Όπως έγινε γνωστό, στις 14 Οκτωβρίου έφτασε στο ΓΕΝ (Γενικό Επιτελείο ναυτικού) η αμερικανική πρόταση για την πώληση στο ΠΝ (Πολεμικό Ναυτικό) τεσσάρων πλοίων τύπου MMSC, τα οποία είναι διαμόρφωση των LCS, που επέλεξε η Σαουδική Αραβία.
Το πρόγραμμα LCS (Littoral Combat Ship) του Αμερικανικού Ναυτικού έχει δεχθεί σφοδρή κριτική, ακόμα και από την εποχή που ξεκίνησε, λίγο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Σε κάθε περίπτωση, τον Φεβρουάριο του 2014, ο τότε Υπουργός Άμυνας, Chuck Hagel, επιβεβαίωσε την είδηση ότι τελικά το Αμερικανικό Ναυτικό δεν θα ναυπηγήσει 52 πλοία, αλλά μόλις 32 (λίγο αργότερα το Κογκρέσο ενέκρινε τη ναυπήγηση άλλων τριών πλοίων ανεβάζοντας τον αριθμό στα 35 πλοία). Το κενό αναμένεται να καλύψει το πρόγραμμα ναυπήγησης νέων φρεγατών FFG(X).
Η φιλοσοφία πίσω από το πρόγραμμα LCS βασίζεται σε τρείς άξονες: (α) Τα πλοία θα πρέπει να έχουν κορυφαίες επιθετικές ικανότητες κατά άλλων πλοίων. Θα πρέπει να διατηρούν ένα επίπεδο αυτοάμυνας, αλλά το βασικό ζητούμενο πρέπει να είναι η φονικότητα τους (β) Τα πλοία θα πρέπει να μπορούν να εναλλάσσουν αποστολές, μέσω της εναλλαγής των φορτίων αποστολών (σπονδυλωτή σχεδίαση). Θα πρέπει επίσης να μπορεί να εκτελεί δίκτυο-κεντρικές επιχειρήσεις και (γ) Τα πλοία θα πρέπει να καλύψουν πολλά κενά, δηλαδή να είναι πολλαπλών ρόλων.
Πως προέκυψαν όμως τα πλοία LCS; Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το Αμερικανικό Ναυτικό διαπίστωσε ότι τα μεγάλα πλοία, επιπέδου αντιτορπιλικού, ενώ είναι ικανά και επαρκεί για ωκεάνιες θάλασσες, δεν ενδείκνυνται για χρήση σε κλειστές ή παράκτιες θάλασσες, για λόγους ασφαλείας κυρίως. Μια λύση που προτάθηκε ήταν τα πλοία κατηγορίας «Street Fighter», όπως τα αποκαλούσε χαρακτηριστικά το Ναυτικό, δηλαδή μικρά πλοία, εκτοπίσματος έως 1.000 τόνους, βαρέως εξοπλισμένα και χαμηλού κόστους (έως $ 90 εκατομμύρια ανά πλοίο, σε τιμές 2001). Τελικά όμως το σχέδιο δεν προχώρησε.
Μετά ήρθε η 11η Σεπτεμβρίου και οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις αναζητούσαν, γρήγορα, λύσεις προκειμένου να ανταποκριθούν στις προκλήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ. Για το Ναυτικό, μια από τις λύσεις ήταν το LCS: Ένα πλοίο πολλαπλών ρόλων. Για την ακρίβεια ένα πλοίο έξι διαφορετικών ρόλων (ναρκοπολέμου, ανθυποβρυχιακού πολέμου, πολέμου επιφανείας, συλλογής πληροφοριών, μεταφοράς ειδικών δυνάμεων και περιπολίας ανοιχτής θαλάσσης). Επιπλέον θα έπρεπε να μπορεί να μεταφέρει ελικόπτερο, να επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα τουλάχιστον 40 κόμβους (74 χιλιόμετρα την ώρα) και να κοστίζει περί τα $ 220 εκατομμύρια (τιμές 2001).
Λάθος προσέγγιση κατά την τελική απόφαση
Το 2003 το Αμερικανικό Ναυτικό αποφάσισε τη δαπάνη $ 15 δισεκατομμυρίων για τη ναυπήγηση 52 LCS ($ 288,5 εκατομμύρια ανά πλοίο, μαζί με τα όπλα και την υποστήριξη). Το 2004, η Lockheed Martin, η General Dynamics και η Raytheon κατέθεσαν τις προτάσεις τους. Τελικά αποφασίστηκε να ναυπηγηθούν δύο της πρόταση της Lockheed Martin (LCS-1 και LCS-3) και δύο πλοία της πρότασης της General Dynamics (LCS-2 και LCS-4). Η ναυπήγηση του πρώτου πλοίου (USS «Freedom», της Lockheed Martin) ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2005, ενώ του δεύτερου πλοίου (USS «Independence», της General Dynamics, τύπου Trimaran) ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2006.
Εδώ ταιριάζει η ελληνική παροιμία «η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται»: Το Ναυτικό χρηματοδότησε την ανάπτυξη δύο διαφορετικών πλοίων, για την ίδια αποστολή και στη συνέχεια αποφάσισε να εντάξει σε υπηρεσία και τα δύο πλοία, αγνοώντας την επιβάρυνση που θα έχει σε επίπεδο υποστήριξης και εκπαίδευσης.
Υπερβάσεις κόστους στη ναυπήγηση και υψηλό κόστος υποστήριξης
Παρά τη σαφή και ξεκάθαρη πρόθεση το κόστος των πλοίων να είναι κάτω των $ 300 εκατομμυρίων, ο προϋπολογισμός για το Οικονομικό Έτος 2010 κατάγραψε σοβαρή υπέρβαση κόστους: Στα $ 637 εκατομμύρια για το USS «Freedom» και στα $ 704 εκατομμύρια για το USS «Independence». Μια έκθεση του GAO (Government Accountability Office), του Ιουλίου 2014, κατέγραψε ετήσιο κόστος υποστήριξης του LCS ύψους $ 79 εκατομμυρίων, συγκριτικά με τα $ 54 εκατομμύρια που είναι το κόστος υποστήριξης μιας φρεγάτας. Απαντώντας στην κριτική, το Ναυτικό δήλωσε ότι το συγκεκριμένο κόστος είναι υψηλό λόγω των δοκιμών που συνοδεύουν ένα νέο πλοίο και ότι όσο περισσότερα πλοία εντάσσονται σε υπηρεσία τόσο το ετήσιο κόστος υποστήριξης θα μειώνεται. Ωστόσο, το Δεκέμβριο του 2016, το GAO ανέφερε ότι το LCS απέτυχε να ικανοποιήσει την απαίτηση για 30 μέρες σε αποστολή χωρίς να σημειωθεί βλάβη σε κύριο σύστημα.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα ναυπήγησης της περιόδου 2011-2015, όπως έχει καταγραφεί στους προϋπολογισμούς, αφορούσε στη ναυπήγηση 10 πλοίων (ένα από κάθε τύπο το χρόνο, δηλαδή δύο πλοία το χρόνο για πέντε χρόνια). Το κόστος του πλοίου της Lockheed Martin (LCS-5) ανήλθε στα $ 437 εκατομμύρια, ενώ αυτό της General Dynamics (LCS-6) ανήλθε στα $ 432 εκατομμύρια.
Επιχειρησιακά θέματα και περιορισμοί
Αλλά δεν είναι μόνο το κόστος των πλοίων. Το 2012 ο Ναύαρχος Samuel Perez ανέφερε ότι τα LCS «είναι υπό-εξοπλισμένα για πολεμικές επιχειρήσεις, εκτός από μικρά και ταχύπλοα σκάφη που δεν φέρουν βλήματα κατά πλοίων» και πρόσθεσε ότι η σχεδίαση Trimaran, με το εκτεταμένο πλάτος της, δημιουργεί προκλήσεις ναυσιπλοΐας σε στενές θαλάσσιες οδούς και μικρούς λιμένες.
Το 2013, ο Πλοίαρχος Kenneth Coleman, αξιωματικός επιφορτισμένος από το Ναυτικό για το πρόγραμμα LCS, ανέφερε ότι τα πλοία είναι ευάλωτα σε επιθέσεις από αεροπλάνα με βλήματα κατά πλοίων. Ο Αντιναύαρχος Thomas Copeman III, πρότεινε τη δημιουργία μιας βελτιωμένης έκδοσης (Super LCS) με αυξημένη ισχύ πυρός διότι σύμφωνα με τον ίδιο το κύριο πυροβόλο των 57 χιλιοστών ενδείκνυται περισσότερο για περιπολικά πλοία, παρά για πλοία επιπέδου φρεγάτας. Στη διάρκεια ακρόασης, στις 25 Ιουλίου του 2013, στην Υποεπιτροπή Θαλάσσιας Ισχύος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων τέθηκε το ερώτημα αν τα πλοία LCS μπορούν να επιβιώσουν σε πιθανή πολεμική σύρραξη με την Κίνα.
Από τα 35 πλοία, σε υπηρεσία σήμερα βρίσκονται 18, εκ των οποίων τέσσερα είναι πλοία δοκιμών, έξι χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση και μόλις οκτώ είναι επιχειρησιακά. Αύτη η πραγματικότητα έχει γίνει αντιληπτό από το Ναυτικό το οποίο πλέον προσανατολίζεται σε μια πιο συμβατική προσέγγιση: Κάθε LCS θα ενσωματώνει μόνιμα έναν συγκεκριμένο φόρτο μάχης για την εκτέλεση συγκεκριμένης αποστολής, ενώ θα αυξηθεί η επάνδρωση του. Πρόκειται για μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση από την αρχική, κάτι που αποδεικνύει ότι το πρόγραμμα LCS απέτυχε, τουλάχιστον ως προς τη συνάρτηση στόχων και αποτελεσμάτων. Τον Απρίλιο του 2018 το Αμερικανικό Ναυτικό είχε ανακοινώσει ότι δεν θα μπορέσει τελικά να ενισχύσει τον 7ο και τον 5ο Στόλο, σε Σιγκαπούρη και Μπαχρέιν, με πλοία LCS, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.
Επιχειρησιακά, το πρόβλημα με τα πλοία LCS είναι ότι αποτελούν σχεδιάσεις 20 ετών σε ένα ραγδαία μεταλλασσόμενο επιχειρησιακό περιβάλλον. Η ναυτική ισχύ της Κίνας έχει αυξηθεί σημαντικά με ικανότητες εκτόξευσης βλημάτων κατά πλοίων από μεγάλες αποστάσεις. Από την άλλη η Ρωσία, με τα βλήματα Kalibr και BrahMos, αποτελεί άλλη μια απειλή. Τα LCS, με τα Harpoon, δεν μπορούν να ανταποδώσουν τα πλήγματα, διότι το βεληνεκές των Harpoon δεν το επιτρέπει. Απλά ο οπλισμός των LCS δεν επαρκεί, σε ισχύ πυρός, για πόλεμο επιφανείας: Ένα πυροβόλο των 57 χιλιοστών, δύο πυροβόλα των 30 χιλιοστών, δύο πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών και τα βλήματα Hellfire με βεληνεκές 8 χιλιόμετρα μπορούν να προσβάλουν μικρούς θαλάσσιους στόχους, αλλά όχι μεγάλα πλοία επιφανείας.
Περιορισμένη προστασία
Τα πλοία LCS έχουν ναυπηγηθεί σύμφωνα με το επίπεδο προστασίας Level Ι+, όπως το ορίζει το Αμερικανικό Ναυτικό, δηλαδή ανώτερο του επιπέδου προστασίας Level I των περιπολικών σκαφών, αλλά χαμηλότερο του επιπέδου προστασίας Level II των φρεγατών κλάσης «Oliver Hazard Perry», τις οποίες αντικαθιστούν.
Το USS «Freedom» έχει εκτόπισμα 3.500 τόνους, 17% πάνω από το επιθυμητό όριο των 3.000 τόνων, ενώ το USS «Independence» έχει εκτόπισμα 3.100 τόνους, μόλις 3,3% πάνω από το επιθυμητό όριο εκτοπίσματος. Από τα δύο πλοία το «Freedom» έχει πιο συμβατική σχεδίαση και θεωρείται καλύτερο για επιχειρήσεις σε παράκτιο περιβάλλον. Το σκάφος είναι κατασκευασμένο από ατσάλι, άρα ανθεκτικότερο του «Independence» που είναι κατασκευασμένο από αλουμίνιο, ενσωματώνει μεγαλύτερο ελικοδρόμιο και θεωρείται καλύτερο για επιχειρήσεις σε ωκεάνιες θάλασσες. Το αλουμίνιο, μολονότι επιτρέπει τη μείωση του βάρους του πλοίου, άρα αυξάνει την ευελιξία του, εντούτοις δεν είναι ανθεκτικό σε πλήγματα, όπως το ατσάλι, με αποτέλεσμα το πρώτο πλήγμα να είναι συνήθως μοιραίο για το πλοίο.
Τεχνικά προβλήματα
Τον Ιανουάριο του 2018, το Γραφείο Επιχειρησιακών Δοκιμών και Αξιολογήσεων του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας κατέγραψε και δημοσιοποίησε σοβαρά προβλήματα με τα πλοία LCS, μεταξύ των οποίων: Θέματα που αφορούν το ραντάρ, τον περιορισμένο βαθμό αυτοπροστασίας των πλοίων από βλήματα κατά πλοίων και την απουσία εναλλακτικών-πολλαπλών μέσων αυτοπροστασίας, ιδιαίτερα κατά του πρώτου πλήγματος. Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου «κανένα LCS δεν μπορεί να επιβιώσει σε υψηλής έντασης μάχης».
Τα γεγονότα, όπως καταγράφονται στις επίσημες εκθέσεις, καταδεικνύουν ότι το Αμερικανικό Ναυτικό αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τα LCS: Ελλιπής ισχύ πυρός, περιορισμένες δυνατότητες αυτοάμυνας, σχεδόν διπλάσιο κόστος από το προβλεπόμενο, 75% περισσότερες απαιτήσεις επάνδρωσης από τον αρχικό σχεδιασμό, παρουσιάζουν συχνά τεχνικά προβλήματα και ο πολλαπλός ρόλος, για τον οποίο ναυπηγήθηκαν, αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση στην πράξη.
Οι δοκιμές εν πλω κατέδειξαν σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Για παράδειγμα τα πλοία «Freedom» έχουν παρουσιάσει επανειλημμένα προβλήματα με τους υδροπροωθητές (Water Jet). Το USS «Milwaukee» ρυμουλκήθηκε πίσω στο ναύσταθμο αμέσως μόλις εντάχθηκε σε υπηρεσία. Το σκάφος των «Independence» αντιμετωπίζει πρόβλημα διάβρωσης. Αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων είναι η αύξηση του κόστους υποστήριξης τους σχεδόν στο επίπεδο του κόστους υποστήριξης των «Arleigh Burke».
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Reuters», το «Milwaukee» τέθηκε εκτός υπηρεσίας λόγω προβλήματος στο σύστημα πρόωσης. Συγκεκριμένα το σύστημα εναλλαγής της πρόωσης μεταξύ του αεροστρόβιλου και του πετρελαιοκινητήρα απέτυχε στη διάρκεια δοκιμαστικής εναλλαγής στη μέθοδο πρόωσης. Στο «Fort Worth» συνέβη το ίδιο, τον Ιανουάριο του 2016, ενώ έπλεε στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το περιστατικό αποδόθηκε σε μη-προβλεπόμενες διαδικασίες από το πλήρωμα, το οποίο φαίνεται ότι άφησε το σύστημα εναλλαγής της μεθόδου πρόωσης με περιορισμένη ποσότητα ελαίου και λιπαντικού. Τον Ιούλιο του 2016 το «Freedom» αντιμετώπισε εισροή θαλάσσιου ύδατος σε έναν από τους δύο πετρελαιοκινητήρες και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη βάση του.
Πρόβλημα υπάρχει και στη διαδικασία εναλλαγής των φόρτων μάχης. Σήμερα μόνο οι φόρτοι μάχης για πόλεμος επιφανείας και ανθυποβρυχιακό πόλεμο είναι διαθέσιμες. Ωστόσο στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι η εναλλαγή τους είναι τεχνικά δύσκολη, γι’ αυτό και το Ναυτικό αποφάσισε να δεσμεύσει έκαστο πλοίο σε έναν ρόλο, δηλαδή να αποβάλει οριστικά το χαρακτηρισμό «πολλαπλού ρόλου» από τα πλοία. Ο φόρτος αποστολής ναρκοπολέμου αναμένεται κάποια στιγμή τη δεκαετία του 2020. Ο στόχος των 40 ατόμων πληρώματος αποδείχθηκε ουτοπικός με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις επάνδρωσης να αυξηθούν στα 70 άτομα, κάτι που δημιούργησε την ανάγκη αλλαγών στην εργονομία του πλοίου και τη δημιουργία νέων ενδιαιτήσεων.
Η επιλογή της Σαουδικής Αραβίας
Παρά τα προβλήματα, το LCS γνώρισε την πρώτη του εμπορική επιτυχία στη Σαουδική Αραβία, η οποία αποφάσισε την προμήθεια τεσσάρων MMSC (Multi-Mission Surface Combatant), ενός πλοίου βασισμένο στα πλοία «Freedom». Σύμφωνα με δημοσιεύματα του αμερικανικού τύπου το κόστος του προγράμματος θα ανέλθει στα $ 6 δισεκατομμύρια ή 5,39 δις ευρώ (πλοία, όπλα, υποστήριξη, εκπαίδευση).
Το πρόγραμμα εντάσσεται στο εξοπλιστικό πακέτο των $ 110 δισεκατομμυρίων, μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, εκ των οποίων τα $ 20 δισεκατομμύρια αφορούν σε εξοπλισμούς μεγάλων πλοίων επιφανείας. Τα πλοία MMSC βρίσκονται υπό ναυπήγηση και η παράδοση τους θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2021. Κάθε πλοίο κόστισε € 1,34 δις μαζί με όπλα και πρόγραμμα υποστήριξης. Εδώ να τονιστεί ότι περιλαμβάνεται το μεγάλο κόστος ανάπτυξης που ζήτησαν οι ΗΠΑ κάτι το οποίο δεν ισχύει για την ελληνική πλευρά.
Εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα: Πως γίνεται οι ΗΠΑ να προσφέρουν για το ΠΝ πλοία διαμόρφωσης MMSC στη τιμή των Αμερικανικών LCS κλάσης «Freedom» με υποδεέστερο εξοπλισμό. Ακόμα και εάν η τιμή του € 1,34 δις ανά πλοίο είναι υπερβολική λόγω κόστους έρευνας και ανάπτυξης, όπλων και υποδομών πως γίνεται να πέφτουμε στα € 500 εκατομμύρια ανά σκάφος με όπλα και πρόγραμμα τεχνικής υποστήριξης;
Αλλά γιατί η Σαουδική Αραβία επέλεξε ένα πλοίο με τόσα προβλήματα; Πρώτα απ’ όλα η Σαουδική Αραβία επιχειρεί σε ρηχές θάλασσες, στον Περσικό Κόλπο και τους Κόλπους του Ομάν και της Υεμένης, για την προστασία των οδών μεταφοράς του πολύτιμου πετρελαίου της. Υπό αυτή την έποψη τα LCS είναι ιδανικά για τη χώρα. Αλλά όχι στη διαμόρφωση του Αμερικανικού Ναυτικού, προφανώς αναγνωρίζοντας τα προβλήματα τους.
Τα MMSC έχουν εκτόπισμα 4.000 τόνους και πλήρωμα 110-130 ατόμων. Είναι ελαφρώς μεγαλύτερα σε μήκος και ενσωματώνουν σύστημα κάθετης εκτόξευσης Mk.41 οκτώ κελιών, έκαστο με δυνατότητα ενσωμάτωσης τεσσάρων αντιαεροπορικών βλημάτων ESSM (μπορούν επίσης να φιλοξενήσουν και βλήματα SM-2, καθώς και βλήματα προσβολής στόχων εδάφους Tomahawk). Επίσης έχει επιλεγεί το νεότερο ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης TRS4D και το σύστημα διαχείρισης μάχης COMBATSS21, το οποίο βασίζεται στο Aegis. Επίσης φέρουν οκταπλό εκτοξευτή βλημάτων Harpoon Block II. Τα πυροβόλα και πολυβόλα παραμένουν τα ίδια.
Συγκριτική ανάλυση μεταξύ MMSC και Belh@rra
Όπως έχουμε γράψει και αναλύσει κατ’ επανάληψη ιδανική επιλογή δεν υπάρχει. Κάθε οπλικό σύστημα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα MMSC
Οικονομικότερο κόστος ανά μονάδα. Πρόκειται για € 500 εκατομμύρια ανά πλοίο όταν η Belharra της ελληνικής διαμόρφωσης είναι στα € 650 εκατομμύρια ανά πλοίο. Η προσφορά των ΗΠΑ είναι € 2 δις για τέσσερα πλοία με τα όπλα τους, τη στιγμή που η γαλλική είναι € 1,4 δις για δύο πλοία με τα όπλα τους. Από τη μια μεριά αν δώσουμε € 2 δις έχουμε τέσσερα αμερικανικά πλοία και από την άλλη κάνοντας την αντίστοιχη αναγωγή, δηλαδή € 1,4 δις για δύο πλοία με τα όπλα τους ή αν δώσουμε € 2 δις έχουμε τρία γαλλικά πλοία με βάση τις προσφορές που κατατέθηκαν στη Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΓΕΝ.
Σε αντιδιαστολή η Σαουδική Αραβία πληρώνει για τέσσερα πλοία MMSC € 5,36 δισεκατομμύρια, δηλαδή € 1,34 δισεκατομμύρια ανά πλοίο, μαζί με όπλα, υποστήριξη και εκπαίδευση.
Υψηλότερη ταχύτητα πλεύσης. Τα πλοία MMSC έχουν ταχύτητα λόγω του προωστήριου σκεύους που ξεπερνούν τους 30 κόμβους όταν η Belharra είναι στους 28. Εδώ το μειονέκτημα των MMSC είναι οι υδροπροωθητές (Water Jet). Και αυτό γιατί οι υδροπροωθητές έχουν υψηλό κόστος υποστήριξης. Τα πλεονεκτήματα των υδροπροωθητών είναι τα εξής: Ελιγμοί-ελικτικά στοιχεία, δυνατότητα προσεγγίζει σε αβαθή ύδατα, καλύτερη απόδοση σε υψηλές ταχύτητας, ευκολότερη συντήρηση στη φάση της δεξαμενής (μπαίνουν και βγαίνουν εύκολα οι υδροπροωθητές) και τα μειονεκτήματα είναι οι κραδασμοί στα αξονικά συστήματα των υδροπροωθητών. Σε ταχύτητες έως και 25 κόμβους είναι προτιμότερη είναι η επιλογή προπέλας.
Ο παράγοντας αλουμίνιο. Τα πλοία MMSC είναι κατασκευασμένα από αλουμίνιο στην υπερκατασκευή. Αυτό είναι θετικό από πλευράς ότι δεν ανεβάζει το κέντρο βάρους του πλοίου αλλά το μεγάλο μειονέκτημα είναι η αντοχή σε πλήγματα από εχθρικά κατευθυνόμενα βλήματα και η δομική καταπόνηση σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες (θαλασσοταραχή).
Το όπλο εγγύς άμυνας CIWS κατηγορίας SeaRAΜ. Βέβαια εδώ πρέπει να τονιστεί πως και η Belh@rra είναι δεδομένο ότι θα έχει CIWS όπως το RAM οπότε υπάρχει ισοπαλία ανάμεσα στα δύο πλοία.
Ναυπήγηση στην Ελλάδα από την ONEX η οποία έχει καταθέσει πρόταση εξαγοράς των ναυπηγείων Ελευσίνας.
Χρησιμοποίηση ενός όπλου που ήδη γνωρίζει το ΠΝ και που υπάρχει υποδομή. Πρόκειται για τους ESSM.
Στον ναυτικό αγώνα κατά στόχων επιφανείας τα πλοία αξιοποιούν παρόμοια βλήματα. Exocet Block IIIC vs Harpoon Block II. Διαφορά υπέρ της Αμερικανικής σχεδίασης θα υπήρχε εάν η ελληνική πλευρά επέλεγε την τοποθέτηση και εγκατάσταση των NSM βλημάτων που είναι τα τελευταίας τεχνολογίας βλήματα κατά στόχων επιφανείας.
Στον αντίποδα τα κύρια πλεονεκτήματα και αντίστοιχα μειονεκτήμτα της Belharra
Κορυφαίο ραντάρ SF-500 (Sea Fire 500) με δυνατότητα ταυτόχρονης εμπλοκής 16 στόχων τη στιγμή που η MMSC μπορεί απόρροια των δύο ραντάρ ελέγχου πυρός τύπου Saab CEROS 200 FCR να βάλει μόλις δύο βλήματα εναντίον ισάριθμων στόχων. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο πλεονέκτημα των γαλλικών ψηφιακών φρεγατών. Το ραντάρ Sea Fire 500 τεχνολογίας GaN είναι ότι τελειότερο και αρτιότερο.
Ο φόρτος μάχης των δύο πλοίων είναι παρεμφερής. Η μεν Belharra έχει 16 βλήματα μεσαίου βεληνεκούς Aster 15 και 16 βλήματα μεγάλου βεληνεκούς Aster 30. Από την άλλη μεριά τα πλοία MMSC φέρουν φόρτο 32 ESSM ή 8 SM-2. Το βασικό μειονέκτημα του SM-2 είναι η ανάγκη ύπαρξης ραντάρ ελέγχου πυρός (καταυγαστήρα) ώστε να υπάρχει καθοδήγηση Διακοπτόμενης Kαταύγασης Συνεχούς Κύματος (ICWI-Interrupted Continuous Wave Illumination) προς τον στόχο. Εδώ όμως τίθεται ζήτημα ποια έκδοση θα προμηθευτούμε και είναι αποδεσμεύσιμη του βλήματος SM-2. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως οι υπάρχουν πολλές εκδόσεις των SM-2 με τελευταία την Block IIIB όπου ο υπέρυθρος ερευνητής του βλήματος αναλαμβάνει το τελευταίο στάδιο προ της προσβολής του στόχου και ως εκ τούτων δεν απαιτείται ραντάρ ελέγχου πυρός . Μεγάλο πλεονέκτημα των ASTER 30 είναι τα κινηματικά τους στοιχεία (φορτίσεις G, ελιγμοί κτλ). Συνεπώς, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ASTER 30 είναι ο ερευνητής του που δεν απαιτεί ραντάρ ελέγχου πυρός ή καταυγαστήρα.
Κορυφαία σουίτα ανθυποβρυχιακού πολέμου. Τα πλοία MMSC δεν φέρουν σόναρ κατηγορίας VDS – μεταβλητού βάθους αν και εκτίμηση μας είναι πως μπορούν να φέρουν ως προσθήκη όπως αντίστοιχα οι Belharra μπορούν να φέρουν CIWS (RAM, PHALANX, MILLENIUM κτλ).
Ένα άλλο πλεονέκτημα των Belharra είναι η δυνατότητα να φέρουν στρατηγικά όπλα όπως οι Scalp Naval αλλά εδώ υπάρχει το μειονέκτημα πως μειώνονται τα βλήματα αντιαεροπορικής άμυνας που είναι και πρέπει να είναι η βασική επιχειρησιακή απαίτηση. Όποτε η διαμόρφωση είναι 12 Aster 15 και 12 Aster 30 και 8 Scalp Naval.
Νεότερη από ναυπηγικής και τεχνολογικής άποψης, σχεδίαση που δίνει έμφαση στον ηλεκτρονικό πόλεμο λόγω του συστήματος SENTINEL. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το RCS των γαλλικών ψηφιακών φρεγατών που είναι πολύ μικρότερο όπως και το ακουστικό ίχνος των πλοίων.
Εναλλακτική πηγή οπλικών συστημάτων. Το έχουμε τονίσει πολλές φορές πως δύο πηγές προμήθειας οπλικών συστημάτων είναι μεγάλη ανάγκη και αυτό γιατί καλή η ομοιοτυπία και η κοινή τεχνική υποστήριξη αλλά πάντα πρέπει να υπάρχει εναλλακτική πηγή προμήθειας οπλικών συστημάτων όχι για πολιτικούς αλλά για αμιγώς επιχειρησιακούς λόγους με κυριότερο αυτό του ελέγχου πηγαίου κώδικα.
Τα συστήματα μάχης των δύο πλοίων είναι αντίστοιχα με τη διαφορά να είναι υπέρ της γαλλικής φρεγάτας λόγω ραντάρ.
Ανακεφαλαιώνοντας, να τονίσουμε ξανά πως ιδανική επιλογή δεν υπάρχει. Αφήνουμε στη κρίση του ΠΝ το θέμα χωρίς όμως να αποκλείεται μια απόφαση που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές όπως έχει γίνει στο παρελθόν σε άλλα εξοπλιστικά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση ο ανταγωνισμός μόνον οφέλη έχει. Από εκεί και πέρα έχουμε γράψει πολλές φορές πως υπάρχουν πολλές επιλογές στη διαμόρφωση και τη σύνθεση του εξοπλισμού ενός πλοίου αλλά με επιπρόσθετα κόστη, ρίσκο και συνεπώς χρόνο. Να τονιστεί ότι στο παρόν άρθρο έλαβε χώρα σύγκριση μεταξύ της Belharra ελληνικής διαμόρφωσης και του πλοίου MMSC του Ναυτικού της Σαουδικής Αραβίας.
Η δική μας εκτίμηση και άποοψη για το ΠΝ είναι ότι σε πρώτη φάση πρέπει να τρέξουν άμεσα δύο κορυφαία προγράμματα:
Νέες τορπίλες
Εκσυγχρονισμός ΜΕΚΟ 200 ΗΝ.