Η Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ) αποτελεί το ανώτατο στρατιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, είναι Σχολή Ανωτάτων Αμυντικών Σπουδών διοικούμενη από Ανώτατο Αξιωματικό των Ενόπλων Δυνάμεων και ισότιμη με μείζονα σχηματισμό, η οποία υπάγεται Διοικητικά και Εκπαιδευτικά στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας (ΓΕΕΘΑ) ενώ από πλευράς Διοικητικής Μέριμνας, στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ).
Θα έλεγε λοιπόν κανείς διαβάζοντας τα προαναφερθέντα, ότι οι Διευθυντές, Τμηματάρχες και οι Επιτελείς που υπηρετούν στη ΣΕΘΑ, με εκπαιδευτικό ή υποστηρικτικό ρόλο, λαμβάνουν τα αντίστοιχα μόρια όπως και οι συνάδερφοι τους που υπηρετούν σε μείζονα σχηματισμό ή στο ΓΕΕΘΑ, για κάθε μήνα υπηρεσίας .
Όμως τα μόρια που λαμβάνει το προσωπικό της ΣΕΕΘΑ είναι από ελάχιστα έως μηδαμινά μόρια, κατά περίπτωση, για κάθε μήνα υπηρεσίας, τόσο ως προς την επιτελική εμπειρία όσο και το χρόνο ειδικής υπηρεσίας (ειδικά καθήκοντα). Η εν λόγω μοριοδότηση ευρίσκεται σε αναντιστοιχία με την ισχύουσα για τα στελέχη που στελεχώνουν το ΓΕΕΘΑ, στο οποίο υπάγεται απευθείας η Σχολή ή σε Σχηματισμούς που διοικούνται από αντίστοιχου βαθμού Ανώτατους Αξιωματικούς.
Η διαμορφούμενη κατάσταση, από την προαναφερθείσα αναντιστοιχία μοριοδότησης, παρά τη συνεχή εκ μέρους του προσωπικού προσπάθεια παραγωγής υψηλού επιπέδου έργου και βελτίωσης των παρεχόμενων σπουδών, επηρεάζει τη στρατιωτική εξέλιξη των στελεχών της Σχολής και έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη σοβαρού κινήτρου δήλωσης παραμονής ή υπηρέτησης στην ΣΕΘΑ ως μονάδα προτίμησης.
Αξίζει δε να αναφερθεί, ότι στην πρόσφατη Αξιολόγηση της Σχολής στο πλαίσιο εφαρμογής του Κοινού Πλαισίου Αξιολόγησης (ΚΠΑ), μεταξύ των εισηγήσεων της Επιτροπής οι οποίες εγκρίθηκαν, περιλαμβάνεται η ανάγκη θέσπισης κινήτρων υπηρέτησης και παραμονής του προσωπικού στη ΣΕΘΑ με την προσαύξηση της μοριοδότησης των στελεχών.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι για την εξασφάλιση ισότιμης μεταχείρισης των στελεχών που υπηρετούν στη ΣΕΘΑ σε σχέση με τα στελέχη που υπηρετούν σε αντίστοιχους Σχηματισμούς, θα πρέπει να υπάρξει εξομοίωση στη μοριοδότηση της επιτελικής εμπειρίας και του χρόνου ειδικής υπηρεσίας.
Επίσης ένα άλλο ζήτημα που θα αναβάθμισε περαιτέρω την Σχολή αλλά θα ήταν και ένα πιο ουσιαστικό προσόν για τον αποφοιτήσαντα, αφορά την προσμέτρηση των επιδόσεων των σπουδαστών στη ΣΕΘΑ επί του υπηρεσιακού κριτηρίου «Επιδόσεις σε Σχολεία», ήτοι «καλώς» – «λίαν καλώς» – «άριστα». Με απλά λόγια, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνετε ως προσόν μόνο η αποφοίτηση από τη ΣΕΘΑ αλλά και η επίδοση του, ώστε να υπάρχει κίνητρο κατά την διάρκεια της φοίτησης και φυσικά να μην εξισώνεται εκείνος που αρίστευσε με εκείνον που απλά ολοκλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα σπουδών.