Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Dassault, Éric Trappier, δήλωσε ότι η συνεργασία με την ευρωπαϊκή κοινοπραξία Airbus, στο πλαίσιο του προγράμματος ανάπτυξης του νέου μαχητικού αεροσκάφους FCAS (Future Combat Air System) είναι «πολύ, πολύ δύσκολη», ιδιαίτερα στον τομέα του καταλογισμού του βιομηχανικού έργου. «Κάτι δεν λειτουργεί και υπάρχει η ανάγκη να αναθεωρηθεί. Δεν εξαρτάται από εμένα αυτό, είναι θέμα των κρατών να συνεννοηθούν και να βρουν τρόπο να διαχειριστούν αυτό το μεγάλο πρόγραμμα», δήλωσε ο Trappier σε ακρόαση στη γαλλική Βουλή. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία υπέγραψαν σύμβαση ύψους € 3,2 δισεκατομμυρίων, με τις Dassault, Airbus και Indra για τη φάση 1B του προγράμματος, δηλαδή την έρευνα, την ανάπτυξη και τη σχεδίαση του αεροσκάφους. Η Dassault είναι η κύρια ανάδοχος ανάπτυξης του επανδρωμένου αεροσκάφους του FCAS. Η επόμενη φάση αφορά στην κατασκευή του πρωτότυπου και της πρώτης πτήσης, η οποία έχει προγραμματιστεί για το 2029.

Ωστόσο, οι συμμετέχουσες εταιρίες έχουν διαφωνίες για τον διαμοιρασμό του βιομηχανικού έργου, προαπαιτούμενο για να περάσει το πρόγραμμα στη επόμενη φάση. «Θα χρειαστεί χρόνο, αυτό είναι σίγουρο», δήλωσε ο Trappier. Σύμφωνα με την Trappier η πολυδιάσπαση του βιομηχανικού έργου είναι ο λόγος των καθυστερήσεων καθώς «κάθε φορά ανοίγουμε ατέρμονη και χωρίς λόγο συζήτηση». Ο Trappier είπε ότι διαφωνεί με αυτό το μοντέλο και ότι έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις καλύτερες βιομηχανικές ικανότητες. Η Dassault έχει το 1/3 του βάρους στην λήψη των αποφάσεων, ενώ η Airbus έχει τα 2/3, καθώς εκπροσωπεί τη Γερμανία και την Ισπανία. Αυτό σημαίνει ότι η Dassault, ως κύρια ανάδοχος του προγράμματος του επανδρωμένου αεροσκάφους δεν μπορεί να κατανείμει έργο κατά βούληση. Ως παράδειγμα επιτυχημένης συνεργασίας ο Trappier έφερε το πρόγραμμα nEUROn, όπου έξι χώρες συνεργάστηκαν αρμονικά και υπήρξε πρόοδος. Το πρόγραμμα FCAS αφορά στην ανάπτυξη ενός νέου μαχητικού αεροσκάφους 6ης γενιάς, το οποίο θα αντικαταστήσει τα Rafale και τα Eurofighter.