Το David’s Sling είναι ένα νέας γενιάς ανταεροπορικό, αντιπυραυλικό σύστημα μέσης-μεγάλης εμβέλειας, που αναπτύχθηκε στο Ισραήλ από την Rafael με τη βοήθεια της αμερικάνικης Raytheon για να καλύψει το κενό αντιπυραυλικής άμυνας μεταξύ του μικρής-μέσης εμβέλειας Iron Dome και του εξωατμοσφαιρικής αναχαίτισης Arrow 3. Σε ισραηλινή υπηρεσία αναμένεται να αντικαταστήσει το σύνολο των αντιαεροπορικών συστημάτων αμερικανικής προέλευσης και κατασκευής MIM-23 I-Hawk και MIM-104 Patriot. To σύστημα είναι σχεδιασμένο να αναχαιτίζει και να καταστρέφει μια ποικιλία εναέριων απειλών, συμπεριλαμβανομένων τακτικών βαλλιστικών πυραύλων, πυραύλων κρουζ και ρουκετών μεγάλου διαμετρήματος σε βεληνεκή από 40 έως 300 χλμ. Ήδη το σύστημα παραγγέλθηκε από τη Φινλανδία, μία πυροβολαρχία που αποτελείται από ένα ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών, τέσσερις εκτοξευτές πυραύλων και ένα κέντρο ελέγχου της πυροβολαρχίας με συνολικό κόστος παραγγελίας στα 317 εκατ. ευρώ. Όπως φαίνεται έχει υπάρξει και ελληνικό ενδιαφέρον για πιθανή απόκτησή του μαζί με άλλα ισραηλινά ΑΑ συστήματα προς αντικατάσταση παλαιότερων συστημάτων σε ελληνική υπηρεσία σε μια όπως φαίνεται ολιστική προσέγγιση αντικατάστασης συστημάτων της ελληνικής αντιαεροπορικής ομπρέλας.
Η ανάπτυξη του David Sling ξεκίνησε το 2006 και οι πρώτες επιτυχημένες δοκιμές του συστήματος έγιναν το 2012 και ολοκληρώθηκαν το 2014 με τις τελικές δοκιμές αποδοχής από τις ισραηλινές δυνάμεις (IDF). Το σύστημα μπήκε τελικά σε υπηρεσία το 2017. Κάθε πυροβολαρχία όπως προαναφέραμε αποτελείται από τρία βασικά συστατικά. Το ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών E/LM-2048 MMR της ELTA, τους εκτοξευτές (TEL, Transporter Erector Launcher) και το κέντρο διοίκησης και ελέγχου της πυροβολαρχίας. Όλα τα συστατικά του συστήματος είναι ρυμουλκούμενα τα οποία μεταφέρονται από κεφαλές ή στρατιωτικά φορτηγά βαρέως τύπου.
Το ραντάρ της πυροβολαρχίας είναι το EL/M-2084 MMR της ELTA. Το συγκεκριμένο ραντάρ ανήκει σε μια ομάδα ραντάρ 4D AESA και αποτελείται από μία επίπεδη στοιχειοκεραία με πομποδέκτες Νιτριδίου του Γάλιου πολλαπλών λειτουργιών στις μπάντες S/C. Οι κύριες αποστολές του ραντάρ είναι, Επιτήρηση Αέρος, Αντιαεροπορική Άμυνα – Ραντάρ ελέγχου πυρός, Έγκαιρης προειδοποίησης και Ραντάρ αντιπυροβολικού και C-RAM. Το MMR ανιχνεύει υψηλά και χαμηλά ιπτάμενους στόχους, παρακολουθεί, ταξινομεί και δημιουργεί μια εικόνα κατάστασης αέρα σε πραγματικό χρόνο όλων των εναέριων στόχων όπως πλατφόρμες χαμηλής διατομής ραντάρ, UAV, τακτικά εναέρια όπλα, πυρομαχικά περιπλάνησης, τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, βλήματα πλεύσης και βλήματα πυροβολικού καμπύλης τροχιάς. Το ραντάρ διατείθεται σε δύο διαμορφώσεις περιστρεφόμενο και στατικό. Το πρώτο έχει κάλυψη 360 μοιρών, μέγιστη εμβέλεια 475χλμ και κάλυψη καθ’ ύψος -7 έως 70 μοίρες και έρευνα σε ύψος τα 30 χλμ. Το δεύτερο κάλυψη (+/-) 65 μοίρες στο οριζόντιο και κάλυψη καθ’ ύψος -7 έως 90 μοίρες μέγιστη εμβέλεια 650χλμ και σε ύψος τα 30 χλμ. Οι δυνατότητες του συστήματος είναι προσβολή εναέριας απειλής σε εμβέλεια στα 1-80χλμ και υψόμετρο 20μ – 12χλμ.
Η μονάδα εκτοξευτή του πυραυλικού συστήματος αεράμυνας David’s Sling αποτελείται από έναν εκτοξευτή Transporter Erector Launcher (TEL) τοποθετημένο σε ένα ρυμουλκούμενο δύο αξόνων. Το TEL είναι εξοπλισμένο με πολλαπλά κάνιστρα πυραύλων και συνήθως φέρουν 6 έως 12 πυραύλους αναχαίτισης Stunner. Κάθε βλήμα αποθηκεύεται και εκτοξεύεται κατακόρυφα από το ατομικό του κάνιστρο, μειώνοντας τον χρόνο προετοιμασίας που απαιτείται για την εκτόξευση και βελτιώνοντας τον χρόνο απόκρισης του συστήματος. Κάθε πυροβολαρχία μπορεί να υποστηρίξει έναν αριθμό εκτοξευτών. Σίγουρα μέχρι τέσσερις που είναι και το φινλανδικό σύστημα, επομένως υποστηρίζει σίγουρα μέχρι 48 βλήματα Stunner έτοιμα για εκτόξευση.
Ο εκτοξευτής και το βλήμα Stunner έχουν αναπτυχθεί με τη βοήθεια της αμερικανικής Raytheon. Η οποία προσφέρει το βλήμε με το όνομα Sky Ceptor, ως εναλλακτική σε πυροβολαρχίες PAC 3 μέσω της αναβάθμισης PAAC-4 (Patriot Advanced Affordable Capability-4). Το Stunner είναι ένα βλήμα τεχνολογίας hit to kill με εμβέλεια αναχαίτησης 40 έως 300 χιλιόμετρα. Το ιδιαίτερο χαρακτηρικτικό του βλήματος είναι η μύτη όπου στεγάζονται οι αισθητήρες πρόσκτησης του στόχου και η οποία δεν έχει τη συνήθη κωνική σχεδίαση αλλά είναι ασσυμετρική και προσομειάζει τη ράχη θαλάσσιου θηλαστικού (dolphin-shaped nose). Η μύτη φιλοξενεί τους δύο αισθητήρες για την τερματική καθοδήγηση, έναν συνδυαστικό αισθητήρα ηλεκτρο-οπτικής απεικόνισης και υπερύθρων (EO/IR), καθώς και έναν ανιχνευτή ραντάρ AESA για μέγιστη απόδοση παντός καιρού. Κατά τη φάση της ενδιάμεσης πορείας, ο πύραυλος λαμβάνει ενημερώσεις καθοδήγησης από το επίγειο ραντάρ του συστήματος μέσω μιας ενσωματωμένης σύνδεσης δεδομένων (Data Link). Το βλήμα έχει μήκος 4,6 μέτρα, εκπέτασμα 1,1 μέτρα και διάμετρο 35 εκατοστά. Το βάρος του είναι 400 κιλά και επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 7,5 μαχ. Διαθέτει κινητήρα δύο σταδίων για την επιτάχυνση του βλήματος και τη διατήρηση της ταχύτητας κατά τη ενδιάμεση φάση της πτήσης προς τον στόχο ενώ το τρίτο στάδιο ενεργοποιείται για την αύξηση της τελικής ταχύτητας και της κινητικής ενέργειας του βλήματος κατά την τελική φάση της αναχαίτισης. Τέλος πολύ σημαντική είναι η χαμηλή τιμή του βλήματος stunner η οποία κυμαίνεται στα 700,000-1,000,000 δολάρια. Δηλαδή 2-3 φορές πιο κάτω από την τιμή των αντίστοιχων αντιαεροπορικών βλημάτων των δυτικών συστημάτων, προσφέροντας ταυτόχρονα πολύ καλύτερες επιδόσεις ταχύτητας και εμβέλειας σε σύγκριση με αυτά.
Το Golden Almond Battle Management Center χρησιμεύει ως το κέντρο διοίκησης και ελέγχου του συστήματος David’s Sling και αναπτύχθηκε από την Elbit Systems. Αυτό το κινητό κέντρο Διοίκησης και Ελέγχου επεξεργάζεται τα δεδομένα αισθητήρων, διαχειρίζεται τις λειτουργίες του συστήματος και συντονίζεται με άλλα μέσα αεράμυνας, όπως τα συστήματα Iron Dome και Arrow. Τέλος, το σύστημα David’s Sling βασίζεται σε ασφαλείς συνδέσεις επικοινωνίας και δεδομένων για να εξασφαλίσει απρόσκοπτο συντονισμό μεταξύ των στοιχείων του, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος ραντάρ, των πυραύλων αναχαίτισης και του κέντρου διοίκησης και ελέγχου. Αυτοί οι σύνδεσμοι δεδομένων επιτρέπουν στο σύστημα να λαμβάνει ενημερώσεις σε πραγματικό χρόνο και να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά σε εξελισσόμενες απειλές.