Η τερματική άμυνα μιας ναυτικής μονάδας επιφανείας είναι σημαντική για την επιβίωσή της στο πεδίο της μάχης. Η τερματική άμυνα χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τα soft kill συστήματα που ως σκοπό έχουν να παραπλανήσουν τα επερχόμενα βλήματα και τα hard kill συστήματα που ως σκοπό έχουν να καταστρέψουν τα επερχόμενα βλήματα, πριν αυτά πλήξουν τη φίλια μονάδα. Τα συστήματα αυτά που αναφέρονται και ως CIWS (Close-In Weapon Systems) προς το παρόν χωρίζονται σε πυραυλικά και πυροβόλων. Τα CIWS έχουν ως ρόλο την αντιμετώπιση των επερχόμενων απειλών που κατάφεραν να περάσουν από τα εξωτερικά αμυντικά στρώματα των Α/Α πυραύλων μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Στο κοντινό μέλλον θα δούμε ναυτικές δυνάμεις εξοπλισμένες με συστήματα CIWS Lazer υψηλής ενέργειας. Ήδη υπάρχουν μακέτες πολεμικών πλοίων νέας σχεδίασης που επιδεικνύονται στις διάφορες αμυντικές εκθέσεις με ομοιώματα συστημάτων CIWS Laser τοποθετημένα πάνω στα πλοία. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι των εταιριών κατασκευής πολεμικών πλοίων δηλώνουν εμφατικά ότι στις προσφερόμενες νέες σχεδιάσεις, ακόμη κι αν τα πλοία τους δεν ενσωματώνουν κάποιο σύστημα CIWS Laser, υπάρχει η ηλεκτρική υποδομή και η επάρκεια ηλεκτρικού φορτίου ώστε να μπορεί να καλυφθεί μια μελλοντική εγκατάσταση ενός τέτοιου συστήματος.
Η εισαγωγή των αντιπλοϊκών πυραύλων στο οπλοστάσιο των πολεμικών πλοίων έγειρε την ανάγκη εμφάνισης των συστημάτων CIWS. Τις προηγούμενες δεκαετίες τα συστήματα αυτά είχαν κατά κύριο λόγο να αντιμετωπίσουν τα αντιπλοϊκά βλήματα και τα βλήματα αντιραντάρ του αντιπάλου. Στο σημερινό ναυτικό πεδίο οι απειλές έχουν πολλαπλασιαστεί με την εισαγωγή συστημάτων πολύ μικρού κόστους που όμως μπορούν να προκαλέσουν δυσανάλογα μεγάλη ζημιά σε μονάδες αξίας δισεκατομμυρίων. Ειδικότερα σε κλειστές θάλασσες οι ναυτικές μονάδες σε ένα σύγχρονο αεροναυτικό περιβάλλον θα έχουν να αντιμετωπίσουν αντιπλοϊκά συστήματα εκτοξευόμενα από πλατφόρμες στη θάλασσα, την ξηρά και τον αέρα, βλήματα πλεύσης μακράς ακτίνας, εξοπλισμένα UAVs, σμήνη mini UCAVs και περιφερόμενα πυρομαχικά.
Mk15 Phalanx
Το Phalanx CIWS που αναπτύχθηκε από τη Raytheon είναι ένα σύστημα όπλων ταχείας βολής, ελεγχόμενο από υπολογιστή, κατευθυνόμενο από ραντάρ, σχεδιασμένο για να καταστρέψει πυραύλους κατά πλοίων και άλλες απειλές από τον αέρα και την επιφάνεια. Εκτελεί αυτόματα μια σειρά λειτουργιών που συνήθως εκτελούνται από πολλαπλά συστήματα, όπως αναζήτηση, ανίχνευση, αξιολόγηση απειλών, παρακολούθηση, εμπλοκή και αξιολόγηση καταστροφής στόχου.
Το Phalanx Block 1B, είναι η πιο πρόσφατη έκδοση του συστήματος. Διαθέτει διαμόρφωση επιφανειακής λειτουργίας και ενισχύει την αποδεδειγμένη ικανότητα αντιαεροπορικού πολέμου προσθέτοντας έναν αισθητήρα υπέρυθρων FLIR και βελτιστοποιημένες κάννες όπλου σε σχέση με την προηγούμενη διαμόρφωση Block 1A. Αυτό όχι μόνο επιτρέπει στο Phalanx να χρησιμοποιείται ενάντια σε παραθαλάσσιες απειλές, όπως ελικόπτερα και ταχύπλοα σκάφη επιφανείας, αλλά προσθέτει επίσης σταθμούς ελέγχου με επίγνωση της κατάστασης που επιτρέπουν στους χειριστές να παρακολουθούν οπτικά και να αναγνωρίζουν στόχους πριν από την εμπλοκή.
Το προηγμένο ραντάρ 3D αναζήτησης της Phalanx εξάγει στόχους αργής κίνησης από περιβάλλοντα υψηλής ακαταστασίας χρησιμοποιώντας ψηφιακή επεξεργασία αναγνώρισης κινούμενου στόχου και στενά παράθυρα συσχέτισης. Η οθόνη ραντάρ στην οθόνη επιτρέπει στον χειριστή να εντοπίζει γρήγορα στόχους χρησιμοποιώντας παρακολούθηση τόσο υπέρυθρων όσο και ραδιοσυχνοτήτων, πράγμα που σημαίνει ότι το σύστημα μπορεί να ανιχνεύσει μικρά σκάφη όταν άλλα ραντάρ δεν μπορούν.
Η ανώτερη σουίτα αισθητήρων διαθέτει βελτιωμένη απόδοση σε λειτουργία ανίχνευσης ημέρας και νύχτας, καθώς και δυνατότητα ελέγχου πυρός ως αισθητήρα; για άλλα πυροβόλα και πυραυλικά συστήματα επί του πλοίου. Το πακέτο Phalanx 1B προσφέρει επίσης βελτιωμένη ισχύ πυρός λόγω των φυσιγγίων βελτιωμένης θνησιμότητας που αυξάνουν την κινητική ενέργεια και τη μάζα έως και 50%. Οι βελτιστοποιημένες κάννες είναι 48 εκατοστά μακρύτερες, 8,6 κιλά βαρύτερες και μειώνουν τόσο τη διασπορά όσο και την εκτροπή των βλημάτων.
Εξέλιξη του συστήματος Phalanx είναι το SeaRAM. To SeaRAM είναι διαμορφωμένο για να παρέχει υψηλό επίπεδο αυτοάμυνας των πλοίων και εκτεταμένη ικανότητα απομακρυσμένης εμπλοκής στόχου. Επεκτείνει τον χώρο μάχης του εσωτερικού στρώματος τερματικής άμυνας και επιτρέπει στα πλοία να εμπλακούν αποτελεσματικά με πολλαπλές απειλές υψηλής απόδοσης, υπερηχητικές και υποηχητικές.
Το SeaRAM συνδυάζει βασικά χαρακτηριστικά του Phalanx CIWS, συμπεριλαμβανομένων των αισθητήρων αναζήτησης και ίχνους υψηλής ανάλυσης και της ικανότητας γρήγορης απόκρισης, με το κορυφαίο κατευθυνόμενο οπλικό σύστημα Rolling Airframe Missile (RAM) της Raytheon. Το σύστημα εκμεταλλεύεται την ανώτερη ακρίβεια, το εκτεταμένο βεληνεκές και την υψηλή ευελιξία του πυραύλου RAM, καθώς ένα συγκρότημα εκτοξευτή RAM 11 πυραύλων αντικαθιστά το πυροβόλο των 20 χιλιοστών της Phalanx.
Η μελλοντική εξέλιξη του CIWS Mk15 Phalanx είναι η ενσωμάτωση όπλου κατευθυνόμενης ενέργειας Laser. Ήδη η Raytheon σε συνεργασία με τις Northrop Grumman και Bae Systems έχουν ξεκινήσει την ανάπτυξη ενός LaWS που θα ενσωματωθεί στο Phalanx. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει στο πλοίο φορέα να καταρρίπτει στόχους με πάρα πολύ μικρό κόστος μιας και κάθε βολή στοιχίζει μερικά δολάρια σε σχέση με τα μερικές δεκάδες δολάρια των βλημάτων του πυροβόλου των 20χιλ. ή του ενός εκατομμυρίου ευρώ περίπου που στοιχίζει ο κάθε πύραυλος RAM.
Mk31 RAM GMWS
Το Mk31 RAM GMWS είναι το πιο διαδεδομένο σύστημα CIWS πυραύλων. Αποτελείται από τους πυραύλους RIM-116 RAM και τον εκτοξευτή 21 θέσεων Mk49. Το σύστημα ζυγίζει 5,78 τόνους κενό. Ο RIM-116 είναι ένας πύραυλος μήκους 2,79 μέτρων και βάρους 73,5 κιλών. Διαθέτει μια εκρηκτική κεφαλή θραυσματοποίησης 11,3 κιλών. Είναι εξοπλισμένο με τον Hercules/Bermite Mk.36 στερεών καυσίμων πυραυλοκινητήρα που επιταχύνει το βλήμα σε ταχύτητα άνω των δύο μαχ και επιτυγχάνει εμβέλεια της τάξης των 10 χιλιομέτρων. Ο ερευνητής του βλήματος είναι διπλού τύπου, παθητικός ερευνητής ραντάρ και ερευνητής υπερύθρων. Το βλήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για άμυνα σημείου είτε κατά αντιπλοϊκων πυραύλων.
Η αρχική έκδοση του πυραύλου αναφέρεται ως Block 0. Βασίζεται στον πύραυλο αέρος-αέρος AIM-9 Sidewinder, του οποίου χρησιμοποιείται ο πυραυλοκινητήρας, ο πυροκροτητής και η κεφαλή. Οι πύραυλοι Block 0 σχεδιάστηκαν για να χρησιμοποιούν αρχικά για πρόσκτηση στόχου την ακτινοβολία που εκπέμπεται από έναν στόχο και έναν ανιχνευτή υπέρυθρων για την τερματική καθοδήγηση που προέρχεται από αυτόν του πυραύλου FIM-92 Stinger. Σε δοκιμαστικές βολές, οι πύραυλοι Block 0 πέτυχαν ποσοστά επιτυχίας άνω του 95%.
Το Block 1 (RIM-116B) είναι μια βελτιωμένη έκδοση του πυραύλου RAM που προσθέτει ένα νέο σύστημα καθοδήγησης μόνο υπέρυθρων που του επιτρέπει να αναχαιτίζει πυραύλους που δεν εκπέμπουν σήματα ραντάρ. Οι δυνατότητες υποδοχής ραντάρ του Block 0 διατηρήθηκαν.
Το Block 2 (RIM-116C) είναι μια αναβαθμισμένη έκδοση του πυραύλου RAM που στοχεύει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση περισσότερο ευέλικτων αντιπλοϊκών πυραύλων μέσω ενός ανεξάρτητου συστήματος ενεργοποιητή ελέγχου τεσσάρων αξόνων, αυξημένης ικανότητας πυραυλοκινητήρα, βελτιωμένου παθητικού ανιχνευτή ραδιοσυχνοτήτων, αναβαθμισμένα εξαρτήματα του ανιχνευτή υπέρυθρων και προηγμένη κινηματική του βλήματος.
Αντίστοιχο σύστημα έχουν αναπτύξει οι κινέζοι με τον εκτοξευτή Type 710.SJ01-24 των 24 θέσεων για Α/Α πυραύλους HQ10. Ο κινέζικος πύραυλος έχει μήκος περίπου δύο μέτρων, επιτυγχάνει εμβέλεια εννέα χιλιομέτρων και διαθέτει ερευνητή IIR. Η Ταϊβάν έχει να επιδείξει το σύστημα 16 θέσεων Sea Oryx. Ο πύραυλος που χρησιμοποιείται είναι ο TC-1, έχει μήκος 2,87 μ και εμμβέλεια εννιά χιλιομέτρων. Ο ερευνητήτης του βλήματος είναι υπέρυθρος και διαθέτει κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας με πυροκροτητή εγγύτητας λέιζερ. Τέλος, πρόσφατα η γαλλική Thales έδωσε στη δημοσιότητα το πρόπλασμα ενός εκτοξευτή τύπου RAM χωρίς όμως να γίνουν περισσότερες πληροφορίες γνωστές.
Όσον αφορά άλλα CIWS πυροβόλων έχουμε το σύστημα millennium της γερμανικής Rheinmetall με μονό περιστρεφόμενο πυροβόλο των 35 χιλιοστών τοποθετημένο σε πύργο χαμηλής διατομής ραντάρ. Το σύστημα Gokdeniz της τουρκικής Aselsan με δύο πυροβόλα των 35 χιλιοστών τοποθετημένα σε πύργο με αυτόνομο σύστημα πρόσκτησης στόχου. Το γαλλογερμανικό RapidFire το οποίο πρόκειται για ένα CIWS πυροβόλων νέας γενιάς με πυροβόλο 40 χιλ το οποίο αναμένεται να εγκατασταθεί στα πλοία του γαλλικού ναυτικού αρχής γενομένης από τα πλοίας AOR και τέλος από το νοτιοκορεάτικο σύστημα CIWS-II το οποίο πρόκειται για ένα σύστημα βασισμένο στο 30άρι πυροβόλο του ολλανδικού Goalkeeper και το οποίο φέρει δύο ραντάρ AESA με κάλυψη 360 μοιρών. Η πρόταση CIWS-II της LIG Nex1 βασίζεται σε ένα σύστημα πυροβόλων όπλων με επτά κάννες που έχει ενσωματωθεί με ένα ραντάρ παρακολούθησης ενεργής ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA), ένα ραντάρ αναζήτησης AESA τεσσάρων όψεων και έναν ηλεκτρο-οπτικό ανιχνευτή. Αυτά τα εξαρτήματα είναι τοποθετημένα μέσα σε θόλο με χαρακτηριστικά μειωμένης διατομής ραντάρ (RCS). Το συγκεκριμένο σύστημα αναμένεται να αντικαταστήσει από το 2026 και μετά όλα τα υπάρχοντα συστήματα Goalkeeper και Phalanx που βρίσκονται σε υπηρεσία με το νοτιοκορεάτικο ναυτικό.
Σε ελληνική υπηρεσία βρίσκονται τα συστήματα πυροβόλων Mk15 Block 0 και Block 1 στις φρεγάτες Standard και Meko200, τα ΑΚ630 στα ρωσικά αερόστρωμνα και CIWS πυραύλων RAM Mk31 Block1 στις ΤΠΚ S-Vita και στις μελλοντικές φρεγάτες FDI. Όπως προαναφέραμε τα συστήματα CIWS είναι πολύτιμα για την επιβιωσιμότητα των ναυτικών μονάδων επιφανείας και χρειάζεται να αναβαθμίζονται ώστε να ακολουθούν τις εξελίξεις στα ναυτικά όπλα προσβολής και να μπορούν να τα αντιμετωπίζουν. Μια ολοκληρωμένη τερματική άμυνα χρειάζεται τόσο CIWS πυροβόλων όσο και πυραύλων για να μπορεί να αντιμετωπίζει με οικονομία αποθέματος και κόστους τις αντίστοιχες επερχόμενες απειλές, ειδικά σε ένα κλειστό περιβάλλον όπως η θάλασσα του Αιγαίου όπου οι απειλές είναι πολυποίκιλες.