Η γερμανική τεχνολογία στον τομέα των συμβατικών υποβρυχίων έχει αποδείξει μέχρι σήμερα ότι μπορεί να προσφέρει αξιόλογες σχεδιάσεις υποβρυχίων έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών ναυτικών δυνάμεων. Τα γερμανικά υποβρύχια προσφέρουν υψηλές αποδόσεις στο υποβρύχιο πεδίο επιχειρήσεων λόγω των εξελιγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων τους, της πολύ χαμηλής ακουστικής υπογραφής και της υψηλής απόδοσης του συστήματος ΑΙΡ κάνοντάς τα επικίνδυνους θηρευτές εφάμιλλους των εξελιγμένων αλλά πολύ ακριβότερων επιθετικών υποβρυχίων πυρηνικής πρόωσης.
Type 209
To Type 209 ήταν η πρώτη εξαγωγική κλάση γερμανικών υποβρυχίων. Eξηνταεννέα υποβρύχια της κλάσης αυτής έχουν παραδοθεί στα ναυτικά 14 χωρών από το 1971 έως σήμερα. Τα υποβρύχια Τ-209 έχουν παραχθεί σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις βάσει του εκτοπίσματος. Τα Τ-209/1100, 209/1200, 209/1300, 209/1400 και 209/1500. Οι πιο πολυπληθείς εκδόσεις είναι εκείνες στο εκτόπισμα 1200 και 1400. Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό υπήρξε ο πρώτος πελάτης όπως και με τα υποβρύχια κλάσης Τ-214 και παρέλαβε το πρώτο υποβρύχιο Type 209/1100 (S110 Υ/Β Γλαύκος) στις 6 Σεπτεμβρίου 1971.
Η τελευταία έκδοση του υποβρυχίου είναι η Type 209/1400mod. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία μπορεί να ταξινομηθεί ως ένα συμπαγές υποβρύχιο με αξιόπιστη τεχνολογία, υψηλή αντοχή μάχης, μεγάλη εμβέλεια και υψηλές ταχύτητες σε κατάδυση, χαμηλές υπογραφές και εξαιρετικά χαρακτηριστικά χειρισμού.
Το τελευταίο υποβρύχιο της κλάσης, ένα Type 209/1400mod παραδόθηκε στο αιγυπτιακό ναυτικό τον Ιούλιο του 2021.
Το υποβρύχιο έχει μήκος 54,1-64,4 μέτρα, διάμετρο ανθεκτικού σκάφους 6,2-6,5 μέτρα και βύθισμα 5,3-6,2 μέτρα ανάλογα με την έκδοσή του. Το εκτόπισμα σε κατάδυση κυμαίνεται από 1236 τόνους έως 1810 τόνους.
Το υποβρύχιο είναι μονού καταστρώματος με το μηχανοστάσιο να καταλαμβάνει το πρυμναίο τμήμα του υποβρυχίου, στη μέση βρίσκεται το κέντρο ελέγχου του σκάφους και το κέντρο πληροφοριών μάχης, ακολουθεί το τμήμα με τις ενδιαιτήσεις του πληρώματος και τέλος στην πλώρη βρίσκεται το τμήμα με τους τορπιλοσωλήνες. Στο κατώτερο κατάστρωμα βρίσκονται οι τέσσερις μπαταρίες, από δύο συστοιχίες πλώρα και πρύμνα, οι δεξαμενές θαλάσσιου έρματος και οι δεξαμενές καυσίμου. Επίσης στο πλωριό τμήμα βρίσκονται τα πηδάλια κατάδυσης του σκάφους. Τα πηδάλια αυτά είναι πλήρως ανασυρόμενα μέσα στο κύτος και εκτείνονται κατά τη διάρκεια της κατάδυσης ή της ανάδυσης του υποβρυχίου.
Η κίνηση του υποβρυχίου γίνεται από έναν ηλεκτροκινητήρα που κινεί μια προπέλα πολύ χαμηλού θορύβου με πέντε ή επτά πτερύγια. Ο ηλεκτροκινητήρας τροφοδοτείται με ρεύμα είτε από τις τέσσερις ηλεκτρογεννήτριες με πετρελαιοκινητήρες τύπου MTU 12V 493 είτε από τις συστοιχίες μπαταριών. Το σύστημα διεύθυνσης έχει την κλασική διάταξη σταυρού. Όσον αφορά τα υποβρύχια Type 209/1200 του Π.Ν., το σύστημα πρόωσης περιλαμβάνει τον ηλεκτροκινητήρα AEG ισχύος 3,7MW, τις τέσσερις ηλεκτρογεννήτριες που ουσιαστικά είναι τέσσερις ντηζελομηχανές τύπου MTU 12V 493 ΤΥ60 ισχύος 410 kW έκαστη συνδεδεμένη με εναλλάκτη ισχύος 405 kW και τέσσερις συστοιχίες μπαταριών μολύβδου-οξέος των 120 στοιχείων έκαστη. Οι συστοιχίες των μπαταριών είναι απευθείας συνδεδεμένες με τον ηλεκτροκινητήρα για να δίνουν κίνηση στο σκάφος όταν αυτό είναι σε κατάδυση. Η συνολική χωρητικότητα των μπαταριών είναι 11.500Ah. Η χωρητικότητα των δεξαμενών καυσίμου του υποβρυχίου είναι 111,5 τόννοι.
Οι οχτώ τορπιλοσωλήνες έχουν ημικυκλική διάταξη και δύνανται να εκτοξεύσουν τορπίλες βαρέως τύπου 533χιλ, βλήματα UGM-84 Sub Harpoon και νάρκες. Το υποβρύχιο μπορεί να φέρει συνδυασμό όπλων μέχρι 14 τον αριθμό. Ο κάθε χρήστης έχει διαφορετικούς τύπους όπλων ενσωματωμένους στο σύστημα διεύθυνσης βολής ανάλογα με τις ανάγκες του. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει ολοκληρωμένα στο σύστημα διεύθυνσης βολής των υποβρυχίων του γερμανικές τορπίλες SST-4, SUT και τις αμερικάνικες Mk37 Mod2 καθώς και υποβρυχίως εκτοξευόμενους πυραύλους εναντίων πλοίων τύπου UGM-84 Harpoon.
Τα ελληνικά Τ-209/1100 πέρασαν από ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, το Neptune I, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ύψους 68 δις δρχ. Το πρώτο υποβρύχιο υποβλήθηκε στο πρόγραμμα στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο ενώ τα υπόλοιπα τρία εκσυγχρονίστηκαν στον ναύσταθμο Σαλαμίνας. Το πρόγραμμα προέβλεπε γενικές επισκευές του σκάφους όπως επίσης αναβάθμιση και αντικατάσταση συγκεκριμένων ηλεκτρονικών συστημάτων επεκτείνοντας την επιχειρησιακή ζωή των υποβρυχίων για άλλα είκοσι χρόνια. Συγκεκριμένα έγινε αντικατάσταση του συστήματος Σόναρ CSU 3-2 από το νεότερο CSU 83-90 που περιελάμβανε το Σόναρ Πλευρικής Διάταξης FAS 3-1 και Παθητικής μέτρησης Απόστασης PRS 3-15. Αντικαταστάθηκε το σύστημα ελέγχου βολής από το ΚΑΝΑΡΗΣ, ένα σύστημα που ανέπτυξε η Paramax σε συνεργασία με το ΓΕΤΕΝ. Στο νέο σύστημα ελέγχου βολής ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι τορπίλες SUT, SST-4, Mk37 Mod2 και ο πύραυλος UGM-84D Block 1C.
Επίσης σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής το σύστημα μπορεί να εμπλέξει τέσσερις στόχους ταυτόχρονα με έξι τορπίλες ή βλήματα. Αντικαταστάθηκε το ραντάρ ναυτιλίας Calupso II από το Scanter της Terma, αντικαταστάθηκε το σύστημα ESM απ’ο το AR-700-S5 στης ARGOSystems. Εγκαταστάθηκε σύστημα αδρανειακής Ναυτιλίας INS Mk29 Mod3, σύστημα GPS της Magnavox και δέκτης δορυφορικής Ναυτιλίας Omega. Τέλος έγινε εγκατάσταση του συστήματος WESS συμβατού με την εξαπόλυση Sub Harpoon σε τέσσερις τορπιλοσωλήνες. Το αρχικό υποβρύχιο της κλάσης Υ/Β Γλαύκος αποσύρθηκε απο την ενεργό δράση το 2011. Σε μία πρόσφατη επίσκεψη στη ιστοσελίδα του Π.Ν. τα αναφερόμενα υποβρύχια κλάσης 1100 έχουν μειωθεί σε δύο, ωστόσο δεν έχει υπάρξει κάποια επίσημη αναφορά για απόσυρση και δεύτερου υποβρυχίου της τύπου.
Τα ελληνικά Τ-209/1200 χωρίζονται σε δύο υπο-κλάσεις, στα τρία Τ-209/1200 και στο ένα Τ-209/1200 ΑΙΡ. Στις 31 Μαίου του 2002 υπογράφτηκε το συμβόλαιο του προγράμματος ριζικής αναβάθμισης 3+1 option υποβρυχίων της κλάσης σε Τ-209/1200 ΑΙΡ. Η καθυστέρηση της αναβάθμισης του πρώτου, το υψηλό κόστος και η καχυποψία που αναπτύχθηκε μεταξύ της ελληνικής πλευράς και της HDW με αφορμή τα προβλήματα στην αποδοχή του πρώτου Τ-214 Υ/Β Παπανικολής leader όλης της κλάσης συνέβαλαν στον τερματισμό του προγράμματος με την ολοκλήρωση του πρώτου Υ/Β Τ-209/1200.
Το πρόγραμμα αναβάθμισης ύψους 826.173.947 ευρώ που υπογράφτηκε στις 31/5/2002 ήταν εκτεταμένου αφού εκτός από τη γενική επισκευή και αποκατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού και την εγκατάσταση εξελιγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων προέβλεπε την εγκατάσταση συστήματος ΑΙΡ τύπου Fuel Cells της γερμανικής Siemens ίδιο με εκείνο των υπό κατασκευή Τ-214. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκε η κοπή του υποβρυχίου πίσω από το ΚΠΜ και η εισαγωγή ενός νέου τμήματος μήκους περίπου 4,5μ που περιείχε τις δύο μονάδες PEMFC τύπου ΒΖΜ120 ισχύος 120 kw η καθεμία, την δεξαμενή υγρού οξυγόνου LOX καθώς και τα περιφερειακά υποσυστήματα στου συστήματος ΑΙΡ. Παράλληλα οι δεξαμενές υδρογόνου εγκαταστάθηκαν εξωτερικά του ανθεκτικού σκάφους πίεσης, κατά μήκος του υποβρυχίου σε ημικυκλικό κέλυφος συγκολλημένο στα ύφαλα του υποβρυχίου. Η εγκατάσταση του τμήματος ΑΙΡ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ολικού μηκούς του υποβρυχίου από τα 55,87μ στα 62,32μ.
Ο εκσυγχρονισμός περιελάμβανε επίσης:
Εγκατάσταση του νέας τεχνολογίας ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης μάχης ISUS 90-46 με δυνατότητα βολής κατευθυνόμενων βλημάτων Sub Harpoon.
Εγκατάσταση Συστήματος Βολής Βλήματος (WES) με δυνατότητα βολής κατευθυνόμενων βλημάτων Sub Harpoon.
Εγκατάσταση ολοκληρωμένου συστήματος σόναρ CSU 90 που περιλαμβάνει το σόναρ πλευρικής διάταξης FAS 90, κυλινδρικές διατάξεις παθητικής και ενεργητικής λειτουργίας, αναλυτή ιδίου θορύβου, σόναρ αποστασιομέτρησης και σόναρ αποφυγής ναρκών.
Αντικατάσταση του ραντάρ επιφανείας.
Αντικατάσταση των υπαρχόντων ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM) από το νεότερο UME-100HN.
Αντικατάσταση του περισκοπίου έρευνας από το OMS 100EO.
Εγκατάσταση ιστού SATCOM.
Eκσυγχρονισμός του επικοινωνιακού συστήματος και αντικατάσταση του ιστού επικοινωνιών.
Εγκατάσταση δύο συστημάτων εκτόξευσης παραπλανητικών δολωμάτων (decoys) τύπου Circe.
Εγκατάσταση τακτικής ζεύξης δεδομένων Link-11Β.
Aντικατάσταση της έλικας με νεότερη αθόρυβης λειτουργίας.
Μετασκευή θυρίδων καθόδου για την υποδοχή βαθυσκάφους διάσωσης.
Σύστημα PEMFC (Polymer Electrolyte Membrane Fuel Cells)
Οι κυψέλες καυσίμου με μεμβράνη ηλεκτρολυτών πολυμερούς (PEM), που ονομάζονται επίσης κυψέλες καυσίμου με μεμβράνη ανταλλαγής πρωτονίων, χρησιμοποιούν ως ηλεκτρολύτη μια μεμβράνη πολυμερούς αγωγιμότητας πρωτονίων. Το υδρογόνο χρησιμοποιείται συνήθως ως καύσιμο. Αυτές οι κυψέλες λειτουργούν σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες και μπορούν να αλλάξουν γρήγορα την έξοδό τους για να καλύψουν τις απαιτήσεις ισχύος μετατόπισης.
Λήψη μέτρων μείωσης θορύβου.
Μετά την παράδοση του πρώτου υποβρυχίου το πρόγραμμα Neptune II διακόπηκε. Το 2010 υπήρξε συνολική αναδιαπραγμάτευση του προγράμματος όπου αποφασίστηκε μέρος των υλικών που είχε ήδη παραχθεί να διατεθεί στο Π.Ν. ως ανταλλακτικά. Η πρόταση της HDW για την συνέχιση του προγράμματος με ναυπήγηση 2 υποβρυχίων Τ209/1400 ΑΙΡ χρησιμοποιώντας αυτά τα υλικά δεν προχώρησε ποτέ. Ακόμη και σήμερα η TKMS μπορεί να προσφέρει στο Π.Ν. το Type 209/1400 Mod AIP ως μία χαμηλού κόστους επιλογή για την αντικατάσταση μέρους του γερασμένου στόλου με πιο σύγχρονα υποβρύχια.
Το καύσιμο υδρογόνου διοχετεύεται μέσω πλακών ροής πεδίου στην άνοδο στη μία πλευρά της κυψέλης καυσίμου, ενώ το οξυγόνο από τον αέρα διοχετεύεται στην κάθοδο στην άλλη πλευρά. Στην άνοδο ένας καταλύτης πλατίνας προκαλεί τη διάσπαση του υδρογόνου σε θετικά ιόντα υδρογόνου (πρωτόνια) και αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Η μεμβράνη πολυμερούς ηλεκτρολύτη (PEM) επιτρέπει μόνο στα θετικά φορτισμένα ιόντα να περάσουν μέσω αυτής στην κάθοδο. Τα αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια πρέπει να ταξιδέψουν κατά μήκος ενός εξωτερικού κυκλώματος στην κάθοδο, δημιουργώντας ένα ηλεκτρικό ρεύμα. Στην κάθοδο, τα ηλεκτρόνια και τα θετικά φορτισμένα ιόντα υδρογόνου ενώνονται με το οξυγόνο για να σχηματίσουν νερό, το οποίο ρέει έξω από τις κυψέλες.
Dolphin & Dolphin II
Δύο παραλλαγές της κλάσης αυτής είναι τα υποβρύχια κλάσης Dolphin και Dolphin II του ναυτικού του Ισραήλ. Τα σκάφη αυτής της κατηγορίας βασίστηκαν στα γερμανικά υποβρύχια κλάσης 209, αλλά τροποποιήθηκαν και μεγεθύνθηκαν. Η υποκατηγορία Dolphin 1 είναι ελαφρώς μεγαλύτερη από το γερμανικό Navy Type 212 σε μήκος και εκτόπισμα. Τα τρία νεότερα σκάφη εξοπλισμένα με αναερόβια πρόωση (AIP) είναι παρόμοια με τα σκάφη Type 212 σε υποβρύχια αντοχή, αλλά είναι 12 μέτρα μακρύτερα, σχεδόν 500 τόνοι βαρύτερα σε εκτόπισμα κατάδυσης και έχουν μεγαλύτερο πλήρωμα από το Type 212 ή το Type 214.
Η κλάση Dolphin χρησιμοποιεί το σύστημα ελέγχου όπλων ISUS 90-1 TCS που παρέχεται από την STN Atlas Elektronik, για αυτόματη διαχείριση αισθητήρων, έλεγχο πυρκαγιάς, πλοήγηση και επιχειρήσεις. Ο εγκατεστημένος προειδοποιητικός δέκτης ραντάρ είναι ένα ηλεκτρονικό σύστημα μέτρων υποστήριξης 4CH(V)2 Timnex, που σαρώνει από 5 GHz έως 20 GHz ζώνες συχνοτήτων και μπορεί να εντοπίσει σημεία ραντάρ με ακρίβεια μεταξύ 5 και 10 μοιρών γωνίας. Το ραντάρ επιφανείας είναι μια μονάδα Elta που λειτουργεί στη ζώνη I. Η σουίτα σόναρ περιλαμβάνει το προηγμένο σόναρ παθητικής και ενεργητικής αναζήτησης και επίθεσης Atlas Elektronik CSU 90 που είναι τοποθετημένο στο κύτος.
Το σόναρ παθητικής εμβέλειας PRS-3 παρέχεται επίσης από την Atlas Elektronik, η πλευρική συστοιχία είναι ένα σόναρ παθητικής αναζήτησης FAS-3. Ένα αξιοσημείωτο σχεδιαστικό χαρακτηριστικό είναι η πρισματική διατομή της γάστρας και οι ομαλές μεταβάσεις από τη γάστρα στον πύργο, βελτιώνοντας τα χαρακτηριστικά stealth του σκάφους. Το υποβρύχιο και τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του είναι κατασκευασμένα από μη μαγνητικά υλικά, μειώνοντας σημαντικά τις πιθανότητες να εντοπιστεί από μαγνητόμετρα ή να ενεργοποιήσει μαγνητικές ναυτικές νάρκες. Τα υποβρύχια έχουν δύο περισκόπια Kollmorgen. Στα Dolphin μπορεί να τοποθετηθεί ένα εξωτερικό υπόστεγο ειδικών δυνάμεων πίσω από τον πύργο τους.
Τα Dolphins είναι εξοπλισμένα με τρεις κινητήρες ντίζελ 16V MTU 396 SE 84 και αναπτύσσουν σταθερή ισχύ 3,12MW. Τα υποβρύχια είναι εξοπλισμένα με τρεις εναλλάκτες Siemens 750kW και έναν κινητήρα παρατεταμένης ισχύος 2,85MW Siemens που κινεί έναν μονό άξονα. Το σύστημα πρόωσης παρέχει ταχύτητα 20 κόμβων σε κατάδυση και ταχύτητα κολύμβησης με αναπνευστήρα 11 κόμβων. Αντίστοιχα το Dolphin ΙΙ αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση 25 κόμβους. Η γάστρα έχει αξιολογηθεί για καταδύσεις έως 350 μέτρα. Η μέγιστη αυτονομία είναι 8.000 ναυτικά μίλια στην επιφάνεια με 8 κόμβους και πάνω από 400 ναυτικά μίλια με 8 κόμβους σε κατάδυση. Έχουν σχεδιαστεί για να παραμένουν σε αποστολή χωρίς τροφοδοσία για έως και 30 ημέρες.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των Dolphin/Dolphin II είναι: εκτόπισμα στην επιφάνεια 1640/1900 τόνους, εκτόπισμα σε κατάδυση 2050/2400 τόνους, ολικό μήκος 57,3/68,6 μέτρα, διάμετρος ανθεκτικού κύτους 6,7 μέτρα, βύθισμα 6,2 μέτρα, ταχύτητα 20/25 κόμβους, πλήρωμα 35 ατόμων και οπλισμός 6 τορπιλοσωλήνες των 533 χιλ και 4 των 650 χιλ.
Το τελευταίο σκάφος της κλάσης που θα παραδοθεί στο ισραηλινό ναυτικό λέγεται (χωρίς να έχει όμως επιβεβαιωθεί) ότι είναι μία επιμηκυμένη έκδοση η οποία φέρει κάθετους εκτοξευτές πυράυλων cruise. H συγκεκριμένη εξέλιξη έχει μεγάλο ελληνικό ενδιαφέρον.
Type 212A/ U-212A
Τη δεκαετία του 1990 το γερμανικό ναυτικό έψαχνε τον αντικαταστάτη των υποβρυχίων Τ-206 που βρίσκονταν σε υπηρεσία. Η σύμπραξη με την Ιταλία δημιούργησε το U-212A ένα υποβρύχιο ικανό να επιχειρεί τόσο στο στενό περιβάλλον της Βαλτικής όσο και στα βαθιά ύδατα της Μεσογείου. Ένα σύνολο δέκα μονάδων κατασκευάστηκε μεταξύ του 2005-2017 για τα δύο ναυτικά, έξι μονάδες για το Kriegsmarine και τέσσερις μονάδες για το Marina Militare.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του υποβρυχίου είναι: ολικό μήκος 57,15μ, μέγιστη διάμετρος 7μ, ύψος 11,87μ, εκτόπισμα στην επιφάνεια 1509 τόνους και εκτόπισμα κατάδυσης 1720 τόνους. Έχει μέγιστη ταχύτητα στην επιφάνεια 12 κόμβους και σε κατάδυση 16 κόμβους ενώ η εμβέλεια με ταχύτητα 8 κόμβων αγγίζει τα 8000 ν.μ. Το μέγιστο επιχειρησιακό βάθος είναι τα 250 μέτρα. Το πλήρωμα αποτελείται από 27 άτομα, 9 αξιωματικούς και 15+3 υπαξιωματικούς.
Το σκάφος είναι κατασκευασμένο από αμαγνητικό χάλυβα και χωρίζεται σε δύο καταστρώματα και πέντε κύρια τμήματα. Στην πλώρη βρίσκεται το τμήμα των τορπιλοσωλήνων όπου βρίσκονται οι έξι τορπιλοσωλήνες των 533 χιλιοστών, ακολουθεί το τμήμα των ενδιαιτήσεων του πληρώματος, στο μέσο βρίσκεται το κέντρο διεύθυνσης του σκάφους και το κέντρο πληροφοριών μάχης, ακολουθεί το μηχανοστάσιο με τις κυψέλες καυσίμου και την ηλεκτρομηχανή και τέλος τον ηλεκτροκινητήρα permasyn και το σύστημα χειρισμού των ουραίων πηδαλίων. Η διαμόρφωση των ουραίων πηδαλίων είναι τύπου Χ επιτρέποντας στο σκάφος να κάνει κινήσεις ακριβείας πράγμα θεμιτό σε κλειστές αβαθείς θάλασσες όπως η Βαλτική όπου το μέσο βύθισμα είναι στα 51 μέτρα. Επίσης επιτρέπει στο υποβρύχιο την ομαλή επικάθηση στον πυθμένα της θάλασσας εάν αυτό χρειαστεί κατά τη διάρκεια απόκρυψης του υποβρυχίου από εχθρικά υποβρύχια και σκάφη επιφανείας.
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του Τ-212Α αποτελείται από μία ηλεκτρομηχανή τύπου MTU 396 16V ισχύος 1060 kW, 2 συστοιχίες μπαταριών μολύβδου οξέος και το σύστημα ΑΙΡ PEMFC που αποτελείται από εννέα κυψέλες των 34kW έκαστη. Τα παραπάνω συστήματα κινούν έναν ηλεκτροκινητήρα Permasyn της Siemens τύπου FR6439 των 2850 kW που είναι συνδεδεμένος με μία επτάφυλλη προπέλα.
Το υποβρύχιο είναι εξοπλισμένο με ενσωματωμένο σύστημα σόναρ DBQS-40FTC, το οποίο διαθέτει κυλινδρική διάταξη για παθητική ανίχνευση μέσης συχνότητας, σόναρ ρυμουλκούμενης συστοιχίας χαμηλής συχνότητας TAS-3, σόναρ πλευρικής διάταξης FAS-3-1 για ανίχνευση χαμηλής / μεσαίας συχνότητας, παθητικό σόναρ μέτρησης απόστασης PRS 3-15. Το ενεργό σόναρ ανίχνευσης ναρκών υψηλής συχνότητας είναι το Atlas Elektronik MOA 3070.
Το υποβρύχιο φέρει περισκόπιο αναζήτησης της Zeiss Optronik SERO 14 με οπτικό αποστασιόμετρο, θερμικό σύστημα απεικόνισης και παγκόσμιο σύστημα εντοπισμού θέσης. Το περισκόπιο επίθεσης είναι το Zeiss SERO 15 και είναι εξοπλισμένο με αποστασιόμετρο λέιζερ. Το ραντάρ ναυτιλίας είναι το Type 1007 της Kelvin Hughes και το σύστημα ESM είναι το FL 1800U της EADS μία έκδοση του αντίστοιχου συστήματος ESM των φρεγατών τύπου Brandenburg και Bremen. Το υποβρύχιο φέρει επίσης τέσσερις εκτοξευτές αντιμέτρων κατά τορπιλών τύπου TAU 2000 των δέκα δολωμάτων της Atlas Electronics. Το σύστημα διαχείρισης μάχης είναι το ISUS 90-20.
U-212NFS & U-212CD
Η γερμανό-ιταλική συνεργασία ανανεώθηκε με τη συμφωνία πλαίσιο της 10ης Μαρτίου 2017. Το Type 212 CD (Common Development) και το Type 212 NFS (Near Future Submarine) διαφέρουν, αλλά οι εταίροι επιθυμούσαν να διατηρήσουν και να επεκτείνουν τη συνεργασία. Το Βερολίνο και η Ρώμη αναζήτησαν συνέργειες μεταξύ του Type 212 CD και του Type 212 NFS, παρά τις διαφορές στο σχεδιασμό των δύο σκαφών. Η συνεργασία Γερμανίας-Νορβηγίας παρουσιάζεται ως μη ανταγωνιστική με αυτή που συνδέει τη Γερμανία και την Ιταλία. Επιδιώκεται η προσέγγιση των δύο συνεργασιών, όπως και επιπλέον εταίροι μέσω του OCCAR. Ήδη η Ολλανδία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να προσχωρήσει στη συνεργασία Γερμανίας-Νορβηγίας. Ενώ η Ρώμη δήλωσε ότι θα αυξήσει το μερίδιο της ιταλικής βιομηχανίας στο Type 212 NFS σε περίπου 40 – 50% έναντι 15% στο Type 212A.
Όσον αφορά το Type 212 NFS η βελτιωμένη υδροδυναμική της γάστρας του θα επωφεληθεί από την υιοθέτηση ενός Propeller Boss Cap Fins (PBCF) και ενός νέου σχήματος των ουραίων πηδαλίων έτσι ώστε το νερό που ρέει κατά μήκος της γάστρας να τίθεται σε κίνηση («προστροβιλίζεται») πριν φτάσει στα πτερύγια της έλικας προκειμένου να μειωθεί ο θόρυβος που δημιουργείται από τη σπηλαίωση. Η πλώρη του Type 212 NFS έχει επανασχεδιαστεί. Μια νέα βαφή βασισμένη σε «μετα-υλικά» (φθόριο-πολυμερές) αναπτύχθηκε και στη συνέχεια δοκιμάστηκε στο Sciré. Η ακουστική διακριτικότητα στοχεύει στην προστασία του Type 212 NFS από πολυστατικά σόναρ.
Και ο χάλυβας που χρησιμοποιείται για τη γάστρα θα είναι ιταλικής κατασκευής και όχι πλέον γερμανικής, ενώ στοχεύει να διατηρήσει τις ιδιότητες αυτού που χρησιμοποιείται για το Type 212A: δηλαδή να παραμείνει μη μαγνητικός, με υψηλό όριο ελαστικότητας (HY100) για να υποστηρίξει επιχειρησιακή κατάδυση σε μεγαλύτερα βάθη μεταξύ 350 και 400 μέτρων. Το μήκος του σκάφους θα είναι επιμηκυμένο κατά περίπου 1,2 μέτρα σε σχέση με το Type 212A και το εκτόπισμα στην επιφάνεια θα φτάσει τους 1600 τόνους περίπου. Το ιταλικό ναυτικό σχεδιάζει τη ναυπήγηση 3+1 υποβρυχίων. Η ναυπήγηση του πρώτου της κλάσης ξεκίνησε στις 11 Ιανουαρίου 2022.
Σύμφωνα με το OCCAR, τα δύο πρώτα σκάφη διατηρούν το ίδιο σύστημα πρόωσης diesel/ηλεκτρικό και AIP του σχεδίου U212A, αλλά εισάγουν ένα νέο σύστημα αποθήκευσης και διαχείρισης ενέργειας που βασίζεται σε μπαταρίες λιθίου-φωσφορικού σιδήρου, μια τεχνολογία αιχμής τον υποβρύχιο τομέα.
Το σύστημα πληροφοριών μάχης είναι το Athena Mk2/U της ιταλικής Leonardo. Το σύστημα αποτελείται από κάθετες οθόνες πολλαπλής αφής, οι κονσόλες διαφέρουν από αυτές που είναι εγκατεστημένες στις επίγειες μονάδες, καθώς πρέπει να ταιριάζουν στους περιορισμούς του υποθαλάσσιου περιβάλλοντος (π.χ. μειωμένος χώρος, απαιτήσεις χαμηλού επιπέδου θορύβου, ανάγκη περιορισμού της κατανάλωσης ενέργειας κ.λπ..). Όλοι οι περιορισμοί που αποτελούν τη βάση της αρχιτεκτονικής για το υλικό του CMS. Στην πραγματικότητα, οι κονσόλες είναι υδρόψυκτες για μείωση του θορύβου και είναι κατασκευασμένες από ειδική ίνα άνθρακα για να συμμορφώνονται με τις προαναφερθείσες περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Η σουίτα ηλεκτρονικού πολέμου (EW) θα είναι της Elettronica SpA. Μέσω ενός πολύ υψηλού επιπέδου λειτουργικής ολοκλήρωσης, η σουίτα είναι σε θέση να εκτελεί εργασίες αυτοπροστασίας, επιτήρησης και πληροφοριών παρέχοντας εξαιρετικές επιδόσεις σε όλο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, από την επικοινωνία έως τις ζώνες ραντάρ. Η σουίτα EW διαθέτει μια ενσωματωμένη κεραία RESM/CESM, δύο επιπλέον κεραίες αποτελούν επίσης μέρος του συστήματος, η πρώτη με λειτουργίες επιτήρησης και ανίχνευσης στη ζώνη ραντάρ και η δεύτερη ως κεραία προειδοποίησης. οι κεραίες τροφοδοτούν τους δέκτες RESM και CESM, οι οποίοι στέλνουν τις πληροφορίες τους μέσω μιας Μονάδας Διαχείρισης Ηλεκτρονικού Πολέμου (EWMU) που ενσωματώνει τις πληροφορίες του ESM για περαιτέρω επεξεργασία και σύντηξη μέσω του συστήματος διαχείρισης μάχης (CMS) του υποβρυχίου. Επιπλέον, η EW Suite του U212 NFS εφαρμόζει τεχνολογίες που επιτρέπουν πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιοποίησης επιτρέποντας εξαιρετικές επιδόσεις σε ένα πολύ πυκνό και πολύπλοκο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον.
Από την άλλη το Γερμανό-Νορβηγικό Type 212 CD θα είναι ένα υποβρύχιο 30% μακρύτερο (γύρω στα 73 μέτρα μήκος), 30% φαρδύτερο με διάμετρο ανθεκτικού σκάφους στα 10 μέτρα και 60% βαρύτερο με εκτόπισμα στην επιφάνεια που θα φτάνει τους 2500 τόνους. Ο κατασκευαστής έχει υιοθετήσει μία γάστρα σχήματος diamond η οποία σύμφωνα με την ThyssenKrupp θα έχει απαράμιλλες stealth ικανότητες.
Υπάρχουν δύο βασικές λειτουργίες σόναρ που μπορεί να αντιμετωπίσει το υποβρύχιο. Το ενεργό σόναρ εκπέμπει θορύβους και ακούει τις ηχώ όταν αναπηδούν από το υποβρύχιο. Το παθητικό σόναρ ακούει απλώς τυχόν ήχους που εκπέμπονται από το υποβρύχιο, όπως αντλίες, κινητήρες, ακόμη και τη ροή του νερού πάνω από την επιφάνεια. Για χρόνια το παθητικό σόναρ θεωρούνταν ο βασιλιάς του υποβρυχιακού πολέμου επειδή δεν προδίδει τη θέση του υποβρυχίου. Καθώς όμως τα υποβρύχια έχουν γίνει πολύ πιο αθόρυβα, η αποτελεσματικότητα του παθητικού σόναρ έχει μειωθεί.
Για την ανίχνευση των πιο αθόρυβων υποβρυχίων, μπορεί να χρειαστεί η χρησιμοποίηση του ενεργού σόναρ. Επομένως, το να είσαι αόρατος στο ενεργό σόναρ μπορεί να προσφέρει ένα τακτικό πλεονέκτημα. Ένα κανονικό κύτος υποβρυχίου με κυλινδρική διατομή αντανακλά τα εισερχόμενα κύματα σόναρ σχεδόν από κάθε κατεύθυνση. Ωστόσο, μια επίπεδη επιφάνεια, θα αντανακλά τον ήχο προς μία διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη της πηγής. Αυτή είναι η ίδια βασική αρχή που χρησιμοποιείται στα αεροσκάφη stealth.
Το CMS του υποβρυχίου θα κατασκευαστεί από την κοινοπραξία KTA Naval systems μία σύμπραξη των εταιριών Kongsberg, TKMS και STN Atlas Elektronik. Σύμφωνα με την KTA Naval System, το σύστημα μάχης του Type 212CD θα υποστηρίζει τις ακόλουθες λειτουργίες: Επίγνωση κατάστασης, διαχείριση ιχνών, ανάλυση κίνησης στόχου, έλεγχο όπλων, επισκόπηση συστήματος μάχης, ταξινόμηση και εγγραφή / επανάληψη.
Η νορβηγική Kongsberg επιλέχθηκε να προσφέρει το σύστημα πλοήγησης και αποφυγής ναρκών. Το πακέτο της Kongsberg περιλαμβάνει το SA9510S MKII, Mine Avoidance and Navigation Sonars (MANS) και ένα υποβρύχιο σύστημα πλοήγησης (BNS) που περιέχει ηχώ πολλαπλής δέσμης EM2040 MIL καθώς και μια σουίτα echo sounder EA640.
Το τμήμα οπτικών της HENSOLDT έχει αναλάβει την παροχή του ηλεκτρο-οπτικού ιστού. Η παραγγελία περιλαμβάνει έξι συστήματα optronic, που αποτελούνται από ένα σύστημα optronic ιστού OMS 150, ένα OMS 300 και ένα σύστημα πανοραμικής επιτήρησης i360°OS για καθένα από τα έξι υποβρύχια του νορβηγικού και του γερμανικού ναυτικού. Ο συνδυασμός OMS 150 και OMS 300 τίθεται σε λειτουργία για πρώτη φορά για την κατηγορία U212 CD. Το OMS 150, στην πολυφασματική του έκδοση, θα χρησιμοποιηθεί ως οπτικός ιστός έρευνας και επιτήρησης. Ο stealth optronic ιστός OMS 300 θα αναλαμβάνει τη λεγόμενη λειτουργία «επίθεσης».
Το Type 212 CD θα διαθέτει ραντάρ ζώνης X της Indra, ένα ραντάρ διπλού συνεχούς κύματος που περιλαμβάνει παλμό ανίχνευσης υψηλής ακρίβειας και χαμηλή πιθανότητα αναχαίτησης. Είναι ένα ψηφιοποιημένο σύστημα στερεάς κατάστασης με ευελιξία και εύρος ζώνης υψηλής συχνότητας, ικανό να ανιχνεύει στόχους με χαμηλή διατομή ραντάρ στις χειρότερες συνθήκες ηλεκτρομαγνητικού θορύβου περιβάλλοντος και να αντιστέκεται σε προσπάθειες παρεμβολής από αντίπαλα συστήματα.
Η συμφωνία μεταξύ των δύο μερών είναι για την κατασκευή σε πρώτη φάση τεσσάρων μονάδων για το νορβηγικό ναυτικό και δύο για το γερμανικό ναυτικό.
Type 214/218
Στα τέλη της δεκαετίας του 90’ το ελληνικό πολεμικό ναυτικό έψαχνε τη διάδοχη κλάση υποβρυχίων που θα έμπαινε σε υπηρεσία την ώρα που τα υποβρύχια Τ-209/1100 πλησίαζαν τα 40 χρόνια υπηρεσίας. Εκείνη την εποχή η HDW προσέφερε στο Π.Ν. μια νέα κλάση υποβρυχίων που ενσωμάτωνε την εμπειρία των Type 209 με τις εξελίξεις της τεχνολογίας του U-212A, ένα υποβρύχιο πολύ κοντά στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του Π.Ν. Το Type 214 όπως ονομάστηκε η νέα κλάση διέθετε την κλασική διαρρύθμιση των Type 209 με το σύστημα αναερόβιας πρόωσης των U-212A και νέας γενιάς ηλεκτρονικά συστήματα, δημιουργώντας ένα υψηλής τεχνολογίας αθόρυβο υποβρύχιο με μεγάλη αυτονομία θέτοντας νέα στάνταρντ στα υποβρύχια συμβατικής πρόωσης.
Όπως είχε γίνει και με το T-209, το αρχικό Τ-214 αγοράστηκε από το πολεμικό ναυτικό και το υποβρύχιο έχει ήδη γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία. Σήμερα βρίσκονται σε υπηρεσία τέσσερα υποβρύχια με το ελληνικό Π.Ν., εννιά υποβρύχια με το νοτιοκορεάτικο ναυτικό, δύο υποβρύχια με το ναυτικό της Πορτογαλίας, έξι υποβρύχια υπό ναυπήγηση με το τουρκικό ναυτικό και τρία σε υπηρεσία συν ένα υπό ναυπήγηση Τ-218SG, μία ειδική επιμηκυμένη έκδοση για το ναυτικό της Σιγκαπούρης.
Το σκάφος είναι σχεδιασμένο για χαμηλή ακουστική υπογραφή και κατασκευασμένο από χάλυβα υψηλής αντοχής ΗΥ-100. Ο χάλυβας τύπου ΗΥ-100 δίνει τη δυνατότητα στο υποβρύχιο να επιχειρεί σε μεγαλύτερα βάθη που φτάνουν τα 425 μέτρα. Επίσης φέρει επτάφυλλη προπέλα νέας τεχνολογίας για υψηλή απόδοση με χαμηλό ακουστικό ίχνος. Σε σχέση με τα υποβρύχια Type 209 και U-212A όπου τα πηδάλια κατάδυσης βρίσκονται τοποθετημένα στο μεν στα ύφαλα του σκάφους και στο δε στον πύργο, στο Τ-214 είναι τοποθετημένα στο ύψος του εξωτερικού καταστρώματος. Φέρει στην πλώρη οχτώ τορπιλοσωλήνες των 533 χιλ τοποθετημένους σε διάταξη διπλού L και σε συνδυασμό 16 τορπίλες και υποβρυχίως εκτοξευόμενους πυραύλους κατά πλοίων.
Το ελληνικό πρόγραμμα ξεκίνησε με την υπογραφή στις 15/2/2000 της αρχικής σύμβασης 012Β/00 ύψους 1,264 δις ευρώ για τρία υποβρύχια και εν συνεχεία με την άσκηση της προαίρεσης για μία ακόμη μονάδα στις 24/9/2002 ύψους 409 εκατ ευρώ. Το πρώτο υποβρύχιο όλης της κλάσης δεν απέφυγε τις παιδικές ασθένειες που όμως διορθώθηκαν και οι διορθώσεις αυτές ενσωματώθηκαν κατά τη ναυπήγηση των υπόλοιπων τριών υποβρυχίων που κατασκευάζονταν στον Σκαραμαγκά.
Στην ελληνική έκδοση τα τεχνικά χαρακτηριστικά του υποβρυχίου είναι: Ολικό μήκος 65,3 μέτρα, διάμετρος ανθεκτικού κύτους 6,3 μέτρα, βύθισμα 6,6 μέτρα και ύψος 13 μέτρα. Το εκτόπισμα στην επιφάνεια είναι 1730 τόνοι και σε κατάδυση 1904 τόνοι.
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του Τ-214 αποτελείται από δύο ηλεκτρομηχανές τύπου MTU 396 16V ισχύος 1060 kW στις 1800 στροφές συνδεδέμένες με εναλλάκτη των 970 kW, 2 συστοιχίες μπαταριών μολύβδου οξέος των 324 στοιχείων έκαστη και το σύστημα ΑΙΡ PEMFC που αποτελείται από δύο κυψέλες των 120kW έκαστη. Τα παραπάνω συστήματα κινούν έναν ηλεκτροκινητήρα Permasyn της Siemens των 3900 kw που είναι συνδεδεμένος με μία επτάφυλλη προπέλα. Το υποβρύχιο επιτυγχάνει 10,5 κόμβους στην επιφάνεια, 21 κόμβους μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση, 6,5 κόμβους με τα fuel cells και έχει εμβέλεια 11750 ν.μ. με ταχύτητα 8 κόμβων.
Το υποβρύχιο είναι εξοπλισμένο με ενσωματωμένο σύστημα σόναρ CSU 90, το οποίο διαθέτει κυλινδρική διάταξη για παθητική ανίχνευση μέσης συχνότητας, σόναρ πλευρικής διάταξης FAS για ανίχνευση χαμηλής / μεσαίας συχνότητας, παθητικό σόναρ μέτρησης απόστασης PRS και ενεργό σόναρ ανίχνευσης ναρκών.
Το υποβρύχιο διαθέτει σύστημα Ηλεκτρο-οπτικού ιστού (OMS) 100EO και περισκόπιο επίθεσης της Zeiss Optronik SERO 400ΕΟ με οπτικό αποστασιόμετρο, θερμικό σύστημα απεικόνισης και παγκόσμιο σύστημα εντοπισμού θέσης. Το ραντάρ ναυτιλίας είναι χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής και το σύστημα ESM είναι το TIMNEX II της Elbit. Επίσης διαθέτει ζεύξη δεδομένων Link 11. Το υποβρύχιο φέρει επίσης τέσσερις εκτοξευτές αντιμέτρων κατά τορπιλών τύπου Circe των δέκα δολωμάτων της Leonardo. Το σύστημα διαχείρισης μάχης είναι το ISUS 90-15 με έξι θέσεις πολλαπλών λειτουργιών.
Η εξελικτική πορεία της κλάσης Τ-214 έχει δημιουργήσει ένα υποβρύχιο πολύ μεγαλύτερου μήκους και μεγαλύτερου εκτοπίσματος ενσωματώνοντας όλα τα μαθήματα και διορθώνοντας τυχόν αστοχίες του παρελθόντος. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα τη TKMS τα νέα Τ-214 φτάνουν τα 72 μέτρα με εκτόπισμα που ξεπερνάει τους 2000 τόνους στην επιφάνεια προσφέροντας περισσότερο χώρο για νέα συστήματα αλλά και περισσότερη άνεση στο πλήρωμα. Στην DEFEA 2023 στο περίπτερο της TKMS υπήρχε πρόπλασμα του υποβρυχίου με ουραία πηδάλια τύπου Χ και σε συζήτησή μας με τους ανθρώπους της TKMS αναφέρθηκε ότι το υποβρύχιο προσφέρεται και με τις δύο διαμορφώσεις ουραίων πηδαλίων αναλόγως με τις απαιτήσεις του πελάτη.
Η κλάση T-218SG “Invincible” του ναυτικού της Σιγκαπούρης είναι ουσιαστικά ένα επιμηκυμένο Τ-214 με τη διάταξη πηδάλιων του U-212A τύπου Χ και ειδικά διαμορφωμένου για τις ανάγκες του Σιγκαπουριανού πολεμικού ναυτικού. Διαθέτουν πολλές δυνατότητες, όπως ένα σημαντικό επίπεδο αυτοματισμού, σημαντική χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου, βελτιωμένη υποβρύχια αντοχή και εξαιρετική εργονομία. Το ολικό μήκος φτάνει τα 70 μέτρα και το εκτόπισμα στην επιφάνεια τους 2000 τόνους. Η μέγιστη ταχύτητα του υποβρυχίου στην επιφάνεια είναι οι 10 κόμβοι και σε κατάδυση οι 15 κόμβοι περίπου. Ο εκτεταμένος αυτοματισμός των συστημάτων βοηθάει στον περιορισμό του πληρώματος στους 28 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες. Σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Σιγκαπούρης το κόστος ανά μονάδα έφτασε τα 450 εκατ. δολάρια περίπου ενώ το ετήσιο κόστος υποστήριξης αγγίζει το 2-3% του κόστους αγοράς, ήτοι 9-13,5 εκατ. δολάρια ανά σκάφος. Η Σιγκαπούρη έχει παραγγείλει τέσσερεις μονάδες τρεις από τις οποίες έχουν ήδη παραδοθεί.
Αντί επιλόγου
Ο ελληνικός υποβρύχιος στόλος φθάνει στο σημείο όπου τα έξι παλαιότερα υποβρύχια χρειάζονται άμεση αντικατάσταση από νέα. Η όποια καθυστέρηση θα οδηγήσει στη συρρίκνωση του στόλου κατά 55% μέσα στα επόμενα χρόνια. Είναι λοιπόν αναγκαίο να ξεκινήσει σύντομα ένα πρόγραμμα αντικατάστασης των Τ-209/1100 και 1200 εάν δεν θέλουμε να απωλέσουμε την ισχύ μας στον συγκεκριμένο τομέα. Προς το παρόν όμως είναι πολύ σημαντικό να παραλάβουμε επιτέλους τις νέες τορπίλες DM2A4 της STN Atlas Elektronik καθώς και τα αντίμετρα του συστήματος Circe της ιταλικής Leonardo, ολοκληρώνοντας με καθυστέρηση 20 ετών τη μαχητική ισχύ των υποβρυχίων μας Τ-214.