Τα δύο κύρια συστήματα άμυνας περιοχής που υπάρχουν στο δυτικό οπλοστάσιο είναι το αμερικάνικo Aegis και το ευρωπαϊκό PAAMS. Το αμερικάνικο σύστημα πρωτομπήκε σε υπηρεσία τη δεκαετία του του 1970 με τα καταδρομικά τύπου Ticonderoga. Η καρδιά του συστήματος είναι η σειρά των ραντάρ AN/SPY-1 που προσφέρει αποκάλυψη στόχων σε πολύ μακρινές αποστάσεις. Τα κύρια συστατικά του συστήματος είναι:

  1. Το παθητικό (PESA) ραντάρ AN/SPY-1.
  2. Το σύστημα Command & Control και ελέγχου των όπλων του πλοίου
  3. Το ραντάρ καταύγασης στόχων Mk99
  4. Οι εκτοξευτές Mk26 ή Mk41 με τους πυραύλους μέσου/μεγάλου βεληνεκους SM-2

Από τη δεκαετία του 70 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει δέκα εκδόσεις του συστήματος. Η νεότερη που χρησιμοποιείται σήμερα είναι η Baseline 10 που περιέχει όλες τις αναβαθμίσεις, νέα όπλα, νέα ραντάρ καθώς και δυνατότητα αντιβαλλιστικής άμυνας.

Ραντάρ

Το αρχικό ραντάρ του συστήματος Aegis ήταν το AN/SPY-1A που έφεραν τα πρώτα καταδρομικά κλάσης Ticonderoga. Στην αναβαθμισμένη έκδοση baseline 2 το σύστημα έφερε το αναβαθμισμένο ραντάρ AN/SPY-1Β(V). Με την είσοδο σε υπηρεσία το 1991 των πρώτων αντιτορπιλικών τύπου A.Burke υιοθετήθηκε το ραντάρ AN/SPY-1D και AN/SPY-1D(V) στα πλοία Fight IIA. Αντίστοιχα το σύστημα τοποθετήθηκε στις φρεγάτες F100 του Ισπανικού Ναυτικού, Nansen του Νορβηγικού ναυτικού με την ελαφριά έκδοση AN/SPY-1F του ραντάρ. Τέλος το σύστημα έχει τοποθετηθεί στα αντιτορπιλικά Hobart του Αυστραλιανού ναυτικού, τα KDX III του Νοτιοκορεάτικου Ναυτικού και τα Αντιτορπιλικά κλάσης Kongo, Atago και Maya του Ιαπωνικού Ναυτικού.

Στην τελευταία έκδοση του συστήματος Baseline 10 το AEGIS συνεργάζεται με το νέο επίσης AESA ραντάρ AN/SPY-6. Το ραντάρ αυτό θα φορέσουν τα αντιτορπιλικά κλάσης A.Burke Fight III, οι νέες φρεγάτες κλάσης Constellation. Αντίστοιχα οι νέες φρεγάτες κλάσης Type 26 του Καναδικού και Αυστραλιανού Ναυτικού θα φορέσουν το ελαφρύτερο AN/SPY-7. Δηλαδή το σύστημα έχει ήδη τοποθετηθεί σε πάνω από 100 νατυκές μονάδες και αναμένεται να τοποθετηθεί σε άλλες περίπου 70 μονάδες στα επόμενα χρόνια.

AN/SPY-1

Σε αντίθεση με τα ραντάρ της αεροπορίας των ΗΠΑ στο ναυτικό το πρώτο σταθερό ραντάρ διάταξης φάσης ήταν τεχνολογίας PESA (Passive Electronic Scanned Array). Ητάν το γνωστό AN/SPY-1A που φόρεσαν πρώτα τα καταδρομικά κλάσης Ticonderoga οδηγώντας, μαζί με την εισαγωσή σε υπηρεσία του νέου τότε ΑΑ πυραύλου SM-2 και του συστήματος AEGIS, την ΑΑ άμυνα περιοχής σε ένα άλλο πρωτόγνωρο για την εποχή επίπεδο.

Το μοντέλο AN/SPY-1A εγκαταστάθηκε στα 12 πρώτα καταδρομικά της κλάσης Ticoderoga (CG47-58) και εχει διαμορφωθεί με τέσσερις συστοιχίες φάσεων η καθεμία, δύο τοποθετημένες μπροστά και δύο πίσω. Κάθε κεραία υποδιαιρείται σε 140 μονάδες συστοιχίας, η καθεμία με 32 στοιχεία ακτινοβολίας. Υπάρχουν 4.096 στοιχεία εκπομπής και 4.352 στοιχεία λήψης. Οι μετατοπιστές φάσης περιλαμβάνουν εξαιρετικά ακριβείς, ανθεκτικούς στη θερμοκρασία συνθετικούς κρυστάλλους λυχνίτη και οδηγούνται από πλακέτες οδήγησης τεσσάρων καναλιών, εκ των οποίων υπάρχουν οκτώ πανομοιότυπες για να διασφαλιστεί ο πλεονασμός (system redundancy) και η επιβίωση.

Το AN/SPY-1Β πέτυχε αρχική επιχειρησιακή ικανότητα το 1989 όταν τέθηκε σε λειτουργία το USS Princeton (CG-59). Έφερε νέους μικρότερους μετατοπιστές φάσης επιτρέποντας πολύ μικρότερα βάρη. Επίσης, εφαρμόστηκαν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά anti-stealth, αν και η πλήρης υλοποίηση έπρεπε να περιμένει το SPY-1D(V). Επίσης οι δυντότητες ECCM του συστήματος έχουν βελτιωθεί.

Το AN/SPY-1D (για Destroyer) είναι το μοντέλο –Β προσαρμοσμένο για ένα πλοίο μεγέθους αντιτορπιλικού. To φόρεσε το πρωτο αντιτορπιλκό AAW της κλάσης Arleigh Burke DDG-51 το 1991 έως και το DDG-91. Τα αντιτορπιλικά φέρουν έναν μόνο πομπό ραντάρ αντί για δύο, και στη θέση των τεσσάρων ρανταρ φωτισμου στόχων στα πλοία CG-47, υπάρχουν μόνο τρεις.

Το μοντέλο AN/SPY-1D(V) φόρεσαν όλα τα υπόλοιπα πλοία της κλάσης Arleigh Burke της διαμόρφωσης Flight IIA μέχρι την έλευση της διαμόρφωσης Flight IIΙ η οποία έφερε ένα τελείως νέο ραντάρ. Στο AN/SPY-1D(V)υπήρξε πλήρης εφαρμογή των χαρακτηριστικών anti-stealth. Εισήγαγε προηγμένες κυματομορφές που μείωσαν τον θορύβο υπόβαθρου, επιτρέποντας πολύ καλύτερο εντοπισμό κρυφών στόχων. Εισήχθησαν νέες τεχνικές επεξεργασίας ECCM για την εξάλειψη πολλών τύπων παραπλανητικών παρεμβολών. Η απόδοση έναντι στόχων με υπόβαθρο ξηράς βελτιώθηκε επίσης σημαντικά. Έγινε επιχειρησιακό το 2004 όταν τέθηκε σε λειτουργία το USS Pinckney (DDG-91).

Το μοντέλο AN/SPY-1F (για Frigate) σχεδιάστηκε ώστε να μπορεί να εγκατασταθεί σε πλοία μεγέθους φρεγάτας έτσι η διάμετρος της κάθε σταθερής στοιχειοκεραίας μειώθηκε στα 2,4 μέτρα και αντίστοιχα και ο αριθμός των στοιχείων της στα 1856 από 4350. Το μοντέλο αυτό έχει όλα τα πλεονεκτήμα των προκατόχων του με μικρότερο όγκο και βάρος. Ενσωματώθηκε με επιτυχία στα πλοία κλασης F-100 του Ισπανικού ναυτικού και Nansen του Νορβηγικού ναυτικού

Τελευταίο μοντέλο της σειράς που όμως δεν είχε την τύχη να εγκατασταθεί σε κάποια κλάση πλοίων ήταν το AN/SPY-1Κ το οποίο είναι μια ακόμη μικρότερη έκδοση ικανή να φορεθεί σε πλοία πολύ μικρού εκτοπίσματος όπως ελαφρές φρεγάτες και κορβέτες.

 AN/SPY-6

Το AN/SPY-6 αλλιώς γνωστό και ως Air and Missile Defense Radar (AMDR) είναι ένα ενεργό 3D ραντάρ διάταξης φάσης το οποίο Θα παρέχει ολοκληρωμένη αεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα για τα αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke Flight III. Παραλλαγές βρίσκονται υπό ανάπτυξη για τη μετασκευή του Flight IIA Arleigh Burkes και για εγκατάσταση σε φρεγάτες κλάσης Constellation, αεροπλανοφόρα κατηγορίας Gerald R. Ford και αποβάθρες αμφίβιων μεταφορών κατηγορίας San Antonio. Η πρώτη παράδοση του AN/SPY-6 στο USN πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 2020.

Το σύστημα SPY-6 αποτελείται από δύο κύρια ραντάρ και έναν ελεγκτή σειράς ραντάρ (RSC) για τον συντονισμό των αισθητήρων. Ένα ραντάρ ζώνης S παρέχει αναζήτηση όγκου, παρακολούθηση, διάκριση άμυνας βαλλιστικών πυραύλων και επικοινωνίες πυραύλων, ενώ το ραντάρ ζώνης Χ παρέχει αναζήτηση ορίζοντα, παρακολούθηση ακριβείας, επικοινωνία πυραύλων και τερματικό φωτισμό στόχων. Οι αισθητήρες S-band και X-band θα μοιράζονται επίσης λειτουργίες, όπως πλοήγηση με ραντάρ, ανίχνευση περισκοπίου και καθοδήγηση και επικοινωνία πυραύλων. Το SPY-6 προορίζεται ως ένα επεκτάσιμο σύστημα, με κάθε διάταξη αισθητήρων να συναρμολογείται από Radar Modular Assemblies (RMA), αυτόνομες μονάδες ραντάρ.

Οι μονάδες εκπομπής-λήψης θα χρησιμοποιούν νέα τεχνολογία ημιαγωγών νιτριδίου του γαλλίου (GaN),[8] επιτρέποντας μεγαλύτερη πυκνότητα ισχύος από τις προηγούμενες μονάδες ραντάρ αρσενιδίου του γαλλίου. Το νέο ραντάρ θα απαιτεί διπλάσια ηλεκτρική ισχύ από την προηγούμενη γενιά, ενώ θα παράγει πάνω από 35 φορές περισσότερη ισχύ ραντάρ.

Το ραντάρ είναι 30 φορές πιο ευαίσθητο και μπορεί ταυτόχρονα να χειριστεί πάνω από 30 φορές τους στόχους του υπάρχοντος AN/SPY-1D(V), επιτρέποντάς του να αντιμετωπίσει μεγάλες και περίπλοκες επιθέσεις κορεσμού. Υπολογίζεται ότι έχει βελτιωμένη ευαισθησία 15 dB σε σύγκριση με το ραντάρ AN/SPY-1 προηγούμενης γενιάς ή αλλιώς ικανό να ανιχνεύει στόχους το μισό του μεγέθους σε διπλάσια απόσταση.

Τα όπλα

Το αρχικό σύστημα των πρώτων καταδρομικών Ticonderoga που έφεραν τους διπλούς εκτοξευτές πυραύλων MK 26 είχε πιστοποιημένους μόνο τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς SM-2. Με την αναβάθμιση Baseline 2 στα επόμενα πλοία της κλάσης που έφεραν τους νέους τότε κάθετους εκτοξευτές πυραύλων MK41 το σύστημα πιστοποιήθηκε στους πυραύλους κρουζ Tomahawk και για ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Σήμερα στην τελευταία έκδοση σύμφωνα με την εταιρία το AEGIS είναι πιστοποιημένο σε 18 διαφορετικούς τύπους πυραύλων που συμπεριλαμβάνει τους SM-2 και ESSM για αντιαεροπορική άμυνα περιοχής και σημείου, τους SM-3 και SM-6 για αντιβαλλιστική άμυνα, τους VLA για ανθυποβρυχιακό πόλεμο και τους Tomahawk για κρούση μεγάλης εμβέλειας. Επίσης το σύστημα είναι διασυνδεδεμένο με την τακτική ζεύξη δεδομένων των ελικοπτέρων MH-60R και χρησιμοποιεί τα δεδομένα από τα συστήματα του ελικοπτέρου για ενίσχυση της επίγνωσης της κατάστασης.

PAAMS

Από την άλλη πλευρά του ατλαντικού η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισαν την ανάπτυξη ενός αντίστοιχου συστήματος για τις νέες μονάδες αντιαεροπορικού πολέμου που ήταν να μπουν σε υπηρεσία τη δεκαετία του 2000. Το νέο σύστημα ονομάστηκε PAAMS (Principal Anti-Air Missile System) και οδήγησε στην ανάπτυξη των νέων ευρωπαϊκών πυραύλων μέσου και μεγάλου βεληνεκούς Aster 15 και Aster 30. Με τις περικοπές των αρχικών πλοίων στο μισό, τελικά το σύστημα εγκαταστάθηκε σε μόλις τέσσερα αντιτορπιλικά κλάσης Horizon του Ιταλικού και Γαλλικού Ναυτικού και έξι αντιτορπιλικά κλάσης Type 45 Daring του Royal Navy. Το σύστημα αποτελείται από

  1. Το ραντάρ EMPAR στα Horizon και SAMPSON στα Type 45.
  2. Το σύστημα Command & Control και ελέγχου των όπλων του πλοίου
  3. Τoυς εκτοξευτές Sylver
  4. Tους πυραύλους μέσου/μεγάλου βεληνεκους Aster 15 & Aster 30.

Το PAAMS έχει σχεδιαστεί για να παρέχει προστασία στη θάλασσα έναντι εχθρικών αεροσκαφών, τακτικών βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων κρουζ. Είναι ένα πανκατευθυντικό σύστημα 360 μοιρών που μπορεί να παρέχει αεροπορική άμυνα πολλαπλών επιπέδων στα σκάφη εξοπλισμένα με PAAMS και προστασία περιοχής για έναν στόλο γειτονικών πλοίων. Το σύστημα αεράμυνας είναι ικανό να νικήσει κορεσμένες επιθέσεις από σύγχρονες αεροπορικές απειλές, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων κατά πλοίων, πυραύλων κατά ραντάρ και μαχητικών αεροσκαφών.

HMS Duncan – Type 45 class AAW Destroyer equipped with PAAMS System

Για επιτήρηση και παρακολούθηση μεγάλης εμβέλειας, το PAAMS χρησιμοποιεί το ραντάρ S1850M, μια αναβαθμισμένη έκδοση του ολλανδικού ραντάρ SMART-L, το οποίο επιτρέπει στα σκάφη εξοπλισμένα με PAAMS να εντοπίζουν και να παρακολουθούν εναέριες απειλές. Μόλις εντοπιστεί μια απειλή από το ραντάρ μεγάλης εμβέλειας S1850M, το ραντάρ ελέγχου πυρός, το πολυλειτουργικό ραντάρ EMPAR στα αντιτορπιλικά κλάσης Horizon και το ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών SAMPSON σε αντιτορπιλικά Type 45, ενεργοποιούνται για να παρέχουν πληροφορίες για την τροχιά του στόχου και να υπολογίσουν μια λύση βολής.  

Ραντάρ

Το πολυλειτουργικό ραντάρ EMPAR λειτουργεί στη μπάντα C-band (4-8 GHz) με συχνότητα που μεταβάλλεται ταχέως στα 5,6 GHz στον κύριο τρόπο λειτουργίας. Το ραντάρ χρησιμοποιεί την αρχή της συμπίεσης των παλμών ψηφιακών σημάτων και έναν υπερετερόδυνο δέκτη δύο σταδίων συνδεδεμένο με μια μονάδα αρκετών ψηφιακών επεξεργαστών της σειράς C40 της Raytheon. Το ραντάρ EMPAR διαθέτει μία υδρόψυκτη περιστρεφόμενη παθητική ηλεκτρονική κεραία σάρωσης με γωνία κλίσης 30°. Το ραντάρ με μια τέτοια κεραία έχει περιορισμένες δυνατότητες δράσης σε συνθήκες μαζικών αεροπορικών επιθέσεων όταν έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί αντισταθμίζονται σε κάποιο βαθμό από το γεγονός ότι ο Aster-30 δεν απαιτεί σταθερή, αλλά μόνο περιοδική διόρθωση καθοδήγησης στο μεσαίο τμήμα της τροχιάς και το τελικό τμήμα προσέγγισης λειτουργεί από ενεργό ραντάρ. Όλα αυτά απαλλάσσουν το ραντάρ EMPAR από την ανάγκη να βρίσκεται σε επαφή με τον πύραυλο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναχαίτισης του στόχου. Η κεραία ραντάρ EMPAR αποτελείται από 2.160 στοιχεία μετάδοσης και σχηματίζει μια δέσμη 2,6° με δυνατότητα ελέγχου του μοτίβου κατεύθυνσης εντός 45° οριζόντια και 60° κάθετα. Το ραντάρ μπορεί ταυτόχρονα να παρέχει μονοπαλμική παρακολούθηση για 69 στόχους υψηλής προτεραιότητας και 2.311 στόχους χαμηλής προτεραιότητας, με τον επιθυμητό ρυθμό δεδομένων να προσαρμόζεται για κάθε στόχο. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή, η συντήρηση 50 στόχων υψηλής προτεραιότητας μπορεί να παρέχεται με τέτοια ακρίβεια και ταχύτητα λήψης δεδομένων που θα είναι επαρκής για την άμεση αναχαίτιση αυτών των στόχων, αν και όχι όλοι οι στόχοι ταυτόχρονα. Ορισμένες πηγές εκτιμούν ότι το ραντάρ EMPAR είναι ικανό να ελέγχει ταυτόχρονα έως και 24 πυραύλους κατά την πτήση. Αυτό το ραντάρ χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθες περιοχές ανίχνευσης στόχων: 180 χλμ για στόχους 10 τετραγωνικών μέτρων, 120 χλμ για στόχους 2 τετραγωνικών μέτρων και 50 χλμ για στόχους 0,1 τετραγωνικών μέτρων.

Το πολυλειτουργικό ραντάρ «Sampson» δημιουργήθηκε από τη βρετανική εταιρεία «Defence Evaluation» και τον ερευνητικό οργανισμό DERA. Το ραντάρ προορίζεται τόσο για ανίχνευση στόχων επιφάνειας και αέρα, όσο και για διόρθωση της διαδρομής πτήσης. Το ραντάρ λειτουργεί στη ζώνη E/F. Η ζώνη Ε έχει χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό εναέριων στόχων (σε εμβέλεια έως 250 km) και θαλάσσιων στόχων (μέχρι τη γραμμή του ορίζοντα). Η ζώνη F  χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των συντεταγμένων στόχων και τη διόρθωση της τροχιάς του συστήματος SAM μέσω περιοδικής αποστολής εντολών ελέγχου σε αυτό. Η κεραία φάσης ραντάρ αποτελείται από δύο στρογγυλούς καθρέφτες τοποθετημένους «πλάτη με πλάτη» σε μια κοινή περιστρεφόμενη βάση, με συνολικά 5200 στοιχεία, από 2600 στις ζώνες E και F. Κάθε ένα από τα στοιχεία καταναλώνει 10 W, η συνολική ισχύς ακτινοβολίας είναι περίπου 25 kW ανά καθρέφτη. Υπάρχουν πολλά κανάλια σε κάθε εύρος, το οποίο παρέχεται με ηλεκτρονική σάρωση της δέσμης και επιτρέπει να ανιχνεύσει ταυτόχρονα έως και 2000 στόχους, να παρακολουθήσει 12 από αυτούς (συμπεριλαμβανομένων 8 – στην κοντινή ζώνη) και να διορθώσει την τροχιά της πτήσης σε 16 πυραύλους. Το βάρος της κεραίας είναι 4,6 t και η ταχύτητα περιστροφής της είναι 30 rpm. Η κεραία βρίσκεται κάτω από ένα σφαιρικό διηλεκτρικό κάλυμα, εξοπλισμένο με σύστημα κλιματισμού, που επιτρέπει τη διατήρηση των απαραίτητων κλιματικών συνθηκών.

Τα όπλα

Οι πύραυλοι Aster 15 και Aster 30 αποτελούνται από δύο τμήματα το κυρίως βλήμα, ένα χαμηλού βάρους και υπερυψηλής ευελιξίας βλήμα το οποίο η MBDA το ονομάζει Dart (βελάκι), όπου βρίσκονται ο ενεργός ερευνητής, ο πυροσωλήνας, το σύστημα διεύθυνσης του πυραύλου, η πολεμική κεφαλή και ο πυραυλοκινητήρας ώθησης και το δεύτερο τμήμα που είναι ο πυραλοκινητήρας αρχικής ώθησης (booster rocket) ο οποίος αποσπάται όταν ο Aster αποκτήσει την επιθυμητή ταχύτητα και κατεύθυνση προς το στόχο, λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκτόξευση. Η επιτάχυνση του πυραύλου και διατήρηση της ταχύτητας επιτυγχάνεται από πυραυλοκινητήρα στερεού καυσίμου δύο σταδίων όπως αναφέρθηκε και παράπανω και προσδίδει ταχύτητα 3,5 μαχ στον Aster 15 και 4,5 μαχ στον Aster 30.

Η βασική καινοτομία του πυραύλου είναι το σύστημα διεύθυνσης που η MBDA το ονομάζει PIF-PAF.

  • PAF (Pilotage Aérodynamique Fort) δηλαδή σταθερα μακριά πτερύγια τύπου χορδής και κινούμενα ουραία πτερύγια για αεροδυναμικά χειριστήρια,
  • PIF (Pilotage In Force) σύστημα πίδακα αερίων που εφαρμόζονται στο κέντρο βάρους του βλήματος για την τελική φάση της αναχαίτηση του στόχου με μηδενικό χρόνο απόκρισης, ακόμη και σε πολύ μεγάλο υψόμετρο.

Το σύστημα αυτό δίνει στο βλήμα απαράμιλη ευελιξία, που φτάνει τα 60g, στην τελική φάση της αναχαίτητησης του στόχου, με δυνατότητα ακαριαίας στροφής και αποτέλεσμα να επεκτείνει το «no escape zone» του στόχου.

Το βλήμα χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση για την ενδιάμεση πτήση προς τον στόχο που ανανεώνει τα στοιχεία από το ραντάρ του πλοίου μέσω μιας ζεύξης up-link και ενεργό ερευνητή μπάντας Ku για την τερματική φάση της αναχαίτησης. Με τον τρόπο αυτόν, το βλήμα θεωρείται fire and forget από τη στιγμή που δεν χρειάζεται συνεχή καταύγαση στόχου από αντίστοιχο ραντάρ του πλοίου φορέα.

Η αρχική έκδοση του πυραύλου παρείχε προστασία από όλο το φάσμα των εναέριων απειλών: υπερηχητικούς και υποηχητικούς πυραύλους, πυραύλους αντι-ραντάρ, μαχητικά αεροσκάφη, UAV και ελικόπτερα, σε μικρές και μεσαίες αποστάσεις και σε ύψη έως 20χλμ.   Η πρώτη αναβαθμισμένη έκδοση του πυραύλου Aster 30 ήταν ο Aster 30 B1, η νέα αυτή έκδοση προσέδωσε στο πλοίο φορέα αντιβαλιστική προστασία όταν το βλήμα απέκτησε δυνατότητα πλήγματος έναντι βαλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς έως 600χλμ (SRBM). Την έκδοση αυτή θα φέρουν και οι ελληνικές φρεγάτες τύπου FDI. Η νεότερη έκδοση είναι ο Aster 30 B1 ΝΤ (New Technology). Η νέα έκδοση επεκτείνει την δυνατότητα αναχαίτησης βαλιστικών πυραύλων με βεληνεκές μέχρι τα 1.500χλμ καθώς και αποσπώμενων κεφαλών.

Ο Aster 30 B1 ΝΤ χρησιμοποιεί νέας γενιάς ενεργό ερευνητή μπάντας Ka και νέο συστήμα ελέγχου του όπλου. Ο νέος ερευνητής προσδίδει:

  • Αυξημένο βεληνεκές πρόσκτησης στόχου.
  • Πρόσκτηση στόχων με χαμηλή διατόμη ραντάρ.
  • Λεπτότερη γωνιακή ανάλυση για μεγαλύτερη ακρίβεια εντοπισμού του στόχου.
  • Αυξημένη πιθανότητα άμεσου πλήγματος.

Η επόμενη έκδοση που βρίσκεται σε ανάπτυξη είναι ο Aster Block 2. Ο νέος πύραυλος θα επεκτείνει το φάκελο αντημετώπισης βαλιστικών πυραύλων με βεληνεκή γύρω στα 3.000 χλμ