Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στο πολεμικό ναυτικό και στη σύγκριση δυνάμεων με το αντίστοιχο τουρκικό, στο σημερινό άρθρο θα αναλύσουμε την κατάσταση που υπάρχει στο στόλο των ταχέων σκαφών. Το πολεμικό ναυτικό από τη δεκαετία του 1970 κατάλαβε τη χρησιμότητα του συνδυασμού ενός ταχέως κινούμενου σκάφους και των αντιπλοϊκών πυραύλων, ειδικά σε αρχιπελαγικές θάλασσες, και ήταν από τα πρώτα ναυτικά που ενέταξαν στη δύναμη τους τις πυραυλακάτους τύπου Combattante II με γαλλικούς πυραύλους MM38 Exocet. Ο συνδυασμός αυτός στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίου με τις κρυψώνες αιφνιδιασμού ήταν και είναι θανάσιμος. Σήμερα βέβαια με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την όλο και πιο αυξανόμενη χρήση συστημάτων SUV/UAV/UCAV και Loitering Munitions, η τακτική χρήση αλλά και ο εξοπλισμός σκαφών αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα. Τι σημαίνει αυτο? Αυτό σημαίνει, ότι τα υπάρχοντα αλλά και όποια μελλοντικά σκάφη της κατηγορίας αυτής θα πρέπει να εξοπλιστούν κατάλληλα τόσο στην αντιμετώπιση όσο και στη χρήση συστημάτων της κατηγορίας αυτής.

Έτσι παραδειγματος χάρη τα σκάφη αυτά θα πρέπει να εξοπλιστούν με συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου όπως το Κένταυρος των ΕΑΣ για την αντιμετώπιση επερχόμενων απειλών, σταθεροποιημένων πυροβόλων 20-30 χιλιοστών ολοκληρωμένα στο CMS και ελεγχόμενα από το FCS του πλοίου για βολές ακριβείας κατά στόχων και χρήση μικρών UAV για επιτήρηση περιοχής όταν τα πλοία βρίσκονται σε απόκρυψη ή πλέουν σε περιοχή με πολλές εδαφικές εξάρσεις (νησιά και νησίδες) καθώς και χρήση Loitering Munitions για τη δημιουργία άρνησης περιοχής ή επιθέση κορεσμού όταν αυτό απαιτηθεί.

Η κύρια αποστολή των ταχέων σκαφών σε καιρό ειρήνης είναι κατά κύριο λόγο η υποβοήθηση του έργου του Λιμενικού Σώματος με επιτήρηση και προστασία των ελληνικών θαλασσών και θαλάσσιων οδών, επιχειρήσεις ελέγχου εμπορικών πλοίων και αποτροπής εισόδου λαθρομεταναστών, συνδρομή σε αποστολές SAR και ανθρωπιστικής βοήθειας καθώς επίσης και στην αποστολή μονάδων στις μόνιμες επιχειρήσεις “SNMG2” και “Sea Guardian”. Σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων είναι κατά βάση η έγκαιρη αποστολή μονάδων σε συγκεκριμένες θέσεις αγκίστρωσης που είναι ενταγμένες στα επιτελικά σχέδια και η προσβολή εχθρικών μονάδων από τις θέσεις αυτές χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τον αντίπαλο. Οι θέσεις αυτές είναι προσεκτικά επιλεγμένες έτσι ώστε να προσφέρουν τη μέγιστη απόκρυψη και προστασία για τα αγκιστρωμένα πλοία. Η είσοδος των S-Vita με αυξημένες δυνατότητες αυτοπροστασίας έναντι εισερχόμενων πυραύλων μπόρεσε να εντάξει τις μονάδες αυτές ως μέρος ομάδων μάχης φρεγατών.

Σήμερα ο στόλος της Δύναμης των Ταχέων Σκαφών αποτελείται από ένα σύνολο 19 ΤΠΚ από τις οποίες οι 16 νεότερες απαρτίζουν δύο μοίρες, τις Νο1 και Νο2 ΜΤΠΚ (Μοίρα Ταχέων Περιπολικών Κατευθυνόμενων Βλημάτων). Από τις 18 ΤΠΚ, οι επτά ανήκουν στην κλάση S-VITA οι οποίες είναι οι νεότερες και πιο ισχυρές ΤΠΚ του στόλου, είναι δε και από τις πιο ισχυρά οπλισμένες ΤΠΚ στον κόσμο και σημείο αναφοράς για όλα τα νέα μοντέλα πλοίων αυτού του εκτοπίσματος που προσφέρονται από διάφορα ναυπηγεία. Συνεχίζοντας, ο στόλος των ΤΠΚ εκτός των S-VITA απαρτίζεται από τέσσερις εκσυγχρονισμένες γαλλικές Comb IIIA με έτος ναυπήγησης 1977-1978, τέσσερις μη εκσυγχρονισμένες γαλλικές Comb IIIΒ με έτος ναυπήγησης 1980-1982 και τρεις από τις έξι πρώην γερμανικές Type 148, παραληφθέντες ως πλεονάζον υλικό, με έτος ναυπήγησης 1973-1974. Οι δύο από τις τρεις Type 148 ανήκουν στη Δύναμη Πλοίων.

ΤΠΚ Ρ20 ΛΑΣΚΟΣ αναβαθμισμένη Combattante IIIA

Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω ανάλυση της δύναμης ταχέων σκαφών είναι προφανής η αδήριτη ανάγκη για την ανανέωση του στόλου όπου το 44% είναι σύγχρονης σχεδίασης αλλά θα χρειαστούν τα επόμενα χρόνια ένα πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής (κλάση Ρούσσεν), το 25% είναι παλαιάς σχεδίασης που έχουν περάσει από πρόγραμμα μερικής αναβάθμισης (κλάση Λάσκος) και το 31% είναι παλαιάς σχεδίασης με παρωχημένα ηλεκτρονικά (κλάση Καβαλούδης). Μια ανανέωση που πρέπει να ξεκινήσει με την αντικατάσταση των πέντε γαλλικών Comb IIIΒ κλάσης «Καβαλούδης» ηλικίας 42-44 ετών που δεν έχουν υποβληθεί σε κάποιο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού ή αναβαθμισης εξοπλισμού και δυνατοτήτων τους και να επεκταθεί σε δεύτερο χρόνο στις παλαιότερες μεν αναβαθμισμένες δε, γαλλικές Comb IIIA κλάσης «Λάσκος» ηλικίας 47-48 ετών.

πό την άλλη πλευρά του Αιγαίου το τουρκικό πολεμικό ναυτικό διαθέτει ένα στόλο από 18 επίσης πυραυλακάτους οι οποίες ανοίκουν σε τέσσερις κλάσεις και έχουν παραδοθεί μεταξύ των ετών 1977 και 2010 ενώ μόλις την προηγούμενη εβδομάδα κάναμε γνωστό μέσα από την ιστοσελίδα του Defencereview.gr ότι ξεκίνησε η σταδιακή ανανέωση του στόλου των τουρκικών ΤΠΚ από μια νέα τουρκικής σχεδίασης με προοπτική ναυπήγησης 3+4 πλοίων για την αντικατάσταση των επτά παλαιότερων σκαφών κλάσης Doğan και Rüzgar. Σήμερα ο στόλος τουρκικών ΤΠΚ αποτελείται από τρία σκάφη κλάσης Doğan, τα οποία εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1977-1981, τέσσερα σκάφη κλάσης Rüzgar, τα οποία εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1986-1988, δύο σκάφη κλάσης Yildiz τα οποία εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1998-1999 και εννιά σκάφη κλάσης Kılıç τα οποία ενταχθηκαν σε υπηρεσία της περίοδο 1997-2010.

P336 Zipkin τουρκική ΤΠΚ κλάσης Kilic

Συγκριτικά η ισχύς πυρός των δύο στόλων έχει ως εξής. Το σύνολο των ελληνικών πλοίων φέρουν 26 ναυτικά πυροβόλα OTO Melara 76/62mm, 56 αντιπλοϊκούς πυραύλους ΜΜ40 Block 2/3/3c, 32 αντιπλοϊκούς πυραύλους RGM-84C Block 1D Harpoon και 7 συστήματα CIWS Mk31 RAM. Το σύνολο των τουρκικών πλοίων 18 ναυτικά πυροβόλα OTO Melara 76/62mm και 90 αντιπλοϊκούς πυραύλους RGM-84C Block 1D Harpoon. Σύμφωνα με τα παραπάνω το ελληνικό ναυτικό υπερέχει όσον αφορά την ισχύ πυρός του στόλου πυραυλακάτων λόγω των περισσότερων κύριων πυροβόλων, των πυρυάλων ΜΜ40 Block 3/3c και των συστημάτων CIWS Mk31 RAM. Όμως αυτή η υπεροχή, αν δεν γίνουν κατάλληλες κινήσεις στο άμεσο μέλλον, θα ανατραπεί λόγω δύο κύριων λόγων. Ο ένας είναι η μεγάλη ηλικία του 60% του ελληνικού στόλου ο οποίος χρειάζεται αντικατάσταση από νέας κατασκευής και τεχνολογίας πλοίων και ο δεύτερος από την είσοδο σε υπηρεσία της νέας κλάσης τουρκικών ΤΠΚ τα οποία θα φέρουν οκτών αντιπλοϊκούς πύραυλους ATMACA και σύστημα RAM, ταυτόχρονα με την πολύ πιθανή αντικατάσταση των παλαιών Harpoon στα πλοία κλάσης Kılıç επίσης με τον πύραυλο ATMACA.

Το νέο τουρκικό σκάφος σύμφωνα με ανοικτές πηγές πρόκειται να έχει μήκος 62,67 μέτρα και εκτόπισμα 535 τόνους. Θα επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 55+ κόμβους, ενώ με ταχύτητα πλεύσης 20 κόμβους η εμβέλεια τους είναι περί τα 1.000 ναυτικά μίλια. Το σύστημα πρόωσης είναι τύπου COGAG (Combined Gas And Gas) συνολικής ισχύος 37.548 ίππων. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι περί τα 34 άτομα. Ενσωματώνουν ραντάρ ελέγχου πυρός AKR-D, εμβέλειας 120 χιλιομέτρων, ραντάρ πλοήγησης ALPER και διάφορους αισθητήρες. Ο οπλισμός τους θα αποτελείται από ένα πυροβόλο των 76 χιλιοστών, δύο πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών, επί τηλεχειριζόμενων πύργων, ένα σύστημα εγγύς προστασίας τύπου RAM και οκτώ βλήματα κατά πλοίων Atmaca.

Εθνικό Επιθετικό Σκάφος (MHP : Milli Hücumbot Projesi). Το πρόγραμμα σχεδίασης και ανάπτυξης του σκάφους ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2020, με σχετική σύμβαση που υπέγραψε η Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) και η STM

Στον αντίποδα στην ελληνική πλευρά σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις, η μόνη εξέλιξη πρόκειται να είναι η αναβάθμιση του εξοπλισμού των ΤΠΚ S-Vita μέσα από ένα πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής. Αν και ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι απόλυτα θεμιτό και χρειαζούμενο, δεν πρόκειται από μόνο του να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων που υπάρχει σήμερα. Αλλά χρειάζεται η έναρξη ναυπήγησης νέων σκαφών για την αντικατάσταση έστω και μερική των παλαιότερων και μη αναβαθμισμένω ελληνικών ΤΠΚ. Η ανάγκη αυτή είναι γνωστή και υπάρχει απόφαση από το ΣΑΓΕ ήδη από το 2023 προς την κατεύθυνση αυτή, για την ναυπήγηση αριθμού ΤΠΚ  για την ανανέωση του στόλου της δύναμης των ταχέων σκαφών του Π.Ν. Η συνέχιση της ναυπήγησης των S-VΙTA ή μιας εξέλιξης τους και οι δύο με νέας τεχνολογίας ηλεκτρονικά και όπλα ουσιαστικά θα μείωνε κατά πολύ το χρόνο που χρειάζεται για την υπογραφή συμβολαίου σε σχέση με την ύπαρξη ενός προγράμματος επιλογής εκ νέου μιας σχεδίασης ΤΠΚ. Από την άλλη υπάρχει βέβαια πάντα και η προοπτική ανάπτυξης μιας ελληνικής σχεδίασης.