H επιχειρησιακή αναγκαιότητα διατήρησης ενός σύγχρονου στόλου ελικοπτέρων έρευνας και διάσωσης, προβάλει ως εθνική αδήριτη ανάγκη τόσο κατά τη περίοδο της ειρήνης όσο και της σύρραξης. Στις ανελαστικές εξοπλιστικές ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) καταγράφεται η ανάγκη απόκτησης ενός νέου ελικοπτέρου έρευνας και διάσωσης (SAR) καθώς και έρευνας – διάσωσης μάχης (CSAR) προκειμένου να καλύπτονται οι σχετικές ανάγκες δεδομένης της παλαιότητας των ελικοπτέρων (Ε/Π) ΑΒ-205 καθώς και των χαμηλών διαθεσιμοτήτων των ελικοπτέρων AS 332C1 Super Puma. Tα μεν πρώτα (Ε/Π τύπου ΑΒ-205) είναι πλήρως παρωχημένα πτητικά μέσα, δίχως να μπορούν να επιχειρούν νύχτα και με πολλαπλούς επιχειρησιακούς περιορισμούς λόγω παλαιότητας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του DefenceReview.gr, τις τελευταίες ώρες, η πολιτική ηγεσία και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ) Νίκος Δένδιας, δέχθηκε και συμφώνησε με τις εισηγήσεις της στρατιωτικής ηγεσίας τόσο του Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Δημήτριου Χούπη όσο και του Αρχηγού ΓΕΑ Αντιπτέραρχου (Ι) Δημοσθένη Γρηγοριάδη προκειμένου το πρόγραμμα απόκτησης των νέων ελικοπτέρων SAR & CSAR άμεσα να δρομολογηθεί.
Ειδικότερα, τα Ε/Π ΑΒ-205,UH-1/212-412 έχουν φτάσει στα όρια του κύκλου ζωής των σε όλο το ΝΑΤΟ και τα φυσικά στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις όπου βρίσκονται σε επιχειρήσεις για πολλές δεκαετίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι χρήστες αναζητούν την άμεση αντικατάσταση τους, για να εγγυηθούν την απαραίτητη μετάβαση σε πιο σύγχρονα μέσα ικανά να ανταποκριθούν σε αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά τις δυνατότητες και τη διαχείριση του κόστους καθ’ ‘όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής, ενώ παράλληλα να ενσωματώνουν τα πλέον σύγχρονα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και για να πληρούν τα τελευταία πρότυπα ασφαλείας, καθώς οι Ένοπλες Δυνάμεις καλούνται να ανταποκριθούν και να υποστηρίξουν με ταχύτητα και ασφάλεια τις πλέον απαιτητικές επιχειρήσεις ιδιαίτερα στη Ε-Δ.
Αναφορικά με τα Super Puma, παρότι εξακολουθούν να είναι αξιόπιστα, έχουν να φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων σταδιακής αναβάθμισης και είναι βέβαιο ότι απαιτούνται μη προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης και επισκευής, γεγονός που συνεπάγεται απρόβλεπτο πρόσθετο κόστος και εμποδίζει τους φορείς εκμετάλλευσης να διατηρήσουν το επίπεδο ασφάλειας με περιορισμό των δυνατοτήτων τους, χωρίς συμβιβασμούς. Ακόμη περισσότερο όταν τα Ε/Π αναμένεται να μεταφέρουν τις αποστολές διάσωσης και να επιχειρούν σε απαιτητικές περιβαλλοντικές και καιρικές συνθήκες, 365 ημέρες το χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε έναν συνδυασμό κινδύνων αξιοπιστίας, κόστους και ασφάλειας που δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά.
Κατά την απόκτηση ενός πτητικού μέσου, εκτός από το πλέον σημαντικό παράγοντα πού είναι τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά για τις αποστολές που προορίζονται, το κόστος αγοράς, λειτουργίας και υποστήριξης, η ομοιοτυπία μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις:
– Παρόμοιες επιχειρησιακές απαιτήσεις και αποστολές
– Κοινή προσέγγιση υλικοτεχνικής υποστήριξης και εκπαίδευσης των χειριστώ και τεχνικών.
– Αμοιβαία κατανόηση του προφίλ της αποστολής από το πλήρωμα για σύγχρονα διαλειτουργικά σενάρια
Επιπλέον η διαφορά του τελικού κόστους μεταξύ των επιλογών που εξέτασε η ΠΑ (τόσο όσον αφορά την απόκτηση όσο και την υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής) δεν μπορεί να αντισταθμιστεί μέσω της «ομοιοτυπίας», καθώς θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη ορισμένοι βασικοί παράγοντες, όπως εάν επιχειρούν από διαφορετικές βάσεις, είναι απαραίτητη η διαθεσιμότητα εργαλείων/εξοπλισμού εδάφους
Στη επιλογή της ΠΑ σημαντικός παράγον είναι και το κόστος ανά ώρα πτήσης, που είναι κατά τουλάχιστον 30% χαμηλότερο από τις υπόλοιπες επιλογές. Οι όποιες πιθανές οικονομίες κλίμακας στον πρόσθετο εξοπλισμό και το προσωπικό ισχύουν μόνο εάν επιτρέπεται η πλήρης κοινή χρήση μεταξύ Στρατού, Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στη συντήρηση υποστήριξη και την εκπαίδευση, οι χρήστες εστιάζονται πλέον όλο και περισσότερο στην προληπτική συντήρηση, σε ολοκληρωμένο σύστημα υποστήριξης, την ψηφιακή εξυπηρέτηση και σε σύγχρονες μεθόδους προσομοίωσης, για να μειωθεί το λειτουργικό κόστος και να αυξηθεί περαιτέρω το επίπεδο της ασφάλειας και της λειτουργικής απόδοση. Και η ΠΑ στο σκεπτικό της επιλογής του AW 139, εκτός του ότι σαφώς είναι προτιμότερο ένα ελικόπτερο μέσης κατηγορίας, σχεδιασμένο εξαρχής να λειτουργεί κυρίως σε θαλάσσιο περιβάλλον, επικράτησε λόγω από των σημαντικών διαφορών στο κόστος αρχικής κτήσης και υποστήριξης. Επιπλέον, έχει προβλεφθεί και συμπεριληφθεί στο κόστος η αγορά full motion εξομοιωτή. Σημειώνεται ότι προσφάτως και το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας επέλεξε το AW 139 έναντι άλλων δυνητικών επιλογών ενώ κάλλιστα το AW 139 μπορεί να αξιοποιηθεί και από άλλες κρατικές υπηρεσίες (ΕΛ.ΑΣ, Λ.Σ, ΕΚΑΒ, ΠΣ) συμβάλλοντας στην επίτευξη ακόμη μεγαλύτερης ομοιοτυπίας μεταξύ της ΠΑ και άλλων κρατικών υπηρεσιών.
Η διαλειτουργικότητα δεν είναι μόνο δυνατή αλλά και πραγματικότητα, όπως αποδεικνύεται εκτενώς τα τελευταία χρόνια σε πολλές περιπτώσεις, όταν το ελληνικό κράτος έχει αντιμετωπίσει κρίσιμες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης των επιχειρήσεων έρευνας- διάσωσης στη θάλασσα, σε μεγάλη απόσταση (πλημμύρες, σεισμοί, βοήθεια σε σημαντικά γεγονότα και προστασία κρίσιμων υποδομών, επιχειρήσεις SAR μεγάλης κλίμακας).
Εν συντομία, διατηρώντας του παλιούς τύπους Ε/Π για την αντιμετώπιση οποιαδήποτε σύγχρονης αποστολής με ασφάλεια, δεν αποτελεί λύση. Και οι ομοιότητες ενός τύπου δεν θα προσφέρουν πλεονεκτήματα όταν η εφοδιαστική προσέγγιση, οι αποστολές και τα πληρώματα «έχουν λίγα κοινά».
Συμπερασματικά, η πρόσκτηση νέων ελικοπτέρων SAR – CSAR διασφαλίζει πως η ΠΑ θα διαθέτει σύγχρονα εναέρια μέσα για τη κάλυψη των επιχειρησιακών της αναγκών με εγγυημένες διαθεσιμότητες άνω του 90% ενώ τέλος το συνολικό κόστος κύκλου ζωής θα διατηρείται στα πλέον συμφέρουσα επίπεδα για τη ΠΑ και τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις γενικότερα.