Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Ουάσιγκτον να επαναφέρει την Τουρκία στο «δυτικό μαντρί», τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα επηρεάζει-ίσως και καθοριστικά-τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή. Προς το παρόν, η Αθήνα κρατιέται στην άκρη, δεδομένου ότι η μπάλα παίζεται πάνω από το κεφάλι της και επιπλέον η μπίλια ακόμα γυρίζει.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Αρχικά, οι Αμερικανοί πίστευαν ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν αντιπροσώπευε το μετριοπαθές φιλοδυτικό πολιτικό Ισλάμ, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Η θεώρηση αυτή έχει προ πολλού καταρρεύσει. Υπενθυμίζουμε ότι στην αρχή της θητείας του ο Ομπάμα είχε επισκεφθεί το Κάιρο και την Κωνσταντινούπολη για να στείλει αυτό το μήνυμα. Η θεώρηση αυτή, όμως, έχει προ πολλού καταρρεύσει.
Όταν πριν από 6-7 χρόνια ο Ερντογάν κέρδισε τον άτυπο πόλεμο με το βαθύ κεμαλικό κράτος, άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα. Δρομολόγησε όχι μόνο την ισλαμοποίηση της Τουρκίας, αλλά και την αυτονόμηση από τη Δύση. Σ’ αυτόν του τον προσανατολισμό τον έσπρωξε και η συμμαχία της Ουάσιγκτον με τους Κούρδους της Συρίας (παρακλάδι του ΡΚΚ).
Όταν ο Ερντογάν άρχισε να παίζει το δικό του παιχνίδι, οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον επαναφέρουν στο “μαντρί”, βάζοντάς τον στο χέρι. Μέσω των εκτεταμένων ερεισμάτων του στους τουρκικούς κρατικούς μηχανισμούς, τo δίκτυο Γκιουλέν (ελέγχεται από την Ουάσιγκτον), ξεκίνησε μία μυστική έρευνα για διαφθορά της οικογένειας Ερντογάν και στενών συνεργατών του.
Παρά την άμεση εμπλοκή του σε υποθέσεις διαφθοράς, ο Τούρκος ηγέτης όχι μόνο δεν έσπευσε να προσαρμοσθεί, αλλά και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του δικτύου Γκιουλέν, χωρίς την υποστήριξη του οποίου δεν θα είχε ποτέ κερδίσει τον πόλεμο εναντίον του κεμαλικού βαθέος κράτους. Η επιλογή του αυτή σηματοδότησε την αφετηρία της σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον.
Μόνη της η Άγκυρα
Με την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού στα τουρκοσυριακά σύνορα, ο Τούρκος πρόεδρος είχε επιχειρήσει να συμπαρασύρει το ΝΑΤΟ σε μία αναμέτρηση με τη Ρωσία και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εδραιώσει τη θέση της χώρας του ως αναντικατάστατου στρατηγικού πυλώνα στην περιοχή. Ο Ομπάμα, όμως, δεν έπεσε στην παγίδα, με αποτέλεσμα η Άγκυρα ουσιαστικά να μείνει μόνη απέναντι στη Μόσχα.
Όταν διαπίστωσε ότι ο ελιγμός του είχε ναυαγήσει, ο Ερντογάν πραγματοποίησε άνοιγμα προς τον Πούτιν. Στόχος του δεν ήταν απλώς να γεφυρώσει το ρήγμα που είχε ο ίδιος προκαλέσει στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, αλλά και να χρησιμοποιήσει τη Μόσχα σαν αντίβαρο στην αυξανόμενη αμερικανική-δυτική δυσπιστία, αν όχι εχθρότητα, απέναντί του. Για την Ουάσιγκτον, όμως, η στροφή προς τη Ρωσία ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ο Ερντογάν πιστεύει ακράδαντα ότι το πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 το έκαναν οι Αμερικανοί. Όταν κατηγορεί δημοσίως τον Γκιουλέν εννοεί τη CIA. Είναι ένα είδος κωδικού καταγγελίας. Δεν έχει και πολύ άδικο. Υπενθυμίζουμε πως τις πρώτες ώρες, όταν φαινόταν πως το πραξικόπημα θα επικρατήσει, Αμερικανοί επίσημοι σχεδόν το υποστήριξαν. Αυτός είναι ο λόγος, μεταξύ άλλων, που το άνοιγμα του Τούρκου προέδρου προς τον Ρώσο ομόλογό του μετατράπηκε γρήγορα σε γεωπολιτικό εναγκαλισμό, παρά τα αντικρουόμενα συμφέροντα των δύο χωρών στη Συρία.
Η αναδίπλωση
Όταν η ζυγαριά έγειρε υπέρ του Ερντογάν, η Ουάσιγκτον έσπευσε να αναδιπλωθεί και προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Άγκυρα. Ήταν η περίοδος που ανεχόταν τις επιθετικές δηλώσεις του νεοοθωμανού ηγέτη, ελπίζοντας ότι με κάποια ανταλλάγματα στη Συρία σε βάρος των Κούρδων θα μπορούσε να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό “μαντρί”. Οι Αμερικανοί δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει την απώλεια του Ιράν το 1979 και δεν θέλουν με τίποτα να χάσουν την γεωπολιτικά πολύτιμη Τουρκία. Γι’ αυτό και έκαναν υπομονή, επιδεικνύοντας ανοχή. Αντί, όμως, η στάση τους να οδηγήσει σε συμβιβασμό, τροφοδοτούσε την ανελαστικότητα του Ερντογάν.
Αρχικά, ο Τραμπ κινήθηκε στην ίδια γραμμή. Όταν διαπίστωσε, όμως, ότι ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά, άρχισε τις πλαγιοκοπήσεις. Στο Κογκρέσο εκδηλώθηκαν κινήσεις με σκοπό να εμποδιστεί η παράδοση των μαχητικών F-35 στην Τουρκία, λόγω της δεδηλωμένης πρόθεσης του Ερντογάν να προμηθευθεί το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400. Παραλλήλως, η αμερικανική Δικαιοσύνη άσκησε δίωξη εναντίον του στενά συνδεδεμένου με τον Τούρκο πρόεδρο τραπεζίτη Αττίλα και ερευνά την τράπεζά του Halkbank για παραβίαση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Ουσιαστικά ήταν ένα έμπρακτο μήνυμα ότι ο επόμενος στόχος θα είναι ο ίδιος ο Ερντογάν.
Εν μέσω αυτών των αψιμαχιών, ο πρώην Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τίλλερσον συναντήθηκε με τον Ερντογάν στις αρχές της άνοιξης του 2018 σε μία ύστατη προσπάθεια να γεφυρώσει το αμερικανοτουρκικό ρήγμα. Η επιμέρους συμφωνία τους για τη Συρία δεν έλυσε το κύριο πρόβλημα. Στο κενό έπεσε και η προσωπική διπλωματία του Τραμπ για την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον. Αρχικά, ο Ερντογάν ζητούσε ως αντάλλαγμα την παράδοση του Γκιουλέν, κάτι, βεβαίως που οι Αμερικανοί δεν συζητούσαν.
Το ποτήρι ξεχείλισε
Στη συνέχεια, ο Τούρκος ηγέτης ζήτησε να σταματήσει η έρευνα για την τράπεζα Halkbank. Ήταν, όμως, πλέον αργά. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, ο πρόεδρος Τραμπ διέβη τον Ρουβίκωνα. Επέβαλε κυρώσεις σε δύο Τούρκους υπουργούς και υψηλούς δασμούς σε τουρκικές εξαγωγές στις ΗΠΑ. Παραλλήλως, κλιμακώθηκαν οι ήδη δρομολογημένες κινήσεις υπονόμευσης της τουρκικής λίρας, οι οποίες επιτάχυναν την κατακόρυφη πτώση της.
Μπορεί στην τουρκική οικονομία να υπάρχουν έντονα φαινόμενα φούσκας, αλλά και η παραγωγική βάση και τα δημοσιονομικά μεγέθη είναι σε υγιή επίπεδα. Από τη στιγμή, όμως, που η Ουάσιγκτον δρομολόγησε το νομισματικό πόλεμο και κατάφερε να πλήξει καίρια την τουρκική λίρα, ήταν ζήτημα χρόνου η μερική αποσταθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας, η οποία εκ των πραγμάτων στρίμωξε τον Ερντογάν.
Μετά από πολλά, ο πάστορας Μπράνσον απελευθερώθηκε, τροφοδοτώντας προσδοκίες στην Ουάσιγκτον ότι ενδεχομένως οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιτέλους να εισέρχονταν σε φάση εξομάλυνσης. Ο πρόεδρος Τραμπ, μάλιστα, προέβη και σε σχετικές κινήσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας συνεχίζουν να παραμένουν σε οριακό σημείο: ούτε αποκαθίστανται, αλλά ούτε και βυθίζονται στην κρίση.
Ζήτημα εμπιστοσύνης
Στην πραγματικότητα, η άτυπη διπλωματική διελκυστίνδα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν μέχρι τώρα να βρουν ένα συμβιβασμό και να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, επειδή, ειδικά μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς. Θεωρεί ότι τον έχουν προγράψει. Αυτός είναι ο λόγος που μέχρι τώρα το χάσμα παραμένει αγεφύρωτο.
Στην Ουάσιγκτον φαίνεται πως έχουν αποφασίσει να μην τραβήξουν το σκοινί. Ελπίζουν πως ακόμα κι αν δεν τα βρουν με τον Ερντογάν θα επαναφέρουν την Τουρκία στο «δυτικό μαντρί», όταν αυτός με τον έναν ή τον άλλο τρόπο φύγει από το προσκήνιο. Επειδή, όμως, η σημερινή ισορροπία είναι ασταθής, μέχρι να συμβεί αυτό ενδέχεται να μεσολαβήσουν εξελίξεις, οι οποίες θα υποχρεώσουν την αμερικανική πλευρά να λάβει μία απόφαση.
Ήδη, άλλωστε, εκπονούνται σενάρια και δρομολογούνται κινήσεις με σκοπό τη διαμόρφωση μίας εναλλακτικής στρατηγικής λύσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και το ενδιαφέρον του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα γεωπολιτικά τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι προφανές πως από την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και ο τρόπος που οι ΗΠΑ θα δουν τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.