΘΕΣΜΙΚΌ ΚΕΙΜΕΝΟ, αλλά στη “μήτρα” των θεσμικών κειμένων της Πολεμικής μας Αεροπορίας. Πόσοι από το σύστημα λήψης απόφασης, έχουν άραγε την κουλτούρα να το εφαρμόσουν; Ρητορικό φυσικά το ερώτημα.

*Επισμηναγός (Ι) εα

Διεθνολόγος,

Υπ. Δρ. Γεωπολιτικής

Προπτυχιακές σπουδές: Ιστορικών, Κοινωνικών, Στρατηγικών Σπουδών και Γεωπολιτικής στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών ΕΚΠΑ.

Κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στις Διεθνείς Σχέσεις και Ευρωπαϊκές Σπουδές με εξειδίκευση στη Μέση Ανατολή.

Υπ. Διδάκτορας ΕΚΠΑ με θέμα διατριβής Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΣΥΜΠΛΟΚΟ.

Πρώην Ιπτάμενος F-16, Εκπαιδευτής ΚΕΑΤ (Κέντρο Αεροπορικής Τακτικής) και ΣΟΤ (Σχολείο Οπλών Τακτικής, το ελληνικό TOP GUN) από το οποίο αποφοίτησε ως πρωτεύσας.

Συμμετείχε στην αρχική ομάδα Ιπταμένων που παρέλαβε τα F16 Advanced to 2009 και εκπαιδεύτηκε από την Αμερικανική Αεροπορία στις δικτυοκεντρικές επιχειρήσεις και τα έξυπνα όπλα.

Μετά την αποστρατεία του διαμένει οικογενειακώς και εργάζεται στα ΗΑΕ ως εκπαιδευτής πτήσεων και σύμβουλος εκπαίδευσης σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και σχολές αεροπορικής εκπαίδευσης, ενώ είναι αμισθί διδακτικό προσωπικό της Σχολής Διοίκησης/Επιτελών στη Σχολή Πολέμου της Πολεμικής Αεροπορίας, διδάσκοντας Θεωρία Αεροπορικής Ισχύος, Γεωπολιτικής και Διεθνών Σχέσεων.