Στα κομβικά εξοπλιστικά προγράμματα για τη Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) συγκαταλέγεται η πρόσκτηση νέων μεταγωγικών αεροσκαφών για την αντικατάσταση των υφιστάμενων. Τα C-130B/H1 Hercules της ΠΑ ήδη «πετούν» εδώ 50 χρόνια περίπου. Παρά το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που έχουν υποστεί, μοιραία βρίσκονται κοντά στο τέλος της επιχειρησιακής του ζωής, ιδιαίτερα τα C-130B. Μοιραία πρέπει να αντικατασταθούν, δεδομένου ότι βρίσκονται πολύ κοντά στην εξάντληση του ορίου επιχειρησιακής τους ζωής. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τις ευθύνες πολιτικών και υπηρεσιακών παραγόντων της ΠΑ αναφορικά με την αδράνεια που έχει επιδειχθεί σε θέματα συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης.
Το ενδιαφέρον της Ελλάδος για την απόκτηση αεροσκαφών C-130 εκδηλώθηκε, για πρώτη φορά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση των σχετικών διαπραγματεύσεων, με τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες, αποφασίστηκε η προμήθεια τεσσάρων (4) αεροσκαφών C-130E Hercules, τα οποία θα παραλαμβάνονταν από την Ελλάδα το 1968. Ωστόσο η επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και το εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων προς την Ελλάδα, το οποίο επέβαλε ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Όμως, το ενδιαφέρον της Ελλάδας επανήλθε και τον Ιούνιο του 1974 η χώρα μας προχώρησε στην παραγγελία 18 αεροσκαφών της έκδοσης C-130H1 Hercules. Η έκδοση C-130H Hercules περιλαμβάνει τρείς (3) διαμορφώσεις: Τη διαμόρφωση C-130Η1 Hercules, στην οποία ανήκουν όσα αεροσκάφη κατασκευάστηκαν την περίοδο 1964-1978, τη διαμόρφωση C-130H2 Hercules, στην οποία ανήκουν όσα αεροσκάφη κατασκευάστηκαν την περίοδο 1978-1992 και τη διαμόρφωση C-130H3 Hercules, στην οποία ανήκουν όσα αεροσκάφη κατασκευάστηκαν την περίοδο 1992-1996.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο (2) πρώτων διαμορφώσεων είναι μικρές και αμελητέες και αφορούν στην εγκατάσταση (στη διαμόρφωση των H2), ελαφρώς βελτιωμένων ηλεκτρονικών συστημάτων. Η τρίτη διαμόρφωση είναι αυτή που ενσωματώνει σημαντικές βελτιώσεις, στους τομείς των ηλεκτρονικών, των ηλεκτρικών και των συστημάτων πλοήγησης του αεροσκάφους.
Το πρώτο αεροσκάφος παραδόθηκε στην ΠΑ το Σεπτέμβριο του 1975, ενώ το δεύτερο παραδόθηκε, ένα (1) μήνα αργότερα, δηλαδή τον Οκτώβριο. Μέχρι τα τέλη του 1976, η ΠΑ είχε παραλάβει έξι (6) αεροσκάφη, ενώ 12 αεροσκάφη είχαν παραληφθεί έως το Μάιο του 1977, οπότε και ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα, καθώς, με την παραλαβή του έκτου αεροσκάφους, η αμερικανική κυβέρνηση ενημέρωσε την ελληνική ότι η αρχική παραγγελία των 18 αεροσκαφών θα περιοριστεί τελικά στα 12 αεροσκάφη.
Αιτία αυτής της απόφασης ήταν η πάγια πολιτική θέση της Ουάσιγκτον περί ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην οποία, εκείνη την εποχή, η αμερικανική κυβέρνηση είχε επιβάλει εμπάργκο πώλησης όπλων, λόγω της εισβολής στην Κύπρο. Έτσι, η ΠΑ τελικά παρέλαβε 12 αεροσκάφη αντί των 18 της αρχικής συμφωνίας.
Μετά την απώλεια δύο (2) αεροσκαφών, σε ισάριθμα δυστυχήματα (ένα το Φεβρουάριο του 1991 και ένα το Δεκέμβριο του 1997), σε υπηρεσία απομένουν 10 αεροσκάφη, εκ των οποίων δύο (2) είναι εξοπλισμένα με συστήματα ηλεκτρονικών υποκλοπών (ELINT: Electronic Intelligence) και υποκλοπών σημάτων (SIGING: Signal Intelligence).
Τα πέντε (5) C-130B αποκτήθηκαν μεταχειρισμένα, από τα αποθέματα της Αμερικανικής Εθνοφρουράς, το 1991 (η μεταφορικής τους ικανότητα είναι όμοια με αυτή των C-130H1). Η παραλαβή τους ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1992 και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1993. Να σημειωθεί ότι το ελληνικό αίτημα αφορούσε στην παραχώρηση αεροσκαφών της έκδοσης C-130H1 Hercules, για λόγους ομοιοτυπίας με το εν υπηρεσία υλικό.
Ωστόσο το ελληνικό αίτημα έγινε μεν αποδεκτό, αλλά μόνο για αεροσκάφη της έκδοσης C-130B Hercules, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα αεροσκάφη της έκδοσης C-130H1 Hercules στα αποθέματα της Αμερικανικής Εθνοφρουράς. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα C-130B, που παρέλαβε η ΠΑ, διέθεταν καλύτερα ραδιοβοηθήματα από τα C-130H1, καθώς, τη δεκαετία του 1970, είχαν υποστεί πρόγραμμα αναβάθμισης.
Η σύμβαση, ύψους $ 90.000.000, για την αναβάθμιση των 15 C-130B/H1, στο πλαίσιο της πρότασης AUP (Aviation Upgrade Program) της καναδικής Spar Aerospace (πλέον θυγατρική της αμερικανική L-3 Technologies), υπογράφηκε το Μάρτιο του 2002. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ένα (1) C-130B και ένα (1) C-130H1, αναβαθμίστηκαν στις εγκαταστάσεις της Spar Aerospace στον Καναδά, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα (4) C-130B Hercules και εννέα (9) C-130H1 Hercules αναβαθμίστηκαν στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) στην Ελλάδα, με συλλογές αναβάθμισης, τις οποίες προμήθευσε η καναδική εταιρία.
Το πρώτο αναβαθμισμένο αεροσκάφος (C-130H1) παραδόθηκε στην ΠΑ το Δεκέμβριο του 2004, ενώ το δεύτερο αναβαθμισμένο (C-130B) παραδόθηκε στην ΠΑ το Μάρτιο του 2005. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2008, είχαν παραδοθεί στην ΠΑ άλλα δύο (2) αναβαθμισμένα αεροσκάφη, αμφότερα της έκδοσης C-130H1 Hercules. Στο πλαίσιο του προγράμματος AUP, στα αεροσκάφη εγκαταστάθηκε:
(α) Νέος, ψηφιακής τεχνολογίας, θάλαμος διακυβέρνησης (Glass Cockpit), κοινός και για τις δύο εκδόσεις του αεροσκάφους, με αρχιτεκτονική βασισμένη στη χρήση της αρτηρίας αμφίδρομης διαβίβασης δεδομένων τύπου MIL-STD-1553B. Ο νέος θάλαμος διακυβέρνησης ενσωματώνει το σύστημα διαχείρισης πτήσεων τύπου FMS-800 (FlightManagement System), το οποίο διαθέτει τρείς οθόνες πολλαπλών ενδείξεων.
(β) Σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού (IFF : Identification Friend or Foe).
(γ) Νέο ραντάρ καιρού και ναυτιλίας μέγιστης εμβέλειας 593 χιλιομέτρων και δυνατότητα σάρωσης στα πεδία εύρους 30ο/60ο/180ο.
(δ) Σύστημα πληροφόρησης ροής εναέριας κυκλοφορίας και αποφυγής σύγκρουσης με άλλο, εν πτήσει, αεροσκάφος, καθώς και σύστημα προειδοποίησης προσέγγισης εδάφους.
(ε) Σύστημα καθοδηγούμενης προσγείωσης (ILS : Instrument LandingSystem).
(στ) Σύστημα ένδειξης στάσης (στο έδαφος) και αναφοράς ίχνους (στο έδαφος και εν πτήση) αεροσκάφους.
(ζ) Σύστημα καταγραφής δεδομένων πτήσης.
(η) Νέο αυτόματο πιλότος με δυνατότητα κάθετης και οριζόντιας ναυτιλίας.
(θ) Σύστημα νυχτερινής όρασης πληρώματος (NVG : Night VisionGoogle).
(ι) Δύο συστήματα αδρανειακής πλοήγησης (INS : Inertial Navigation System) και τρία συστήματα παγκόσμιου προσδιορισμού θέσεως (GPS : GlobalPositioning System).
(ια) Δύο συστήματα τακτικής εναέριας προήγησης (TACAN : Tactical Air Navigation), δύο συστήματα κατευθυνόμενης εμβέλειας ραδιοσημάτων της συχνότητας VHF (VOR : VHFOmnidirectional Radio Range) και εξοπλισμό μέτρησης αποστάσεως (DME : Distance Measuring Equipment)
(ιβ) Νέα βοηθήματα ελέγχου πτήσεως (δείκτης στάσης του αεροσκάφους σε σχέση με την κατεύθυνση του, δείκτης οριζόντιας στάσης του αεροσκάφους, ταχύμετρο, βαρομετρικό υψόμετρο και δείκτης ρυθμού ανόδου-καθόδου)
(ιγ) Τρείς ασύρματους τύπου ARC-210, οι οποίοι λειτουργούν στις ζώνες συχνοτήτων VHF και UHF, δύο ασύρματους, οι οποίοι λειτουργούν στη ζώνη συχνοτήτων HF, με δυνατότητα επιλεκτικής κλίσης, προκαθορισμένης σάρωσης και αυτόματης δημιουργίας σύνδεσης, και υποδομή χρήσης των συστημάτων μεταπήδησης συχνοτήτων τύπου Have Quick I/II.
Εκτός από την εγκατάσταση των παραπάνω συστημάτων, τα αεροσκάφη εφοδιάστηκαν και με νέα, πιο εργονομικά και πιο ασφαλή, καθίσματα εργασίας για το πλήρωμα, η εγκατάσταση των οποίων έγινε δωρεάν από την Spar Aerospace, ως αντισταθμιστικό όφελος, ενώ, παράλληλα με την εφαρμογή τους προγράμματος AUP, εφαρμόστηκε στα αεροσκάφη και πρόγραμμα γενικής εργοστασιακής επιθεώρησης, συντήρησης και επισκευής.
Από το 1996, που πραγματοποιήθηκε η πρώτη του πτήση, η Lockheed Martin, κατασκευάστρια εταιρία του C-130, προωθεί τη διάδοχη λύση που δεν είναι άλλη από την έκδοση C-130J Super Hercules. Το αεροσκάφος εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1999 και μέχρι σήμερα έχει επιλεγεί από 21 χώρες. Συνολικά έχουν παραγγελθεί 617 αεροσκάφη σε όλες τις εκδόσεις (C-130J, C-130J-30, KC-130J κ.ά.). Στην έκδοσηC-130J τα αεροσκάφη μπορούν να κατασκευαστούν, αλλά παλαιότερες εκδόσεις δεν μπορούν να αναβαθμιστούν στο επίπεδο C-130J, καθώς είναι τεχνικά αδύνατο.
Το αεροσκάφος υπηρετείται από τρία (3) άτομα και μπορεί να μεταφέρει βάρος 19,05 τόνων ή 92 ατόμων ή 64 αλεξιπτωτιστών ή 74 φορείων. Ενσωματώνει τέσσερις (4) κινητήρες τύπου AE2100D3 της βρετανικής Rolls-Royce, μέγιστης ισχύος 4.637 ίππων έκαστος, και ισάριθμους έλικες τύπου R-391 της Dowty. Μπορεί να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 671 χιλιομέτρων την ώρα με ταχύτητα πλεύσης τα 643 χιλιόμετρα την ώρα. Με το μέγιστο φορτίο η εμβέλεια του αεροσκάφους είναι 3.334 χιλιόμετρα, ενώ το μέγιστο επιχειρησιακό ύψος ανέρχεται στα 28.000 πόδια.
Τι μπορεί όμως να αντικαταστήσει το C-130B Hercules. Στη διεθνή αγορά υπάρχουν δύο (2) επιλογές. Η πρώτη επιλογή αφορά στο αεροσκάφος C-130J Super Hercules της Lockheed Martin (η νεότερη του έκδοση αναφέρεται ως C-130J-30). Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι παρά τη διατήρηση της ίδιας ονομασίας, πρόκειται για νέα αεροσκάφη (εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1999) και όχι για κάποιο εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης παλαιότερων C-130 στο επίπεδο C-130J.
Η εναλλακτική λύση είναι το C-390 της βραζιλιάνικης Embraer. Από πλευράς ομοιοτυπίας αλλά και συμφέροντος της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας το C-130J καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες μας καθώς η ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) έχει αναλάβει την κατασκευή και συναρμολόγηση κύριων συγκροτημάτων της ατράκτου του C-130J, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% του αεροσκάφους.
Tα C-130J-30 διαθέτουν καλύτερη χωροταξική διάθεση που επιτρέπεται στο εσωτερικό τους να φέρουν 55% περισσότερο φορτίο σε ειδικές παλέτες ενώ διαθέτουν και αυξημένη ακτίνα δράσης επίσης κατά 55% με φορτίο 35000 λιβρών. Με βάση τα διεθνή προγράμματα ένα C-130J κοστίζει € 85-95, στην καλύτερη περίπτωση, ή € 155-190 εκατομμύρια, στη χειρότερη.
Μια άλλη λύση, η οποία εξετάστηκε στο παρελθόν από την ΠΑ και προκρίθηκε προς υλοποίηση, αλλά τελικά παράπεσε, λόγω μείωσης των εξοπλισμών, ήταν η προμήθεια αεροσκαφών διπλού ρόλου (εναέριου ανεφοδιασμού και μεταφορών). Φυσικά αυτή η λύση είναι πολλή ακριβή και μακριά από τα ελληνικά οικονομικά δεδομένα, αφού ένα τέτοιο αεροσκάφος κοστίζει περί τα € 150-200 εκατομμύρια.
Πάντως στη διεθνή αγορά υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες προτάσεις, όπως τα ευρωπαϊκά Α-310-300 ΜRTT (Multi-Role Tanker-Transport) και A-330-200 ή τα αμερικανικά της Boeing. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το A-310-300 MRTT μπορεί να μεταφέρει 37 τόνους φορτίου, το A-330-200 MRTT 43 τόνους φορτίου, ενώ το KC-767A 32,5 τόνους φορτίου.
Η απόκτηση νέων μεταγωγικών δεν πρόκειται για πολυτέλεια. Τα μεταφορικά αεροσκάφη είναι απαραίτητα για την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της ΠΑ, σε καθημερινή βάση, διότι σηκώνουν μεγάλο βάρος των καθημερινών απαιτήσεων της ΠΑ από τη μεταφορά εφοδίων και υλικών μέχρι ταχείας αντίδρασης και μεταφοράς δυνάμεων.
Πολλές φορές συζητάμε και γράφουμε για νέα μαχητικά, νέα όπλα και αισθητήρες, αλλά θα πρέπει να μας απασχολούν και τα πολύ σημαντικά επιχειρησιακά θέματα της επιμελητείας. Πρωτίστως όμως θα πρέπει να απασχολήσουν την πολιτική ηγεσία με άξονα την αξιοποίηση των εν υπηρεσία αεροσκαφών και τον προγραμματισμό για την επόμενη ημέρα, δηλαδή την απόκτηση νέων αεροσκαφών, προς αντικατάσταση των C-130B/H1.