Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα άρθα μας, η ιστορία και η ευημερία του ελληνικού έθνους ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένο με την θαλάσσια κυριαρχία. Το θαλάσσιο εμπόριο και η διακίνηση των αγαθών ήταν πάντα ο νούμερο ένα τρόπος μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών και δεν είναι τυχαίο όλες οι αυτοκρατορίες ήλεγχαν το θαλάσσιο εμπόριο. Η Ελλάδα ως ναυτικό έθνος έχει ανάγκη ένα δυνατό ναυτικό ώστε να μπορεί να ελέγχει και να προστατεύει τις θαλάσσιες μετακινήσεις αγαθών αλλά και τους θαλάσσιους πόρους που της αναλογούν σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας. Όμως η δύναμη και οι ικανότητες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού που βρίσκονται σήμερα και πως πρόκειται να εξελιχθούν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια;

Σήμερα η δύναμη κρούσης του Πολεμικού Ναυτικού αποτελείται από 13 Φρεγάτες, 9 Υποβρύχια, 15 ΤΠΚ,  8 Κ/Φ και 6 περιπολικά, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, που πλαισιώνονται από αριθμό βοηθητικών πλοίων και αποβατικών καθώς και από το αεροπορικό σκέλος με ελικόπτερα και αεροσκάφη. Ήδη σε σύγκριση με τον αντίστοιχο πίνακα που είχαμε δημοσιεύσει πριν από περίπου δύο χρόνια υπάρχει μια σχετική μείωση των αριθμών λόγω μονάδων που βγήκαν εκτός υπηρεσίας λόγω της μεγαλής ηλικίας τους. Στο μεσοδιάστημα λοιπόν, είχαμε την απόσυρση δύο πυραυλακάτων τύπου Combattante IIIb, δύο πυραυλακάτων τύπου Type 148, ενός υποβρυχίου Type 209/1100 καθώς και ενός παράκτιου περιπολικού και ενός πλοίου ταχείας μεταφοράς κλάσης ZUBR. Στον αντίποδα το πολεμικό ναυτικό ενισχύθηκε με τέσσερα μεταχειρισμένα περιπολικά ανοικτής θαλάσσης κλάσης Island ηλικίας ήδη 35-40 ετών.

Η ηλικία των περισσότερων μονάδων κρούσης ξεπερνάει τα 45 έτη και θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον να αντικατασταθούν με νέες φέρνοντας τις επιχειρησιακές δυνατότητες του στόλου στον 21ο αιώνα. Ενώ οι νεότερες μονάδες του στόλου χρειάζεται να περάσουν από πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής έτσι ώστε να παραμείνουν αξιόμαχες για το υπόλοιπο της επιχειρησιακής τους ζωής. Ο παρακάτω πίνακας είναι ενδεικτικός του προβλήματος της μεγάλης ηλικίας των πλοίων που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία.

Τι έχει γίνει όμως μέχρι σήμερα και τι έχει αναγγελθεί για το μέλλον.

Η μεγαλύτερη και μοναδική μέχρι σήμερα εξοπλιστική κίνηση για το πολεμικό ναυτικό είναι η προμήθεια τριών γαλλικών φρεγατών κλάσης FDI από τη Naval Group. Όπως έχουμε αναλύσει και στο παρελθόν, η FDI είναι μια φρεγάτα πρώτης γραμμής που θα φέρει το πολεμικό ναυτικό στο μέλλον ενώ έχουμε τεκμηριώσει εμπεριεστατωμένα ότι πρόκειται για τη βέλτιστη επιλογή του πολεμικού ναυτικού εκείνη τη χρονική στιγμή. Πρόκειται για μία μονάδα η οποία θα αναβαθμίσει κάθετα τις αντιαεροπορικές και ανθυποβρυχιακές ικανότητες του πολεμικού ναυτικού λόγω των όπλων και των αισθητήρων που φέρει. Παράλληλα η συνεργατικές επιχειρήσεις και η διακλαδικότητα με τους άλλους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων θα γίνεται σε άλλο επίπεδο. Η πρώτη φρεγάτας του τύπου πρόκειται να παραδοθεί στο πολεμικό ναυτικό έως το τέλος του τρέχοντος. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχει ασκηθεί η προαίρεση για την τέταρτη φρεγάτα του τύπου παράλληλα με την αναβάθμιση του συστήματος ηλεκτρονικού πολέμου για το σύνολο των FDI HN με την προσθήκη συστήματος ECM. Ελπίζουμε η παραγγελία της τέταρτης φρεγάτας να ολοκληρωθεί σύντομα.

Με μία παράλληλη κίνηση το πολεμικό ναυτικό προσπαθεί να αδράξει την ευκαιρία απόκτησης δύο έως τεσσάρων μεταχειρισμένων φρεγατών κλάσης Bergamini. Οι ιταλικές φρεγάτες τύπου FREMM είναι από τα πιο σύγχρονα πλοία ενώ η μικρή τους ηλικία είναι σημαντική παράμετρος για την επιλογή τους. Αν αναλογιστούμε ότι οι όποιες μεταχειρισμένες φρεγάτες μας προσφέρθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν ως ενδιάμεση λύση είχαν τουλάχιστον τη διπλάσια ηλικία από τις Bergamini. Το αρχικό κόστος απόκτησης των 580 εκατομυρίων ευρώ για δύο πλοία ηλικίας περίπου 15 ετών πρέπει να θεωρείται σχετικά χαμηλό. Βέβαια το τελικό κόστος αναφέρεται ότι θα ανέλθει περίπου στα 1,2 δις. Πέραν της εκπαίδευσης, ανταλλακτικών και αρχικών φόρτων δεν αναφέρεται εάν στο κόστος αυτό συμπεριλανβάνονται τύχόν εργασίες αποκατάστασης/αναβάθμισης ή προσθήκης συστημάτων. Η παραγματικότητα είναι ότι τα δύο αυτά πλοία για να έρθουν στο επίπεδο εξοπλισμού που θα επιθυμούσε το ΠΝ θα πρέπει να γίνει προσθήκη συστημάτων έτσι ώστε και τα δύο πλοία να θεωρούνται πολλαπλών αποστολών σύμφωνα με τα στάνταρντ του πολεμικού ναυτικού. Αυτό σημαίνει την προσθήκη συρόμενης διάταξης VDS στο ένα πλοίο, από οκτώ σύγχρονους αντιπλοϊκούς πυραυλους και 32 κάθετα κελιά και στα δύο πλοία. Σίγουρα τα πλοία θα χρειαστεί να περάσουν και από ένα πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Μετά τον ενδελεχή έλεγχο της πρώτης φρεγάτας από στελέχη του πολεμικού ναυτικού την επόμενη εβδομάδα θα ανάψει ή όχι το πράσινο φως για να γίνουν τα επόμενα βήματα για την απόκτηση των δύο πρώτων πλοίων μέχρι το 2030.

Το τρίτο πρόγραμμα που πρόκειται να τρέξει άμεσα για το πολεμικό ναυτικό είναι εκείνο της αναβάθμισης των φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ. Το μεγαλεπίβολο πρόγραμμα του 1 δις έχει υποτριπλασιαστεί και θα γίνουν επιλεκτικές μόνο παρεμβάσεις στον εξοπλισμό των πλοίων, με κύριο γνώμωνα τα ηλεκτρονικά, το ραντάρ και το σύστημα μάχης. Ενώ όσον αφορά τον μηχανολογικό και ηλεκτρολογικό εξοπλισμό οι όποιες εργασίες θα γίνουν με δωρεές. Ελπίζουμε το όλο εγχείρημα να έχει αισιο τέλος και να αποδώσει πλήρως αξιόμαχα πλοία που τόσο χρειάζεται το Π.Ν. χωρίς να γίνει άλλο ένα γιοφύρι της Άρτας.

Πέραν τούτων στο άμεσο μέλλον δεν υπάρχει κάποιο άλλο πρόγραμμα όσον αφορά τις κύριες μονάδες του πολεμικού ναυτικού και τα υπόλοιπα για κορβέτες και νέες φρεγάτες είναι ευχολόγια από το 2035 κι έπειτα. Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τον σχεδιασμό, το πολεμικό ναυτικό για να εκπληρώσει την αποστολή του σε Αιγαίο, Μεσόγειο και Συμμαχικές αποστολές χρειάζεται 14 φρεγάτες και 6 κορβέτες. Προς το παρόν και αν όλα πάνε κατ’ ευχήν μέχρι το 2030 θα έχει στη σύνθεσή του 4 FDI HN, 4 MEKO 200HN, 2 BERGAMINI και ότι έχει απομείνει αξιόπλοο από τις φρεγάτες κλάσης Έλλη.

Όσον αφορά τα υποβρύχια εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα αφού η πλειονότητα των μονάδων είναι πολύ μεγάλης ηλικίας. Για ένα υποβρύχιο η ηλικία έχει σοβαρό αντίκτυπο στην επιχειρησιακή του απόδοση λόγω θεμάτων ασφαλείας, πόσο μάλλον εάν δεν έχει περάσει και από κάποιο πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής. Αν θεωρούμε ότι έχουμε αργήσει με την ανανέωση των μονάδων επιφανείας, για τον υποβρύχιο στόλο αυτό είναι άκρως επιτακτικό. Ειδάλως το 2030 θα αναφερόμαστε σε στόλο 4+1 υποβρυχίων. Αν υπολογίσουμε ότι η ναυπήγηση ενός υποβρυχίου κρατάει γύρω στα 7 έτη, τότε είμαστε ήδη εκτός προγραμματισμού κατά δύο έτη τουλάχιστον. Το μόνο πρόγραμμα το οποίο έχει αναγγελθεί είναι η αναβάθμιση μέσης ζωής των τεσσάρων υποβρυχίων Τ-214 ΗΝ ενώ οι εξαγγελίες για προμήθεια νέων υποβρυχίων χάνονται και αυτές στα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και επειδή στο τέλος της ημέρας οι προγραμματισμοί αυτοί είναι απλά μαθηματικά της πρώτης Δημοτικού, εάν παραγγείλουμε τα νέα υποβρύχια το 2035 το πρώτο θα παραδοθεί το νωρίτερο το 2041-2042. Τότε σε υπηρεσία θα υπάρχουν μόνο τα τέσσερα Τ-214 ΗΝ.

Αντίστοιχη κατάσταση υπάρχει και στο στόλο των ΤΠΚ αν και δεν είναι τόσο δραματική. Πλην της πρόβλεψης για αναβάθμιση μέσης ζωής των επτά νεότερων ΤΠΚ τύπου Super Vita, δεν υπάρχει καμία αναγγελία για την ναυπήγηση νέων σκαφών προς αντικατάσταση των μη αναβαθμισμένων ΤΠΚ Combattante IIIb, Type 148 και στο κοντινό μέλλον Combattante IIIa, οι οποίες σιγά σιγά θα πάρουν σειρά προς απόσυρση. To 2030 θα υπάρχουν σε υπηρεσία σίγουρα οι επτά, ελπίζουμε αναβαθμισμένες Super Vita και οι τέσσερις Combattante IIIa. Οι τελευταίες όμως θα διανύουν στη δύση τους λόγω ηλικίας που θα υπερβαίνει τα 50 έτη υπηρεσίας.

Στο αεροπορικό σκέλος τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Το πολεμικό ναυτικό μέχρι το 2030 θα διαθέτει στη φαρέτρα του 11 πλήρως επιχειρησιακά ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα S-70B/B-6 και θα έχει παραλάβει και όλα τα νέα MH-60R τα οποία θεωρούνται ίσως τα καλύτερα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα στον κόσμο. Παράλληλα, με την πρώτη δοκιμαστική πτήση του πρώτου αναβαθμισμένου P-3H να είναι γεγονός, το πολεμικό ναυτικό πρόκειται στα επόμενα χρόνια να εμπλουτίσει τον αεροπορικό βραχίονα με τέσσερα αεροσκάφη μεγάλων αποστάσεων ιδανικά για την κάλυψη της ανατολικής Μεσογείου. Ένα πολύπαθο πρόγραμμα που όπως φαίνεται βαίνει αισίως προς το τέλος του μετά από δέκα χρόνια τεχνικών δυσκολιών.