Το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και τη φυσιογνωμία του καθεστώτος στην Τουρκία είναι οι κουρδικές πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων και των κρατικών αρχών, όπως εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Οι εθνικιστικές οθωμανικές κυβερνήσεις των αρχών του 20ου αιώνα είχαν ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός ενωμένου, ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτους στα εναπομείναντα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ για το SL PRESS
Ο κληρονόμος και συνεχιστής των νεοτουρκικών μιλιταριστικών και γενοκτονικών πολιτικών, Μουσταφά Κεμάλ, δημιούργησε μια ιδεολογία στην οποία δεν είχαν καμιά θέση οι μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες και μειονότητες. Έτσι, έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική σκληρού εκτουρκισμού των πολλών διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων. Αυτές οι πολιτικές συνεχίστηκαν ακόμα και μετά τον θάνατό του, έχοντας ως θεματοφύλακα τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις. Η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι) της Μικράς Ασίας διευκόλυνε τις πολιτικές εκτουρκισμού των υπολοίπων ομάδων.
Αυτή η ιδιότυπη κοινωνική μηχανική που εφάρμοσε το τουρκικό κράτος για δεκαετίες είχε ως στόχο να αφομοιώσει πλήρως και να εκτουρκίσει όλους τους πληθυσμούς που διαβιούσαν εντός των συνόρων του νεοϊδρυθέντος κράτους. Το κεντρικό δόγμα ασφαλείας που διαμορφώθηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών και συνεχίζει να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, αναπτύχθηκε γύρω από δύο κεντρικές πολιτικές επιδιώξεις: α) την αποτροπή απόκτησης πολιτικής δύναμης και επιρροής στις υποθέσεις του κράτους και της δημόσιας ζωής από οποιαδήποτε μη τουρκική εθνοτική ομάδα και β) τη διαρκή και πλήρη άρνηση της απόδοσης μειονοτικών δικαιωμάτων πέραν αυτών που αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάνης προς τους ελάχιστους εναπομείναντες χριστιανούς.
Στη βάση αυτού του κεντρικού δόγματος ασφαλείας, απαγορεύτηκε στους Κούρδους, Άραβες, Τσερκέζους και σε πολλές άλλες μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες να μιλούν δημόσια τη γλώσσα τους και να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους (μουσική, λογοτεχνία, ιστορία, φολκλόρ κλπ). Ως σουνίτες μουσουλμάνοι θεωρήθηκαν αυτόματα και Τούρκοι.
ΡΚΚ και βαθύ κράτος
Η δημιουργία και άνοδος του κουρδικού εθνοαπελευθερωτικού κινήματος (ΡΚΚ), στις αρχές τις δεκαετίας του 1980, κατέστησε το κρατικό δόγμα ασφαλείας ακόμα πιο επιτακτικό. Στην πολυετή σύγκρουση μεταξύ Κούρδων του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού, έχασαν τη ζωή τους δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Σε αυτό το κλίμα βίας, ο στρατός ενίσχυσε τη θέση του στους μηχανισμούς σχεδιασμού και λήψης κρατικών αποφάσεων, γεγονός που οδήγησε στην περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής και της πολιτικής ατζέντας.
Το αποσχιστικό κουρδικό κίνημα θεωρήθηκε η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια του κράτους και την ενότητα της χώρας και όλες οι πολιτικές του κράτους σχεδιάστηκαν με βάση αυτή την αντίληψη απειλής. Το λεγόμενο βαθύ κράτος, δηλαδή ένα δίκτυο αποτελούμενο από στελέχη των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας και διαφόρων τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας, με επικεφαλής το εθνικό συμβούλιο ασφαλείας, κατάφερε να ελέγξει και να κατευθύνει τους μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και λήψης αποφάσεων σε όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας πολιτικής. Κατάφερε να υποτάξει ακόμα και τους μηχανισμούς των κομμάτων και πολλούς πολιτικούς, τους οποίους ήλεγχε με διάφορες μεθοδεύσεις.
Η «παρακρατική» αυτή δομή κατάφερνε να νομιμοποιεί τις παρεμβάσεις και τον ρόλο της, λόγω της διαρκούς επίκλησης του κουρδικού αποσχιστικού κινδύνου. Επίσης, κατάφερε μέχρι σήμερα να αποτρέψει οποιεσδήποτε προσπάθειες εκδημοκρατισμού της χώρας και επίλυσης του κουρδικού προβλήματος με ειρηνικά μέσα. Το «βαθύ κράτος» στιγμάτισε και ποινικοποίησε ακόμα και τα ειρηνικά κουρδικά κινήματα, φυλακίζοντας τους ηγέτες τους και απονομιμοποιώντας τη δημόσια παρουσία και δράση τους.
Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς κρατικής προπαγάνδας, αυτό το δίκτυο κατάφερε να ελέγξει και να διαμορφώσει την τουρκική κοινή γνώμη με βάση τις δικές του ιδεολογικές προτιμήσεις και πολιτικές στοχεύσεις. Με λίγα λόγια, κατάφερε να νομιμοποιήσει την άσκηση ωμής βίας έναντι των Κούρδων αλλά και έναντι κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής.
Τουρκία και Συρία
Τη δεκαετία του 1990, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγορούσε διαρκώς την κυβέρνηση της Συρίας για υπόθαλψη «τρομοκρατών του ΡΚΚ». Είναι αληθές ότι η Δαμασκός, εκτός του ότι παρείχε φιλοξενία και προστασία στον ηγέτη του κινήματος Αμπντουλάχ Οτσαλάν, επέτρεπε τη χρήση των εδαφών της για τις μετακινήσεις των μαχητών του κινήματος, οι οποίοι είχαν βάσεις εκπαίδευσης στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, και μέσω Συρίας εξαπέλυαν επιθέσεις εντός του Τουρκικού Κουρδιστάν. Εκείνη την περίοδο, το 1/3 των μαχητών του ΡΚΚ προερχόταν από τη Συρία.
Το 1999, η τότε τουρκική κυβέρνηση συγκέντρωσε στρατεύματα στα τουρκοσυριακά σύνορα, απειλώντας τη συριακή κυβέρνηση με εισβολή, αν δεν εκδιώξει των Αμπντουλάχ Οτσαλάν από τα εδάφη της. Ο Κούρδος ηγέτης αναγκάστηκε να αποχωρήσει και έκτοτε άρχισε μια μεγάλη περιπέτεια που οδήγησε στη σύλληψή του στο Ναϊρόμπι της Κένυας και στην παράδοσή του στις τουρκικές αρχές.
Μετά από αυτό το γεγονός, οι τουρκοσυριακές σχέσεις μπήκαν σε φάση ομαλοποίησης, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Χαφέζ αλ Άσαντ το 2000 και την ανάληψη της εξουσίας από τον γιο του Μπασάρ αλ Άσαντ, ο οποίος επιθυμούσε τη βελτίωση των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με την Τουρκία. Από τότε η συριακή κυβέρνηση απαγόρευσε τη, μέσω των εδαφών της, μετακίνηση Κούρδων μαχητών εντός της τουρκικής επικράτειας, ενώ παρέδωσε πολλούς Τούρκους πολίτες υποστηρικτές του ΡΚΚ στις τουρκικές κρατικές αρχές.
Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002 συνέβαλε στην περαιτέρω βελτίωση των τουρκοσυριακών σχέσεων. Στηριζόμενη στην άνθηση της οικονομίας της, η Τουρκία ακολούθησε μια πολιτική ήπιας επιρροής προς τη Συρία μέχρι το 2011, όταν η χώρα αυτή αποσταθεροποιήθηκε από το κύμα της Αραβικής Άνοιξης.
Οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε η κυβέρνηση Ερντογάν την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής της στο πλαίσιο της ενίσχυσης των σχέσεων με την ΕΕ, η αλλαγή ρητορικής στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα προς τις γειτονικές χώρες, και η εστίαση σε πολιτικές οικονομικής συνεργασίας και ήπιας ισχύος δημιούργησαν την εντύπωση πως η Τουρκία αλλάζει προς το καλύτερο.
Στο εσωτερικό υπήρξαν εκτεταμένες συλλήψεις και φυλακίσεις στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που ανήκαν στο παραδοσιακό κεμαλικό κατεστημένο, κάνοντας, λανθασμένα, αρκετούς αναλυτές να μιλήσουν για το τέλος του βαθέος κράτους. Την ίδια περίοδο η Άγκυρα και η Δαμασκός κατήργησαν τις θεωρήσεις διαβατηρίων, διευκολύνοντας έτσι τις μετακινήσεις και τις εμπορικές συνεργασίες μεταξύ των πολιτών τους.
Υπερφίαλες αντιλήψεις
Οι δύο κυβερνήσεις ίδρυσαν ανώτατο συμβούλιο στρατηγικής συνεργασίας και άρχισαν να οργανώνουν κοινές συνεδριάσεις των υπουργικών τους συμβουλίων. Σύμφωνα με την επίσημη ρητορική της τουρκικής κυβέρνησης και με βάση το νεοοθωμανικό δόγμα Νταβούτογλου, επιδίωξη της Τουρκίας ήταν η περαιτέρω οικονομική ολοκλήρωση με τη Συρία, την οποία οι ισλαμικές ελίτ έβλεπαν ως πρώην οθωμανική κτήση. Ακόμα θεωρούσαν ότι μπορούσαν σταδιακά να την απορροφήσουν, μέσω της οικονομικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας.
Αυτές οι υπερφίαλες αντιλήψεις και πολιτικές άρχισαν σταδιακά να καταρρέουν, όταν ξέσπασε η Αραβική Άνοιξη που επηρέασε βαθιά και την ίδια τη Συρία. Η Άγκυρα τότε, λειτουργώντας πατερναλιστικά, επιχείρησε να πείσει τον Άσαντ να προβεί σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Η άρνηση του τελευταίου να ακούσει τις νουθεσίες του Ερντογάν, οδήγησαν σε σκλήρυνση της τουρκικής στάσης και σε ενίσχυση από πλευράς της των σουνιτών μουσουλμάνων, που άρχισαν να πολεμούν για να ανατρέψουν τον Άσαντ.
Στο μεταξύ ο Ερντογάν εκκαθάρισε από τους κρατικούς μηχανισμούς και ιδιαίτερα από το στράτευμα, όλους όσους ήταν αντίθετοι στη μεσανατολική πολιτική του. Έτσι, αφού ενίσχυσε τη θέση του στο εσωτερικό, άρχισε να εμπλέκεται περισσότερο στα εσωτερικά της Συρίας, παρέχοντας τεράστια υποστήριξη στα κάθε είδους ισλαμικά τζιχαντιστικά τρομοκρατικά δίκτυα.
Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό αποκάλυψης της κρατικής τουρκικής πολιτικής ενίσχυσης στους ισλαμιστές της Συρίας από τον δημοσιογράφο Τζαν Ντουντάρ, τον Μάιο του 2015. Τότε βγήκαν στη δημοσιότητα εικόνες από επιχείρηση της στρατοχωροφυλακής, εναντίον φορτηγών των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών που μετέφεραν χιλιάδες πυρομαχικά στους τζιχαντιστές τρομοκράτες στη Συρία.
Βοήθεια στους τζιχαντιστές
Τότε ο ίδιος ο Ερντογάν κατέθεσε μήνυση κατά του Τζαν Ντουντάρ, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ψευδή στοιχεία και για εκστρατεία συκοφάντησης του ιδίου και του κράτους, απειλώντας τον δημοσιογράφο πως θα πληρώσει βαρύ τίμημα. Τα φορτηγά που αποκαλύφθηκαν ήταν μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών αποστολών προς τη Συρία. Σύμφωνα με ανακοινώσεις διεθνών ΜΜΕ, η Άγκυρα προμήθευε τακτικά με όπλα και πυρομαχικά κάθε είδους τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα και της Αλ Νούστρα, οι οποίοι είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Στη συνέχεια, ο Τζαν Ντουντάρ κατηγορήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση για δημοσιοποίηση κρατικών μυστικών και για κατασκοπεία, εις βάρος της χώρας του. Αυτό συνιστούσε έμμεση αποδοχή από την κυβέρνηση των αποκαλύψεων Ντουντάρ. Η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν δέχθηκε τεράστιες πιέσεις από την κυβέρνηση, ενώ έγιναν και εσωτερικές εκκαθαρίσεις δημοσιογράφων και συντακτών. Ο ίδιος ο Ντουντάρ, αφού δέχθηκε πολλές απειλές για τη ζωή του και κινδύνευσε με σύλληψη, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να εγκατασταθεί στη Γερμανία.
Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό πως όλοι όσοι συμμετείχαν στην αποκάλυψη του περιστατικού με τα φορτηγά που μετέφεραν όπλα στη Συρία, ακόμα και στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Έκτοτε, είναι σε όλους γνωστές οι αναφορές του διεθνούς τύπου στην ανοχή και ενίσχυση που παρέσχε το καθεστώς Ερντογάν προς τους τζιχαντιστές στη Συρία, επιτρέποντας τη χρήση της τουρκικής επικράτειας για τις μετακινήσεις τους, αλλά και τη θεραπεία τους στα τουρκικά νοσοκομεία.
Ο λόγος για τον οποίο δόθηκε τέτοια βοήθεια στους τζιχαντιστές είναι το γεγονός ότι αυτοί πολεμούσαν στη Συρία εναντίον των Κούρδων, τους οποίους η Άγκυρα θεωρεί ως παρακλάδια του ΡΚΚ. Η ήττα των τζιχαντιστικών ομάδων από τους Κούρδους στη Συρία είχε ως αποτέλεσμα την εισβολή της ίδιας της Τουρκίας σε δύο διαφορετικές περιοχές της βόρειας Συρίας, τις οποίες κατέχει μέχρι σήμερα με τη συνεργασία ισλαμιστών μαχητών.
Γιατί άλλαξε πολιτική ο Ερντογάν;
Γιατί όμως ο Ερντογάν άλλαξε την πολιτική του κράτους έναντι των Κούρδων και κατέφυγε και πάλι στην άσκηση διώξεων και ωμής βίας; Η αλλαγή στάσης άρχισε από το 2013, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο διαφθοράς που ενέπλεξε και ανθρώπους του στενού πολιτικού και οικογενειακού περιβάλλοντός του. Για την αποκάλυψη του σκανδάλου, ο Ερντογάν κατηγόρησε τον ιεροκήρυκα Γκιουλέν που ζει στις ΗΠΑ, λέγοντας πως πρόκειται για διεθνή συνωμοσία εναντίον του και εναντίον της χώρας.
Ήρθε σε συνεννόηση με το παλιό βαθύ κράτος των κεμαλιστών, απελευθέρωσε όλους τους αξιωματικούς του στρατεύματος που φυλακίστηκαν με τις υποθέσεις «Βαριοπούλα» και «Εργκένεκον», ενώ εγκατέστησε πολλούς από αυτούς σε θέσεις κλειδιά των Ενόπλων Δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας. Ο Ερντογάν, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του με τους παλαιοκεμαλιστές και τους υπερεθνικιστές του Μπαχτσελί, διέκοψε την πολιτική συνομιλιών με τους Κούρδους και επανέφερε τις παλιές πολιτικές ωμής καταστολής και βίας εναντίον του κουρδικού κινήματος και όλων των συνιστωσών του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Μετά την περίεργη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, η πολιτική βίαιης καταστολής και διώξεων ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε τα γεγονότα είναι γνωστά και νωπά στη μνήμη. Μαζικές εκκαθαρίσεις γκιουλενιστών αλλά και όλων των φιλελεύθερων αντιπολιτευόμενων, καθώς και των Κούρδων του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), ο ηγέτης του οποίου βρίσκεται ακόμα στη φυλακή.
Η συνεργασία Ερντογάν με το παλιό κεμαλικό βαθύ κράτος ανέτρεψε τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κράτους και άλλαξε και πάλι την ανθρωπογεωγραφία κρίσιμων τομέων του κρατικού μηχανισμού όπως δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, πανεπιστήμια και εκπαίδευση γενικότερα, δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Παράλληλα, ανατροπές έγιναν και στο εσωτερικό της κοινωνίας, αφού έκλεισαν πολλές κοινωνικές οργανώσεις και ΜΜΕ, ενώ κατασχέθηκαν περιουσίες στελεχών προσκείμενων στον Φ. Γκιουλέν.
Επιπλέον, ο Ερντογάν φυλάκισε σχεδόν τους μισούς στρατηγούς και ναυάρχους των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων καθώς και χιλιάδες αξιωματικούς διαφόρων βαθμίδων, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φιλοδυτικοί και φιλονατοϊκοί αξιωματικοί και επιθυμούσαν μια ειρηνική λύση στο κουρδικό, μέσω διαλόγου.
Η πτέρυγα των αξιωματικών που φαίνεται πως κυριάρχησε στις Ένοπλες Δυνάμεις είναι αυτή των αντιδυτικών φιλορώσων και φιλοϊρανών οι οποίοι επιθυμούν να περιορίσουν τον ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και να συνάψουν στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν. Για αυτό τον λόγο, είδαμε και σημαντικές αλλαγές στην τουρκική κρατική πολιτική έναντι των Κούρδων σε ολόκληρη την περιοχή και ιδιαίτερα στη Συρία.
Το βαθύ κράτος ισχυροποιείται ξανά
Κρίνοντας από την αλλαγή στάσης του τουρκικού κράτους στο κουρδικό ζήτημα και από σειρά άλλων αλλαγών στο εσωτερικό της χώρας (πχ περαιτέρω συγκεντρωτισμός εξουσίας λόγω επιβολής του προεδρικού συστήματος) είναι βάσιμο να υποστηρίξουμε ότι το «βαθύ κράτος» έχει ανακτήσει την επιρροή και εξουσία του στους κρατικούς μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και στη λήψη των αποφάσεων. Επανήλθαν οι πολιτικές ωμής βίας και καταστολής καθώς και η σοβινιστική ιδεολογία της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης.
Ενώ η κοινωνία άλλαξε, στέλνοντας το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) στη Βουλή ως τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, οι παλιές δυνάμεις του βαθέος κράτους πάτησαν φρένο, ξηλώνοντας όλα τα δίκτυα που επιθυμούν πολιτική αλλαγή και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας. Όμως, αυτές οι πολιτικές προκαλούν ήδη ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων στο εσωτερικό.
Αν συμπληρώσουμε το παζλ και με τις εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας, τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί ομαλά, είναι εξαιρετικά πιθανόν πως το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (ΗDP) σύντομα θα γινόταν η δεύτερη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη και ηγέτης της αντιπολίτευσης.
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι αλλαγές στο εσωτερικό του τουρκικού κρατικού μηχανισμού, τα τελευταία τέσσερα με πέντε χρόνια, έχουν αντίκτυπο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο εσωτερικό αυτής της ασταθούς και περίπλοκης χώρας. Εξάλλου, θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς πως ο Ερντογάν αποφασίζει μόνος του, ιδιαίτερα μετά και την ουσιαστική αποδυνάμωση του κομματικού του μηχανισμού τους τελευταίους μήνες.