Το επίγειο δίκτυο σταθμών ραντάρ του Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου της Πολεμικής Αεροπορίας είναι υπεύθυνο για την έγκαιρη προειδοποίηση επερχόμενων εχθρικών ιχνών που είναι υπεύθυνο να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στις φίλιες δυνάμεις να λάβουν έγκαιρα τα μέτρα αντιμετώπισης της απειλής. Είτε μέσω της αναχαίτισης από φίλια αεροσκάφη επιφυλακής είτε μέσω της χρήσης αντιαεροπορικών συστημάτων. Ως εκ τούτων υπάρχει μια αέναη «μάχη» μεταξύ του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου όπου ο πρώτος προσπαθεί να ενισχύσει την απόκρυψη των μέσων του και ο δεύτερος να αυξήσει τις δυνατότητες έγκαιρης αποκάλυψης του πρώτου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών. Τεχνολογίες τύπου στελθ που μειώνουν το ηλεκτρομαγνητικό αποτύπωμα από τη μία και αντίστοιχα νέες τεχνολογίες ραντάρ που έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν στόχους πολύ χαμηλού ίχνους σε μεγάλες αποστάσεις.

Όταν αναφερόμαστε στα ραντάρ, μιλάμε για νέας γενιάς ραντάρ ενεργού τύπου τεχνολογίας AESA με πομποδέκτες νιτριδίου του γαλλίου (GaN), τα οποία προσφέρουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες αποκάλυψης στόχων με αυξημένα στοιχεία στελθ σε σύγκριση με παλαιότερου τύπου ραντάρ AESA αλλά και ραντάρ στερεάς κατάστασης. Όμως ακόμη και αυτά τα ραντάρ διαθέτουν εγκαινή μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι σε αεροσκάφη με αυξημένα στελθ χαρακτηριστικά όπως παραδειγματος χάριν, του F-35 η απόσταση αποκάλυψης είναι πολύ μικρή και άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «έγκαιρη προειδοποίηση» και δεύτερον λόγω της ενεργής λειτουργίας τους είναι ευάλωτα στην στοχοποίηση και καταστροφή τους.

Η λύση που προσφέρεται είναι η χρήση παθητικών ραντάρ ή αλλιώς πιο σωστά συστημάτων παθητικής παρατήρησης ESM. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν τελείως παθητικά με αποτέλεσμα ο επιτιθέμενος να μην γνωρίζει την ύπαρξη τους, την ίδια στιγμή που εκείνα έχουν πλήρη εικόνα της θέσης και της πορείας αυτού. Σε αντίθεση με ένα ενεργό ραντάρ, το οποίο εκπέμπει ραδιοκύματα και επεξεργάζεται τις ηχώ τους για να καθορίσει τη θέση, το ύψος και την ταχύτητα ενός αεροσκάφους, ένα παθητικό σύστημα λειτουργεί «αθόρυβα» – μη εκπέμποντας κανένα σήμα.

Η αρχή λειτουργίας είναι αρκετά απλή: Κάθε σύγχρονο αεροπλάνο στέλνει τυπικά φάσματα ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία αποθηκεύονται σαν «δαχτυλικό αποτύπωμα» σε μια βάση δεδομένων σε έναν ισχυρό υπολογιστή. Αυτό το φάσμα λαμβάνεται από τρεις διαφορετικές θέσεις και μετρώντας και συγκρίνοντας τους διαφορετικούς χρόνους διάδοσης, υπολογίζεται η τρέχουσα θέση του αεροσκάφους. Ομοίως, το αεροσκάφος μπορεί να φωτίζεται από άλλο εξοπλισμό, όπως ραντάρ ή ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτές οι αντανακλάσεις μπορούν επίσης να ληφθούν και να βελτιώσουν την ακρίβεια της τοποθεσίας.

Επειδή όμως τα συγκεκριμένα συστήματα σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν προσφέρουν στοχοποίηση τα ενεργά ραντάρ αναλαμβάνουν τη δουλειά αυτή όμως εκπέμποντας για πολύ μικρότερα διαστήματα. Τούτο σημαίνει ότι ένα οποιοδήποτε παθητικό σύστημα δρα επικουρικά στο υπάρχον δίκτυο ραντάρ δίνοντας την δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης ακόμη και για δύσκολους στόχους μην εκθέτοντας τη θέση των ενεργών ραντάρ. Βέβαια όπως όλα τα συστήματα έτσι και αυτά έχουν τα δικά τους μειονεκτήματα που δεν είναι άλλα από την εγγενή εξάρτησή τους από την ποιότητα των σημάτων εκπομπής από τρίτες πηγές όπως αναφέραμε παραπάνω.

Αυτές μπορεί να απενεργοποιηθούν κατά τη διάρκεια της κρίσιμης κατάστασης ή των πολεμικών ενεργειών. Όπως επίσης, ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να παρουσιαστεί, είναι κατά την αλλαγή του θεάτρου μάχης, όταν στην περιοχή ενδιαφέροντος η πυκνότητα των σταθμών εκπομπής είναι πολύ χαμηλή, μην προσφέροντας αρκετά ραδιοσήματα που θα επιτρέψουν στα συστήματα αυτά να λειτουργήσουν σωστά.

Σε μία εποχή όπου η χρήση της τεχνολογίας στελθ γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη με δεκάδες αεροσκάφη να μπαίνουν σε υπηρεσία σε μεγάλο αριθμό αεροπορικών δυνάμεων, είναι πολύ κρίσιμη η δυνατότητα ενός δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης να μπορεί να ανταπεξέλθει με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις στον αεροπορικό πόλεμο και όχι μόνο. Ήδη πολλές εταιρίες πειραματίζονται με την ανάπτυξη παθητικών ραντάρ για την αντιμετώπιση του προβλήματος της εξάπλωσης της τεχνολογίας στελθ. Το πιο γνωστό σύστημα το οποίο συσσωρεύει εμπειρία 60 ετών επάνω στην τεχνολογία παθητικών ραντάρ είναι το τσέχικο VERA NG της ERA.

Είναι ένα σύστημα που χρησιμοποιεί μετρήσεις της χρονικής διαφοράς άφιξης (TDOA, Time Deference Of Arrival) των παλμών σε τρεις ή τέσσερις θέσεις για την ακριβή ανίχνευση και παρακολούθηση αερομεταφερόμενων εκπομπών. To VERA NG διαθέτει την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την ανάπτυξη και λειτουργία των σύστηματων PRP-1 Kopac (1963), KRTP-81 Ramona (1979) και KRTP-86 Tamara (1987). Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία το VERA NG, υποστηρίζει τη διασυνοριακή, μακροπρόθεσμη και μεγάλης εμβέλειας επιτήρηση χωρίς να ειδοποιεί τα γειτονικά έθνη. Το σύστημα εκπέμπει μηδενική ηλεκτρομαγνητική ενέργεια καθιστώντας το «αόρατο», δηλ. μι. βλέπει χωρίς να φαίνεται. Παρέχει επίσης στρατηγικές πληροφορίες ELINT (Electronic Intelligence) για τη συλλογή, επεξεργασία και αξιολόγηση των δεδομένων του ESM για δημιουργία βάσης δεδομένων αναφοράς. Έχει εμβέλεια εντοπισμού στα 400 χιλιόμετρα σε τόξο 360 μοιρών με ακρίβεια 0,010 στο αζιμούθιο, στις συχνότητες από 50MHz έως τα 18 GHz και δυνατότητα διαχείρισης μέχρι 500 ίχνη.

Δυνατότητες του συστήματος VERA NG

Επίσης η γερμανική Hensoldt παρουσίασε το 2018 το σύστημα Twinvis το οποίο είναι ένα παθητικό ραντάρ το οποίο έχει την ίδια αρχή λειτουργίας με το τσέχικο σύστημα. Και εδώ το Twinvis βασίζεται σε ραδιοκύματα που προέρχονται από μη στρατιωτικούς ψηφιακούς τηλεοπτικούς σταθμούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς FM που αντικατοπτρίζονται από τους στόχους. Ως αποτέλεσμα, οι πιλότοι δεν γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται και οι παθητικοί αισθητήρες είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν και να στοχευτούν. Το συγκεκριμένο σύστημα πρωτοπαρουσιάστηκε ως add-on υποσύστημα για το αντιαεροπορικό σύστημα IRIS-T προσφέροντας παθητική λειτουργία και παρακολούθηση στόχων. Σύμφωνα με τη Diehl, κατασκευάστρια του IRIS-T, το Twinvis έδινε στο αντιαεροπορικό σύστημα ικανότητα πανκατευθυντικής τρισδιάστατης παρακολούθησης μέχρι 180 στόχων σε απόσταση 250 χιλιομέτρων σε παθητική λειτουργία.

Η φινλανδική Patria έχει παρουσιάασει ένα αντίστοιχο σύστημα με την επωνυμία MUSCL. Το σύστημα αυτό έχει ακριβώς την ίδια αρχή λειτουργίας με τα παραπάνω. Έχει κάλυψη 360 μοιρών στο αζιμούθιο και προσφέρει ικανότητα αποκάλυψης στόχου μεγέθους μαχητικού αεροσκάφους στα 150 χιλιόμετρα, ελικοπτέρου στα 90 χιλιόμετρα, UAV στα 30 χιλιόμετρα και drone στα 10 χιλιόμετρα. Να σημειώσουμε εδώ ότι τα συγκεκριμένα συστήματα έχουν τη δυνατότητα αποκάλυψης και παρακολούθησης και θαλάσσιων στόχων. Τέλος να θυμίσουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2010 υπήρξε και μια ελληνική προσπάθεια ανάπτυξης ενός αντίστοιχου συστήματος από την ομάδα Θεσσαλονίκης με την επωνυμία HEMPAS (Hellenic Early-warning Multitarget PAssive System) το οποίο χάθηκε στις γραφειοκρατικές καλλένδες του υπουργείου την εποχή εκείνη.

Εν κατακλείδι, τα παθητικά ραντάρ αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι στο παζλ του δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης ενός σύγχρονου συστήματος αεράμυνας. Το οποίο μαζί με και με άλλα συστήματα μπορούν να επιτρέψουν την έγκαιρη αποκάλυψη στόχων χαμηλής παρατηρησιμότητας όπως τα αεροσκάφη στελθ. Ενώ ταυτόχρονα δίνουν τη δυνατότητα προφύλαξης σε πρώτη φάση των ενεργών ραντάρ του συστήματος αυτού. Το ελληνικό δίκτυο ραντάρ αλλά και η ελληνική αεράμυνα θα βρεθεί όπως φαίνεται σε μια περίοδο αναβάθμισης μέσω του προγράμματος του «θόλου». Ίσως θα ήταν μια ευκαιρία τέτοιου είδους συστήματα να εξεταστούν από τους πλέον ειδικούς της Π.Α. οι οποίοι μπορούν να ξέρουν καλύτερα από τον καθένα την χρησιμότητα ή όχι αυτών των συστημάτων σε ελληνική υπηρεσία.