Οι φρεγάτες κλάσης “Έλλη” (κλάση “Kortenaer” σε ολλανδική υπηρεσία) τύπου S (Standard) αποκτήθηκαν μεταχειρισμένες από το Πολεμικό Ναυτικό της Ολλανδίας, σταδιακά, στις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000. Συνολικά το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) παρέλαβε και ενέταξε σε υπηρεσία δέκα πλοία του τύπου, αν και σήμερα παραμένουν σε υπηρεσία εννέα πλοία (μετά τον παροπλισμό της φρεγάτας F- 463 “Μπουμπουλίνα” το 2013) εκ των οποίων έξι αναβαθμισμένα. Σήμερα, είναι προφανές, ότι τα πλοία αυτά χρήζουν αντικατάστασης, διότι δεν ικανοποιούν πλέον τις σύγχρονες επιχειρησιακές απαιτήσεις.

Από την ανάγνωση των παρακάτω επιλογών στο πρόγραμμα αναβάθμισης των φρεγατών «S» απουσιάζει η οποιαδήποτε σοβαρή προσθήκη νέων οπλικών συστημάτων όπως θα ήταν η εγκατάσταση ενός κατακόρυφου εκτοξευτή ΜΚ41, προσθήκη η οποία προσφέρονταν για τη τότε περίοδο ή η εγκατάσταση ενός επιπλέον αντιπυραυλικού συστήματος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ήταν τραγικό λάθος του Πολεμικού Ναυτικού η μη εγκατάσταση δεύτερου CIWS Phalanx στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των φρεγατών “S” στα πρότυπα των φρεγατών «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ». Ιδανικά βέλτιστη επιλογή θα αποτελούσε η εγκατάσταση CIWS RAM στις φρεγάτες “S” ενώ για τη περίπτωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ πρέπει να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ επιλογή η εγκατάσταση RAM αν και για λόγους συμπίεσης του κόστους με τα υπάρχοντα δεδομένα το ΠΝ οδηγείται σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων CIWS Phalanx.

Το πρόγραμμα αναβάθμισης των έξι Standard υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 2003 με κόστος € 381.578.580 (το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 2010). Πριν από την υλοποίηση του κύριου προγράμματος αναβάθμισης, κάθε πλοίο υποβλήθηκε σε προκαταρκτικό πρόγραμμα προετοιμασίας ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία της κύριας αναβάθμισης. Το πρόγραμμα προετοιμασίας περιελάμβανε δραστηριότητες επιθεώρησης και δοκιμών ώστε να γίνει αντιληπτό σε τι κατάσταση βρισκόταν το υπό αναβάθμιση πλοίο (γενική επιθεώρηση και καταγραφή επιδόσεών του πλοίου, χωροταξικός σχεδιασμός εσωτερικών χώρων και έλεγχος ευστάθειας). Στη συνέχεια υλοποιούνταν οι κύριες εργασίες αναβάθμισης, οι οποίες αφορούσαν:

  • Στην εγκατάσταση του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης μάχης τύπου TACTICOS, το οποίο εκτελεί διαδικασίες αξιολόγησης επερχόμενης απειλής και ανάθεσης όπλων και αισθητήρων. Το σύστημα TACTICOS διαθέτει έξι σταθμούς εργασίας.
  • Στην εγκατάσταση συστήματος ζεύξης δεδομένων τύπου Data Link-11.
  • Στην εγκατάσταση του ηλεκτροπτικού αισθητήρα εντοπισμού και ελέγχου πυρός τύπου Mirador FD με κάμερα LLTV.
  • Στην αναβάθμιση του ραντάρ LW-08 Jupiter με την εγκατάσταση ψηφιακού εφεδρικού πομπού, ο οποίος επιτρέπει στο αναβαθμισμένο ραντάρ την αυτόματη παρακολούθηση 100 εναέριων στόχων ή την χειροκίνητη παρακολούθηση 60 εναέριων στόχων.
  • Στην αναβάθμιση του συστήματος διεύθυνσης βολής WM-25/STIR-180, ώστε να επιτυγχάνει καλύτερες επιδόσεις στη φάση του εγκλωβισμού. Με την αναβάθμιση το ραντάρ μπορεί να παρακολουθεί ταυτόχρονα 16 στόχους αέρος και/ή επιφανείας. Σε σχέση με το σύστημα STIR-180 εγκαταστάθηκε μια τηλεοπτική κάμερα με δυνατότητα αυτόματης ηλεκτροπτικής παρακολούθησης στόχων.
  • Στην αντικατάσταση του ραντάρ επιφανείας ZW-06 με το SCOUT Mk.II LPI BridgeMaster E (Low Probability of Intercept).
  • Στην αντικατάσταση του συστήματος ηλεκτρονικών μέτρων υποστήριξης (Electronic Support Measures = ESM) με το CS-3701 της EDO.
  • Στην αντικατάσταση του συστήματος ενεργών ηλεκτρονικών αντιμέτρων με το Salamander B3.
  • Στην αναβάθμιση του συστήματος εκτόξευσης αναλώσιμων παραπλάνησης τορπιλών μέσω της διασύνδεσης του συστήματος Mk.36 SBROC με το νέο σύστημα ALEX (Automatic Launching of Expendables). Μέσω αυτής της διασύνδεσης το σύστημα Mk.36 SBROC διασυνδέθηκε με το σύστημα ESM του πλοίου, το σύστημα ναυτιλίας και τους μετεωρολογικούς αισθητήρες. Στο πλαίσιο της αναβάθμισης του συστήματος αυτοπροστασίας των πλοίων εγκαταστάθηκαν δύο εξαπλοί εκτοξευτές αναλώσιμων τύπου Mk.136 διαμετρήματος 130mm.
  • Στην αντικατάσταση των δύο γυροσκοπικών πυξίδων τύπου Mk.23/.29 από μία πυξίδα τύπου Mk.39. Εκτός από την αλλαγή των γυροσκοπικών πυξίδων, οι φρεγάτες ενισχύθηκαν και με τα εξής συστήματα ναυσιπλοΐας: δύο δέκτες παγκόσμιου προσδιορισμού θέσεως (Global Positioning System = GPS) εκ των οποίων ο ένας ανήκει στην κατηγορία DGPS (Differential GPS), ένα ηλεκτρομαγνητικό σύστημα κλειδώματος ταχύτητας, ένα σύστημα κατανομής δεδομένων του πλοίου, δύο συστήματα αδρανειακής ναυτιλίας με ισάριθμους σταθμούς εργασίας και μία μαγνητική πυξίδα.
  • Στην αντικατάσταση του συστήματος επικοινωνιών τύπου ICS 3 με νεότερο, το οποίο περιλαμβάνει πομποδέκτες VLF/LF/HF/UHF, ψηφιακό σύστημα μετάδοσης φωνής και δεδομένων, σύστημα μεγαφώνων και εγκατάσταση συστήματος δορυφορικών επικοινωνιών INMARSAT. Επίσης, όλα τα επιμέρους συστήματα επικοινωνιών ολοκληρώθηκαν σε ένα κοινό σύστημα.
  • Στην αντικατάσταση του συστήματος ενδοεπικοινωνίας τύπου MSC-2000 από το FOCON.

Από την ανάγνωση των παραπάνω επιλογών στο πρόγραμμα αναβάθμισης των φρεγατών «S» απουσιάζει η οποιαδήποτε σοβαρή προσθήκη νέων οπλικών συστημάτων όπως θα ήταν η εγκατάσταση ενός κατακόρυφου εκτοξευτή ΜΚ41, προσθήκη η οποία προσφέρονταν για τη τότε περίοδο ή η εγκατάσταση ενός επιπλέον αντιπυραυλικού συστήματος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ήταν τραγικό λάθος του Πολεμικού Ναυτικού η μη εγκατάσταση δεύτερου CIWS Phalanx στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των φρεγατών “S” στα πρότυπα των φρεγατών «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ». Ιδανικά βέλτιστη επιλογή θα αποτελούσε η εγκατάσταση CIWS RAM στις φρεγάτες “S” ενώ για τη περίπτωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ πρέπει να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ επιλογή η εγκατάσταση RAM αν και για λόγους συμπίεσης του κόστους με τα υπάρχοντα δεδομένα το ΠΝ οδηγείται σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων CIWS Phalanx.

Επίσης, ουδεμία ενέργεια έλαβε χώρα για την αναβάθμιση των συστημάτων ανθυποβρυχιακού πολέμου των φρεγατών με τη προσθήκη σόναρ μεταβλητού βάθους (VDS). Είναι δεδομένο πως οι τότε ηγεσίες του ΠΝ ήλπιζαν στη ναυπήγηση νέων μονάδων κρούσης και ως εκ τούτων επέλεξαν να μην προχωρήσουν σε ένα ριζικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού για τις φρεγάτες τύπου “S”. Στη περίπτωση των φρεγατών “S” το βάρος του προγράμματος αναβάθμισης δόθηκε στην εγκατάσταση ενός συστήματος μάχης νέας γενιάς όπως το TACTICOS δίχως την αναβάθμιση της ισχύος πυρός των φρεγατών.

Συνεκτιμώντας υπόψιν πως ο εκσυγχρονισμός κατά διεθνή πρακτική και τακτική, χωρίζεται σε τρία επίπεδα, οι φρεγάτες “S” εκσυγχρονίστηκαν μόνον στο ένα εκ των τριών.

Τα τρία επίπεδα περιλαμβάνουν: το πρώτο σκέλος σχετίζεται με το σύστημα διαχείρισης μάχης, επικοινωνίες, τη διοίκηση και τον έλεγχο, το δεύτερο με τα οπλικά συστήματα και το τρίτο με τα ραντάρ και τους λοιπούς αισθητήρες όπως είναι τα ηλεκτροοπτικά ή οι καταυγαστήρες (ραντάρ ελέγχου πυρός). Πρακτικά ο συνδυασμός των αισθητήρων μάχης και των πυραύλων επιτρέπουν στην εκάστοτε μονάδα κρούσης την εμπλοκή περισσότερων στόχων αέρος.

Συνεπώς για να επαναλάβουμε αυτό που γράψαμε: Οι φρεγάτες “S” εκσυγχρονίστηκαν με πυρήνα τους το σύστημα διαχείρισης μάχης TACTICOS που αναβάθμισε σημαντικά τις ικανότητες των πλοίων βοηθώντας πολύ στην επίγνωση της τακτικής κατάστασης αλλά ούτε τα όπλα των πλοίων εκσυγχρονίστηκαν ούτε και οι αισθητήρες/ ραντάρ απέναντι στις αυξανόμενες αεροναυτικές προκλήσεις που περιλαμβάνουν ένα συνδυασμό απειλών.

Συγκρίνοντας το πρόγραμμα των φρεγατών “S” με αυτό των φρεγατών ΜΕΚΟ βλέπουμε πως και στη περίπτωση των ΜΕΚΟ δεν θα υπάρξουν καίριες προσθήκες νέων συστημάτων με εξαίρεση το νέο ραντάρ αέρος (NS-110), τους νέας γενιάς καταυγαστήρες (ραντάρ ελέγχου πυρός) STIR 1.2 EO Mk2, το νέο ηλεκτροπτικό (Mirador) καθώς και το νέο τακτικό σύστημα. Τα πλοία φυσικά με την εγκατάσταση του νέου ραντάρ θα διαθέτουν βελτιωμένη εικόνα απειλών αέρος ενώ συνδυαστικά με τα νέας γενιάς βλήματα ESSM Block II θα αυξήσουν την ισχύ πυρός στην αντιμετώπιση απειλών αέρος.

Στον τομέα του πολέμου επιφανείας δεν θα υπάρξουν καίριες αλλαγές αφού τα πλοία θα συνεχίσουν να αξιοποιούν τα υπάρχοντα βλήματα επιφανείας – επιφανείας ενώ στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο η κατάσταση θα παραμείνει το ίδιο στάσιμη αφού δεν αλλάζουν τα σόναρ των φρεγατών. Ενδεικτικά η προσθήκη ενός σύγχρονου σόναρ μεταβλητού βάθους όπως του CAPTAS-2 θα αναβάθμιζε σημαντικά την ανθυποβρυχιακή ικανότητα των φρεγατών ΜΕΚΟ. Το ίδιο ισχύει και για την αντιπυραυλική άμυνα των φρεγατών αφού τα υπάρχοντα Phalanx απλώς θα εκσυγχρονιστούν αντί της προσθήκης ενός συστήματος RAM.

Νέο τακτικό σύστημα Tacticos (Block II) από τη Thales Netherlands ή ορθότερα σύστημα διαχείρισης μάχης. Οι παρεμβάσεις έχουν ως στόχο το ΠΝ να αξιοποιεί το πλήρες φάσμα των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των ESSM Block II.

Νέο Ραντάρ NS-110

Μερική βελτίωση των ανθυποβρυχιακών δυνατότητων με εργασίες γενικής επισκευής του υφιστάμενου Α/Υ εξοπλισμού.

Γενική επισκευή του πυροβόλο των 127mm.

Νέο ESM (VIGILE 100). Με τα νέα δεδομένα μείωσης του κόστους είναι αμφίβολο.

Νέα ραντάρ ελέγχου πυρός STIR 1.2 που βελτιώνουν την ακρίβεια πυρών του κύριου πυροβόλου και προσφέρουν δυνατότητα αξιοποίησης των νέας γενιάς βλημάτων ESSM Block II.

Νέο ραντάρ ναυτιλίας

Βελτίωση των επικοινωνιακών μέσων και δυνατοτήτων τόσο στο εσωτερικό του πλοίου όσο και στο γενικότερο πλαίσιο της αύξησης των μέσων διοίκησης και ελέγχου σε τακτικό επίπεδο.

Εγκατάσταση LWR (Lazer Warning Reciever) της SAAB

Νέοι CW transmitters (πομποί συνεχούς κύματος) ώστε να δύναται να βάλουν τα νέα βλήματα ESSM Block II

Αντικειμενικός σκοπός του ΠΝ και της ηγεσίας είναι τα πλοία να διατηρηθούν αξιόμαχα σε βάθος τουλάχιστον 15 ετών με ένα πακέτο εκσυγχρονισμού όχι πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ και με προϋπόθεση οι εργασίες να λάβουν χώρα στη χώρα μας.

Αποτέλεσε καίριο ερώτημα για το ΠΝ τι πραγματικά μπορεί να γίνει με τα αντιπυραυλικά συστήματα εγγύς άμυνας των πλοίων (Close In Weapons Systems). Εξετάστηκε η αναβάθμιση των CIWS Phalanx στο τελευταίο επίπεδο. Πρωταρχικός στόχος ήταν να γίνει και στα δυο Phalanx επί των πλοίων.

Συγκεκριμένα εξετάστηκε η αναβάθμιση των υφιστάμενων Phalanx στο τελευταίο επίπεδο Block 1B Baseline 2. Λόγω όμως του ότι πρόκειται για εντελώς νέο σύστημα και κυριολεκτικά αλλάζουν όλα τα μηχανικά μέρη και τα απάρτια του υφιστάμενου συστήματος το κόστος αυξάνεται κατά πολύ και κυμαίνεται περίπου σε 11 εκατομμύρια ανά μονάδα, δηλαδή περίπου 22 εκατομμύρια ευρώ ανά φρεγάτα.

Αξιολογήθηκε από τους επιτελείς του ΠΝ και η λύση εγκατάστασης ενός RAM στη πρύμνη με το κόστος να ανέρχεται στα 30 περίπου εκατομμύρια ανά φρεγάτα. Πιθανότατα προκρίνεται η λύση εκσυγχρονιστεί αριθμός Phalanx εάν και εφόσον το επιτρέπει ο συνολικός προϋπολογισμός. Ως προς την αύξηση της μαχητικής ισχύος καθοριστικής σημασίας είναι το νέας γενιάς TACTICOS σε συνδυασμό με τα STIR 1.2, τους νέους πομπούς συνεχούς κύματος και βλήματα ESSM Block II που θα επιτρέψουν αυξημένο αριθμό ταυτόχρονων εμπλοκών συγκριτικώς με το σήμερα. Άλλωστε το ESSM Block II διαθέτει ενεργό ερευνητή και στη τελική φάση προσέγγισης του στόχου τον ενεργοποιεί δίνοντας τη δυνατότητα στο πλοίο να εμπλέξει άλλους επιθυμητούς στόχους αναλόγως της τακτικής κατάστασης.

Όπως η πλέον σημαντική παράμετρος για ένα πρόγραμμα αναβάθμισης ή εκσυγχρονισμού είναι ο χρόνος εκτέλεσης του. Γι’ αυτό και τα προγράμματα αναφέρονται ως εκσυγχρονισμός μέσης ζωής, συνεπώς το πρόγραμμα πρέπει να λαμβάνει χώρα στο μέσον της ηλικίας ενός οπλικού συστήματος, δηλαδή περί τα 15 – 20 έτη.