Η αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν αποδυναμώθηκε μετά την ψηφοφορία που την κύρωσε με 153 «ναι». Ούτε με τη συζήτηση που προηγήθηκε στη Βουλή, αλλά και στη δημόσια σφαίρα εν γένει. Αντιθέτως, τα όσα έγιναν στα συλλαλητήρια, η στάση της κυβέρνησης στην κοινοβουλευτική συζήτηση και οι συνεχιζόμενες αναφορές του Ζάεφ σε «Μακεδονία» έχουν εξοργίσει τους αντιτιθέμενους πολίτες. Η κριτική και σ’ αυτή καθαυτή τη Συμφωνία και στον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση η κυβέρνηση έχει ενισχυθεί αντί να κοπάσει.
Γράφει η ΝΕΦΕΛΗ ΛΥΓΕΡΟΥ για το SL PRESS
Aν και μοιάζει απίθανο, η Βουλή ψήφισε, χωρίς να έχει πλήρη και καθαρή εικόνα για το εάν τα Σκόπια έκαναν όσα προβλέπει η Συμφωνία. Με βαριά ευθύνη της κυβέρνησης πολλά χάθηκαν στη «μετάφραση». Οι βουλευτές συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης δεν είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν τα έγγραφα και κυρίως να δουν πώς διαμορφώθηκε μετά τις τροποποιήσεις το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ώστε να αποφανθούν εάν πράγματι εφαρμόστηκαν όσα προβλέπει η Συμφωνία.
Γιατί ένα ζήτημα είναι το να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με τη Συμφωνία κι άλλο ζήτημα είναι εάν τα Σκόπια σεβάστηκαν την υπογραφή τους. Όταν, λοιπόν, συμβαίνουν τέτοια πρωτοφανή είναι το λιγότερο το ότι η κυβέρνηση επέλεξε διαδικασία-εξπρές, με αποτέλεσμα να μην γίνει η αναλυτική κοινοβουλευτική συζήτηση που αρμόζει για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ενώ ο Αλέξης Τσίπρας επικαλέστηκε τη ρηματική διακοίνωση σαν άσσο στο μανίκι του για να ενισχύσει επικοινωνιακά τη θέση του, τα γεγονότα λένε πως τα Σκόπια έχουν παραβιάσει τη Συμφωνία, πριν καν αυτή κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Παρ’ όλα αυτά το ρεζερβέ τραπέζι στην Βορειοατλαντική Συμμαχία είναι έτοιμο να καταληφθεί από τη «Βόρεια Μακεδονία». Η κυβέρνηση θα στείλει το συντομότερο δυνατόν προς κύρωση στη Βουλή το πρωτόκολλο ένταξης. Και βέβαια οι ισχυροί της Δύσης έχουν ήδη ανοίξει την αγκαλιά τους για να ενσωματώσουν το μικρό κράτος της κεντρικής Βαλκανικής και κατ’ αυτόν τον τρόπο να κλείσουν οριστικά την πόρτα στη ρωσική επιρροή.
Αρκείται στις καλές προθέσεις
Η ελληνική κυβέρνηση στο μεταξύ μοιάζει να αρκείται στις καλές προθέσεις του Ζόραν Ζάεφ, οι οποίες, ωστόσο, στην πράξη δεν αποδείχτηκαν καθόλου καλές. Η διεθνής διπλωματική ιστορία έχει αποδείξει πολλές φορές ότι τους καλούς φίλους τους κάνουν οι καλοί λογαριασμοί. Και στην περίπτωσή μας καλοί λογαριασμοί δεν έγιναν από ελληνικής πλευράς με αποτέλεσμα τα Σκόπια να το εκμεταλλευτούν και με την ανοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν από την αρχή σημαντικές παρασπονδίες.
Ο Ζόραν Ζάεφ, πάντως, έχοντας εγκαίρως τη διαβεβαίωση πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει τα κουκιά για να κυρώσει τη Συμφωνία, άνοιξε πανιά. Πήγε στο ετήσιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπου είχε συνάντηση με τον αμφιλεγόμενο ζάπλουτο Τζορτζ Σόρος, ο οποίος στο γειτονικό κράτος θεωρείται περίπου προστάτης-«άγιος». Σύμφωνα, μάλιστα, με το δελτίο Τύπου της κυβέρνησης των Σκοπίων, ο γνωστός επενδυτής τόνισε ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ αποτελούν κλειδιά για τη σταθερότητα και την ασφάλεια της πρώην πλέον ΠΓΔΜ.
Ζάεφ και Σόρος συζήτησαν επίσης για τη διεύρυνση της συνεργασίας μεταξύ των Σκοπίων και της Open Society Foundations του δισεκατομμυριούχου «για την παροχή καλύτερων δυνατοτήτων στη φροντίδα και στην προσχολική εκπαίδευση παιδιών και για τη μεγαλύτερη συμμετοχή των Ρομά σε διάφορους τομείς της κοινωνίας». Δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτό ήταν το κύριο θέμα της συνάντησης.
Ο πρωθυπουργός της γείτονος φωτογραφήθηκε με τον μεγαλοεπενδυτή, χαρακτηρίζοντάς τον «φιλόσοφο». Είναι κοινό μυστικό ότι ο Ζόραν Ζάεφ είναι δημιούργημα της Δύσης, αλλά είναι λιγότερο γνωστό ότι σ’ αυτό το έργο ο Τζορτζ Σόρος έχει παίξει κρίσιμο ρόλο. Με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωσή του λειτούργησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σαν το μακρύ ανεπίσημο και γι’ αυτό συχνά πιο αποτελεσματικό χέρι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και για την ακρίβεια της ολιγαρχίας που κυριαρχεί στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης.
Κάλυμμα για υποχωρήσεις
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σκοπιανός πρωθυπουργός δρα μελετημένα. Σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά στη διαπραγμάτευση του ονοματολογικού πέτυχε να κεφαλαιοποιήσει, στρέφοντας προς όφελός του όλες τις ιδεοληψίες, τις παραλείψεις και τις επιπολαιότητες της Αθήνας. Πάτησε δε στα ελληνικά λάθη για να κερδίσει τη «μακεδονική» ταυτότητα και εμμέσως πλην σαφώς να νομιμοποιήσει το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού».
Τελικά, η άποψη του Αλέξη Τσίπρα ότι δεν πρέπει να ταπεινώσει τους γείτονες αποδείχτηκε κάλυμμα για απαράδεκτες υποχωρήσεις. Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θα διαφωνούσε με αυτό, καθώς ένας ταπεινωμένος γείτονας γίνεται κακός γείτονας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έπρεπε να ταπεινωθεί η Ελλάδα, αποδεχόμενη εκτός πραγματικότητας απαιτήσεις των Σλάβων.
Και τούτο, όταν ήταν η Ελλάδα που είχε τα καλά χαρτιά στα χέρια της. Για την ακρίβεια κρατούσε το κλειδί για την ένταξη του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ. Ένταξη που οι Σλάβοι θεωρούν ζωτική σημασίας για τη διατήρηση της ενότητας του κράτους τους. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα, δια της κυβέρνησης Τσίπρα, υπέκυψε σε εθνικές φαντασιώσεις των γειτόνων, οι οποίες μπορούν να αποβούν σε βάρος του Ελληνισμού. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να δηλητηριάσουν και πάλι τις διμερείς σχέσεις.