Γράφει ο Μάριος Μπρούσκος Στυλιανόπουλος
Το φαινόμενο της αντιεξουσιαστικής βίας δεν είναι σημερινό. Έχει τις απαρχές του στην φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Ασχέτως της αποτιμήσεως εκείνων των γεγονότων, υπάρχει μια σαφής σύνδεση ανάμεσα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και των συστηματικών ενεργειών καταλύσεως της έννομης τάξεως.
Η Αριστερά στην Ελλάδα, μέσω της ηγεμονίας της στα πανεπιστήμια και στους συνδικαλιστικούς θύλακες, κατόρθωσε με αριστοτεχνική δεξιότητα να αποκτήσει το «ηθικό πλεονέκτημα» του κατατρεγμένου θύματος, ενώ παραλλήλως συνέδεσε τους πολίτες δεξιών φρονημάτων με τη χούντα. Ως εκ τούτου, πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό για την ιστορική της επιβίωση.
Εμφύσησε την ιστορική της αυθεντία στο συλλογικό ασυνείδητο. Μέσω των «επαναστατικών» της αγώνων καλλιέργησε ένα διάχυτο κλίμα ιδεολογικής ανωτερότητας και οικειοποιήθηκε, χωρίς να το δικαιούται, τα εύσημα για κάθε προσπάθεια, λυσιτελή ή μη, για την παλιννόστηση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Διεκδικώντας την ιστορική αλήθεια μέσω συστηματικών παραχαράξεων, τακτικών διχασμού και αλόγιστης πλύσεως εγκεφάλου στα υποψήφια θύματά της, πέτυχε να στρεβλώσει κάθε έννοια ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Μέσα σε αυτές τις έννοιες εντάσσεται και η βία, η οποία για την Αριστερά είναι θεμιτή αν ενδυθεί τον μανδύα του «λαϊκού αγώνα». Φυσικά, αυτός ο «λαϊκός αγώνας» περιλαμβάνει οποιαδήποτε ενέργεια, ακόμη και αιματηρή, προκειμένου να ευδοκιμήσει. Ορμητήριο των «λαϊκών αγώνων» είναι τα πανεπιστήμια και επιλογή τους σχετίζεται με τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973. Με το πρόσχημα της ελευθερίας της εκφράσεως, στόχος που υποτίθεται ότι υπηρετείται σε αυτούς τους χώρους, οι αριστεροί κατόρθωσαν να μετατρέψουν τα πανεπιστήμια σε φυτώρια εγκληματιών.
Με την επινόηση του ασύλου, κάθε εγκληματίας μπορεί να βρίσκει καταφύγιο στις αίθουσες και να μην συλλαμβάνεται. Με τον τρόπο αυτό επήλθε διαχρονική κλιμάκωση των περιστατικών βίας από αντιεξουσιαστές, όπως ήταν το «κτίσιμο» καθηγητή μέσα στο γραφείο του, οι ξυλοδαρμοί φοιτητών που τολμούν να ορθώσουν ανάστημα στην διαχρονική υποβάθμιση και στους σκόπιμους βανδαλισμούς, η στοχοποίηση καθηγητών που δεν συμφωνούν με τις συνήθεις πρακτικές του «επαναστατικού» φοιτητικού κινήματος, οι συνεχείς δολιοφθορές, η διακίνηση ναρκωτικών, η υπόθαλψη του παραεμπορίου μέσω της παραχωρήσεως χώρων των πανεπιστημίων σε παράνομους μετανάστες και εμπόρους, κλειδωμένες αίθουσες στις οποίες δεν έχουν πρόσβαση ούτε οι πρυτάνεις (τέτοιες αίθουσες έχουν χρησιμοποιηθεί για αποθήκευση πολεμικού εξοπλισμού από τρομοκράτες) κ.λπ. Πέραν όμως των έκνομων ενεργειών των λεγόμενων «μπαχαλάκηδων», οι οποίοι αναντίρρητα ανήκουν στους κόλπους της ακροαριστεράς, πολλοί καθηγητές τείνουν να συμφωνούν με τις πρακτικές τους.
Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι πολιτικοί επιστήμονες που έχουν τοποθετηθεί μέσα στο αμφιθέατρα υπέρ της τρομοκρατικής οργανώσεως της «17 Νοέμβρη», ασκώντας ιδεολογική προπαγάνδα στους φοιτητές και προτρέποντάς τους στην άσκηση βίας. Άλλωστε, αποκορύφωμα αυτών των αισχρών και επιβλαβών για τη δημοκρατία αντιλήψεων, ήταν η πρωτοφανής δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Μπαλαούρα, ο οποίος εξήρε το έργο της «17 Νοέμβρη» ισχυριζόμενος ότι «είχε ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου». Καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι πολλοί αριστεροί, οι οποίοι κρύβονται κάτω από τα φουστάνια της δημοκρατίας, αποδέχονται την βία, τις δολοφονίες και τους προπηλακισμούς συμπολιτών μας.
Ακόμη και αν δεν εμπλέκονται οι ίδιοι σε τέτοιες αποτροπιαστικές πράξεις, αναζητούν άλλοθι αθωώσεως των δραστών. Μην λησμονούμε ότι πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν μάρτυρες υπερασπίσεως της «17 Νοέμβρη». Στην ερώτηση γιατί προέβησαν σε κάτι τέτοιο, απάντησαν «για λόγους ιδεολογίας». Τα σώματα ασφαλείας, τα οποία σε όλες της χώρες του δυτικού κόσμου, χαίρουν σεβασμού και εκτιμήσεως ως θεματοφύλακες των θεσμών μιας κοινωνίας, δεν θα μπορούσαν να διαφύγουν της απαξιώσεως από τους αριστερούς ιεροκήρυκες της ανομίας. Κάθε χρόνο, αναρίθμητοι αστυνομικοί πέφτουν θύματα της ακροαριστερής βίας. Η ρίψη μολότωφ σε αστυνομικούς θεωρείται ως «επαναστατική πράξη», ενώ στην πραγματικότητα είναι απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως.
Σε ποια άλλη χώρα του κόσμου εγκληματίες προβαίνουν σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικών και δεν καταδικάζονται; Φυσικά, έχουν καταγραφεί και άλλες εχθρικές ενέργειες κατά αστυνομικών, όπως είναι η εκτόξευση πλυντηρίων και ψυγείων από τις ταράτσες πολυκατοικιών. Πρόκειται για πρωτοφανείς ενέργειες που ντροπιάζουν τη χώρα, εγκαθιδρύουν αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες και λειτουργούν υπέρ της αποδομήσεως των θεσμών και των αξιών. Η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα είναι ότι αυτά τα γεγονότα δεν δημιουργήθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν στην εξουσία όταν αντιεξουσιαστές έκαψαν την Αθήνα με αφορμή το θάνατο του Γρηγορόπουλου ή έκαψαν ζωντανούς τρείς εργαζομένους και ένα έμβρυο στη Μαρφίν. Όμως, επί διακυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει κλιμάκωση αυτών των γεγονότων.
Η ανομία, οι εμπρησμοί στα Εξάρχεια, οι ένοπλες πορείες, οι δολιοφθορές του «Ρουβίκωνα» και οι χειροδικίες εις βάρος φοιτητών είναι καθημερινά φαινόμενα που δεν καταδικάζονται από την κυβέρνηση. Αντιθέτως, ο αρμόδιος υπουργός δεν έχει την στοιχειώδη ευθιξία να υποβάλει την παραίτησή του και να επιτρέψει στην αστυνομία να κάνει τη δουλειά της. Αποκορύφωμα του κλίματος ανομίας υπήρξε ο ξυλοδαρμός τριών Ευέλπιδων στο Μοναστηράκι από αντιεξουσιαστές, οι οποίοι προτού βιαιοπραγήσουν εις βάρος τους, τους αποκάλεσαν «φασίστες». Όπως αντιλαμβάνεστε, η βία δεν περιορίζεται μονάχα στο «κράτος των Εξαρχείων», αλλά εκτείνεται σε ολόκληρη την πόλη και σε όλους τους πολίτες.
Πολλοί αντιτείνουν το επιχείρημα ότι η βία δεν υπόκειται σε ιδεολογικές αποχρώσεις. Δεν αναγνωρίζουν το μονοπώλιο της βίας από τους ακροαριστερούς, αφού περιστατικά βίας βαρύνουν και τους φερόμενους ως ακροδεξιούς. Πράγματι, έχουν καταγραφεί τέτοια περιστατικά, ωστόσο είναι μεμονωμένα. Κανένας ακροδεξιός δεν καίει πανεπιστήμια, δεν «χτίζει» καθηγητές, δεν σπάει βιτρίνες καταστημάτων επειδή ήταν ανοιχτά τις Κυριακές, δεν δέρνει Ευέλπιδες και δεν ίδρυσε τρομοκρατική οργάνωση.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο βασικός θύλακας της βίας είναι η ακροαριστερά, η οποία απολαμβάνει της κυβερνητικής ανοχής και της αντιπολιτευτικής ενοχής, γιγαντώνεται διαρκώς και προβάλλει τη χώρα μας στις διεθνείς ειδήσεις ως ένα «failed state». Κλείνοντας, η εξάρθρωση των αντιεξουσιαστών δεν προϋποθέτει βίαιες τακτικές και πολυσύνθετο σχεδιασμό, αλλά την αμείλικτη εφαρμογή της νομιμότητας. Δηλαδή την αποδέσμευση της αστυνομίας από κυβερνητικά βαρίδια και την παροχή της δυνατότητας να δράσει όπως ορίζει ο νόμος. Αν δεν υπάρξει άμεση κινητοποίηση, η χώρα μας θα παραδοθεί ολοσχερώς στο έλεος συμμοριών με ανεπανόρθωτες επιπτώσεις για όλους μας.