Στο εξαιρετικά απαιτητικό αεροναυτικό επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, Ελλάδα και Τουρκία θα παρατάξουν μεγάλο αριθμό σκαφών επιφανείας, τα οποία θα είναι εξοπλισμένα με πυραύλους κατά πλοίων. Αυτός ο «κορεσμός ισχύος» δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αντίδρασης. Έτσι η απόκτηση και η χρήση προηγμένων συστημάτων αυτοπροστασίας είναι μονόδρομος και επιχειρησιακή αναγκαιότητα.
Το σύστημα Phalanx Mk.15 είναι ολοκληρωμένο και ανεξάρτητο στην δράση του αντιπυραυλικό σύστημα. Η επιχειρησιακή του χρήση στηρίζεται στην τεχνική της καταστροφής της πολεμικής κεφαλής του επερχόμενου πυραύλους. Εκτελεί έρευνα, εντοπισμό, εκτίμηση στόχων, παρακολούθηση, καθορισμό προτεραιότητας εμπλοκής, βολή και καταστροφή του στόχου αυτόματα, ενώ παρέχει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα παρέμβασης χειριστή. Μέχρι σήμερα έχουν παραχθεί περισσότερα από 870 Phalanx, τόσο της έκδοσης Block.0 όσο και των εκδόσεων Block.1A/1B, τα οποία υπηρετούν σε παραπάνω από 20 πολεμικά ναυτικά σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων το ελληνικό και το τουρκικό. Το ολικό βάρος μάχης του συστήματος είναι της τάξεως των 13,6 τόνων και αποτελείτε από πέντε (5) κύρια μέρη:
1/ Κεραία έρευνας ψηφιακής τεχνολογίας η οποία λειτουργεί στην μπάντα Ku (η κεραία διαθέτει τέσσερις δέσμες κίνησης έως τις 72ο). Η μέγιστη εμβέλεια έρευνας της κεραίας είναι της τάξεως των 9,57 χιλιομέτρων, ενώ η ελάχιστη απόσταση έρευνας είναι τα 635 μέτρα.
2/ Μονοπαλμική κεραία ανίχνευσης τεχνολογίας παλμικού Doppler η οποία λειτουργεί στην μπάντα Ku.
3/ Ηλεκτροπτικός αισθητήρας (FLIR : Forward Looking Infra Red) με ενσωματωμένο αυτόματο σύστημα ανίχνευσης ACQ. Το σύστημα προσφέρει παθητική έρευνα και ανίχνευση ημέρα και νύχτα χαμηλά ιπτάμενων και μικρών στόχων επιφανείας. Η αντιπυραυλική ικανότητα του συστήματος στηρίζεται στην αυξημένη, γωνιώδης, ακρίβεια ανίχνευσης.
4/ Video ανίχνευσης (κατόπιν απαιτήσεως του πελάτη), και
5/ Πυροβόλο Gatling έξι (6) κανών τύπου M-61A1 διαμετρήματος 20 χιλιοστών. Η καθοδήγηση του πυροβόλου πραγματοποιείτε με την τεχνική του πεπιεσμένου αέρα. Το σύστημα διαθέτει διπλό-επιλεγόμενο ρυθμός βολής (3.000 ή 4.500 φυσίγγια το λεπτό) και αναχορηγία 1.550 φυσιγγίων διάτρησης θώρακα απορριπτόμενου κάλυκα (APDS : Armour Piercing Discarding Sabot). Η μέγιστη εμβέλεια του πυροβόλου είναι τα 1,88 χιλιόμετρα.
Επιπλέον, το σύστημα διαθέτει μονάδα τοπικού ελέγχου, η οποία αποτελείτε από μονάδα παροχής ισχύος τύπου Μk.15 και μονάδα ενεργοποίησης της μονάδας παροχής ισχύος τύπου Tape Control Μk.179, απομακρυσμένο σταθμό ελέγχου και οθόνη οργάνων τοπικού ελέγχου. Στο ΠΝ το σύστημα Phalanx είναι εγκατεστημένο στις φρεγάτες Standard (από ένα σύστημα, εκτός από την φρεγάτα F-450 «Έλλη» η οποία διαθέτει δύο, της έκδοσης Block.1A) και στις φρεγάτες τύπου MEKO-200HN Mod.3 (από ένα σύστημα της έκδοσης Block.1A). Το σύστημα έχει την δυνατότητα να περιστρέφετε έως και 90 φορές/λεπτό γύρο από τον άξονα του ενώ η ελάχιστη απόσταση εγκλωβισμού είναι της τάξεως των 94 μέτρων όταν η ταχύτητα του στόχου κυμαίνεται μεταξύ 178-1.398 κόμβων/ώρα (326-2.558 km/h). Το σύστημα πραγματοποιεί έρευνα σε όλο το τόξο των 360°. Το Phalanx βρίσκεται σε παραγωγή από το τέλος της δεκαετίας του 1970. Έκτοτε έχει υποστεί πολλαπλές αναβαθμίσεις προκειμένου να παραμείνει ικανό και αξιόμαχο. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης συστημάτων διαφορετικής έκδοσης στα πλοία του ΠΝ.
Σήμερα σε παραγωγή βρίσκεται η έκδοση Phalanx Block.1B, που ενσωματώνει προηγμένους ηλεκτροπτικούς αισθητήρες, για βελτίωση της ποιότητας παρακολούθησης και την προσθήκη ικανότητας εμπλοκής στόχων επιφανείας, και δυνατότητα προσβολής μικρών ταχύπλοων σκαφών. Επιπλέον, διαθέτει βελτιωμένες κάνες πυροβόλου (OGB : Optimised Gun Barrel) με ισχυρότερη στήριξη για την αύξηση του δραστικού ευθυγράμμου βεληνεκούς και την μείωση της διασποράς/αστοχίας των φυσιγγίων και χρησιμοποιεί φυσιγγίων αυξημένης φονικότητας (ELC : Enhanced Lethality Cartridge) τα οποία προσφέρουν 50% μεγαλύτερο βαθμό διάτρησης. Τέλος, η νέα έκδοση περιλαμβάνει νέες κονσόλες τηλεχειρισμού, βελτιωμένη απόδοση παρακολούθησης και αυξημένη δυνατότητα διασύνδεσης με τα υπόλοιπα οπλικά συστήματα του σκάφους.
Το Phalanx αποτελεί την κύρια επιλογή του Αμερικανικού Ναυτικού ως επικουρικό σύστημα των αντιαεροπορικών/αντιπυραυλικών συστημάτων μικρού και μεγάλου βεληνεκούς (SM-2, RIM-7 Sea Sparrow, RIM-116 RAM). Αντίθετα το Βρετανικό Ναυτικό διατηρεί σε υπηρεσία και τους δύο (2) τύπους συστημάτων CIWS (Phalanx και Goalkeeper). Και τα δύο (2) συστήματα έχουν πραγματοποιήσει σειρά επιτυχημένων δοκιμών κατά πυραύλων μάχης διαφόρων τύπων και με διάφορα επιχειρησιακά σενάρια. Σχετικά με τα άλλα δύο (2) συστήματα που ανήκουν στην κατηγορία των CIWS, το σύστημα Sea-guard εξοπλίζει τις οκτώ (8) τουρκικές φρεγάτες ΜΕΚΟ-200ΤΝ Track I/IIA/IIB (τρία συστήματα/πλοίο) ενώ το σύστημα Meroka εξοπλίζει μονάδες του Ισπανικού Ναυτικού. Το Phalanx είναι ένα εξαιρετικά αξιόπιστο σύστημα εγγύς αντιαεροπορικής/αντιπυραυλικής προστασίας το οποίο βρίσκεται σε υπηρεσία εδώ και δεκαετίας ενώ αναβαθμίζεται συνεχώς προκειμένου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες πυραυλικές απειλές. Τα νέα Phalanx Mk.15 θα προσφέρουν στο ΠΝ μια σειρά επιχειρησιακών χαρακτηριστικών-πλεονεκτημάτων:
1/ Δυνατότητα αυτόνομης ανίχνευσης (ημέρα και νύχτα), εκτίμηση στόχων (ανάλογα με την βαθμό επικινδυνότητας) και εμπλοκής εναέριων και στόχων επιφανείας.
2/ Δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων για εναέριους και στόχους επιφανείας από άλλους αισθητήρες του σκάφους.
3/ Διασύνδεση και έλεγχος προκειμένου να έχει το σύστημα την δυνατότητα προσφοράς υπηρεσιών ελέγχου πυρός και ανίχνευσης σε άλλα οπλικά συστήματα του σκάφους, και
4/ Επαρκείς υποδομή τεχνικής υποστήριξης, συντήρησης και εκπαίδευσης (real time και προσομοίωση).
RIM-116 RAM
Το σύστημα RAM είναι το πλέον προηγμένο σύστημα αυτοπροστασίας σκαφών επιφανείας. Διαθέτει υπερηχητική ταχύτητα, χαμηλό ολικό βάρος μάχης, τεχνολογία Fire-and-Forget και μεγάλη ισχύ πυρός. Τα κύρια μέρη του συστήματος είναι το σύστημα-βάση Mk.44 το οποίο συνοδεύεται από το κάνιστρο εκτόξευσης Mk.49 και τον πύραυλο RIM-116. Ο πύραυλος RIM-116 έχει μήκος 2,82 μέτρων, διάμετρο 127 χιλιοστά, βάρος 73,6 κιλά (βάρος πολεμικής κεφαλής: δέκα κιλά). Το σύστημα εκτόξευσης έχει ολικό βάρος μάχης (μαζί με τους 21 πυραύλους) 5,185 τόνους, έχει δυνατότητα περιστροφής σε όλο το τόξο των 360ο καθώς και επιλογή ανύψωσης από -25ο έως +80ο
Η αρχιτεκτονική του συστήματος είναι εξαιρετικά απλή προκειμένου να είναι η δυνατή η εγκατάσταση του συστήματος σε διάφορες ναυτικές πλατφόρμες χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης συγκεκριμένων ηλεκτρονικών συστημάτων. Οι πληροφορίες για τον στόχο μπορούν να διοχετευτούν από σειρά ηλεκτρονικών αισθητήρων. Μέχρι σήμερα το σύστημα έχει πραγματοποιήσει πάνω από 150 δοκιμαστικές βολές με 95% ποσοστό επιτυχίας. Σήμερα σε παραγωγή βρίσκεται μια βελτιωμένη έκδοση (Block.2 ή RIM-116C) του συστήματος η οποία ενσωματώνει νέο προηγμένο ερευνητή και αυτόνομη υπέρυθρη καθοδήγηση σε όλη τη διάρκεια της πτήσης. Έτσι το σύστημα μπορεί να αναχαιτίσει βλήματα τα οποία δεν διαθέτουν ενσωματωμένο ερευνητή ραντάρ. Επικουρικά, η νέα έκδοση διαθέτει ενισχυμένη δυνατότητα επεξεργασίας ψηφιακού σήματος, βελτίωση η οποία την καθιστά ποιο ανθεκτική στα αντίμετρα. Το RAM είναι σύστημα CIWS με αυξημένες δυνατότητες προσβολής πυραυλικών συστημάτων σε αποστάσεις άνω των 10 χιλιομέτρων. Σχεδιάσθηκε προκειμένου να καλύψει το κενό εμβέλειας μεταξύ του Phalanx και του Sea Sparrow. Το σύστημα δεν διαθέτει ενσωματωμένο αισθητήρα καθοδήγησης του βλήματος (τεχνολογία Fire-and-Forget). Μετά τον εντοπισμό της απειλής με τα ηλεκτρονικά μέσα του σκάφους, οι σχετικές πληροφορίες και η υπόδειξη του στόχου διαβιβάζονται στο σύστημα RAM το οποίο πραγματοποιεί την αναχαίτιση της απειλής.
Εξέλιξη του RAM είναι το σύστημα Sea RAM το οποίο ενσωματώνει στοιχεία τόσο από το Phalanx όσο και από το RAM. Το Sea RAM αναπτύχθηκε για να αυξήσει την εμβέλεια εμπλοκής των συστημάτων CIWS και να διευρύνει τον φάκελο εμπλοκής των ναυτικών συστημάτων αυτοπροστασίας (εμπλοκή προηγμένων, μελλοντικών υπερηχητικών και υποηχητικών απειλών). Το σύστημα αποτελείτε από εκτοξευτή 11 πυραύλων RIM-116, ο οποίος αντικαθιστά στο πυροβόλο Gatling Μ-61A1 των 20 χιλιοστών του Phalanx, και τα ηλεκτρονικά συστήματα-βοηθήματα του Phalanx: Το Sea RAM συνδυάζει την εξαιρετική ακρίβεια και το αυξημένο βεληνεκές του RAM με τις δυνατότητες των αισθητήρων έρευνας και ανίχνευσης του Phalanx. Το Sea RAM είναι αυτόνομο και η μοναδική συνεισφορά του σκάφους-φορέα είναι η ηλεκτρική ισχύς.
Συνοπτικά, το Sea RAM διατηρεί τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και την ευελιξία του πυραύλου RIM-116, διαθέτει σειρά προηγμένων ηλεκτρονικών αισθητήρων (ραντάρ έρευνας, ραντάρ ανίχνευσης, σύστημα FLIR και σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης), έχει ολικό βάρος μάχης 7,75 τόνους και δυνατότητα ανύψωσης -25ο έως +80ο, μπορεί να αναχαιτίσει βλήματα κατά σκαφών επιφανείας τεχνολογίας cruise, μικρά σκάφη επιφανείας, ελικόπτερα, μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα και μαχητικά αεροσκάφη όλων των τύπων. Παράλληλα το σύστημα διατηρεί τα ταμπλό και τις κονσόλες ελέγχου του συστήματος Phalanx. Η εμπορική προοπτική του συστήματος χαρακτηρίζεται εξαιρετική καθώς μπορεί να αντικαταστήσει όλα τα συστήματα CIWS είτε αυτά βασίζονται στην χρήση πυροβόλου είτε βασίζονται στην χρήση βλημάτων.
Η επιχειρησιακή αξία των συστημάτων αυτοπροστασίας
Τα CIWS είναι ολοκληρωμένα συστήματα, τα οποία εξασφαλίζουν ταχεία, αυτόνομη και ανεξάρτητη λειτουργία και βολή κατά της απειλής. Παράλληλα, διαθέτουν συνεχή και αυτόματη διόρθωση της σκόπευσης και της βολής ενώ διαθέτουν χαμηλό κόστος απόκτησης-αναβάθμισης και απαιτήσεις εγκατάστασης. Μια εξίσου σημαντική παράμετρος είναι ότι τα συστήματα CIWS έχουν εξαιρετικά χαμηλό κόστος απόκτησης πυρομαχικών γεγονός το οποίο τα καθιστά κατάλληλα για επιχειρησιακή εκπαίδευση. Σε επίπεδο επιχειρησιακής χρήσης η αναχορηγία πυρομαχικών (1.550 φυσίγγια για τα Phalanx) επιτρέπει στα συστήματα την εμπλοκή 4-7 στόχων (όχι ταυτόχρονα) χωρίς να χρειάζεται ανεφοδιασμός. Ωστόσο ακόμα και εάν χρειαζόταν ο εν πλω ανεφοδιασμός του σκάφους-φορέα (και συνεπώς του συστήματος) είναι δυνατός και σχετικά εύκολος. Εκτός όμως από τα πλεονεκτήματα, τα συστήματα CIWS έχουν και μειονεκτήματα τα οποία οι κατασκευάστριες εταιρίες προσπαθούν να τα βελτιώσουν με την ανάπτυξη νέων βελτιωμένων εκδόσεων. Τα CIWS είναι καθαρά συστήματα αυτοπροστασίας, χωρίς δηλαδή να μπορούν να προστατεύσουν παράπλευρες ναυτικές μονάδες. Η εκτεταμένη αυτονομίας του περιορίζουν σημαντικά τις εναλλακτικές λύσεις αλλά και την καλύτερη απόδοση τόσο των ιδίων των συστημάτων όσο και του συνολικού των οπλικού συστήματος του σκάφους-φορέα.
Παράλληλα, διαθέτουν περιορισμένο μέγιστο βεληνεκές δράσης και μικρό διαμέτρημα (20 χιλιοστών για το Phalanx). Το σημαντικότερο επιχειρησιακό μειονέκτημα για τα συστήματα CIWS είναι ότι διαθέτουν νεκρούς τομείς βολής λόγω των υπερκατασκευών του σκάφους-φορέα με αποτέλεσμα να χρειάζεται η εγκατάσταση και δεύτερου συστήματος για ολόπλευρη κάλυψη ενώ είναι αδύνατη η ταυτόχρονη εμπλοκή δύο στόχων. Για παράδειγμα, το μικρό βεληνεκές που διαθέτουν δεν επιτρέπουν στα συστήματα να αντιμετωπίσουν δύο (2) πυραύλους ταυτόχρονα (ιδίως αν οι πύραυλοι προσεγγίζουν το στόχο από αντίθετες κατευθύνσεις). Αυτή η αδυναμία του συστήματος αφήνει ουσιαστικά το πλεονέκτημα στον αντίπαλο να εκτοξεύσει δύο βλήματα με σκοπό την ταυτόχρονη άφιξη τους στο φίλιο σκάφος. Επιπλέον, υπάρχει και το ερώτημα των φίλιων απωλειών από φίλια πυρά: Εάν τα συστήματα CIWS καταστρέψουν τον στόχο σε μικρή απόσταση από το σκάφος είναι πιθανόν να προκληθούν ζημιές.
Ομοίως, και τα αντιπυραυλικά συστήματα αυτοπροστασίας έχουν να παρουσιάσουν ορισμένα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Σε γενικές γραμμές τα αντιπυραυλικά συστήματα έχουν σχεδιαστεί προκειμένου, και θα αντικαταστήσουν στο μέλλον τα συστήματα CIWS. Ο λόγος είναι ότι η ανάπτυξη της πυραυλικής τεχνολογίας είναι ταχύτερη από την ανάλογη ανάπτυξη της τεχνολογίας των CIWS. Αυτό το τεχνολογικό χάσμα έρχονται να καλύψουν τα αντιπυραυλικά συστήματα αυτοπροστασίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η Raytheon και η RAM Systems έχουν προχωρήσει στην ανάπτυξη του Sea RAM το οποίο συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του Phalanx (σύστημα CIWS) και του RAM (αντιπυραυλικό σύστημα) προκειμένου να εξαλειφθούν τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν και τα δύο συστήματα. Στα πλεονεκτήματα των αντιπυραυλικών συστημάτων εντάσσεται η σημαντική εμβέλεια που διαθέτουν και η οποία τους επιτρέπει την ταυτόχρονη αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών αλλά και η προηγμένη κεφαλή μάχης με την οποία είναι εξοπλισμένα τα βλήματα και μπορεί να προξενήσει σημαντικές ζημιές σε μικρά σκάφη αλλά και να αιφνιδιάσει μεγαλύτερα.
Η φιλοσοφία της χρήσης των αντιπυραυλικών συστημάτων τα καθιστά αποτελεσματικά όχι μόνο με πιθανή καταστροφή της πολεμικής κεφαλής του επερχόμενου βλήματος αλλά και με καταστροφή των πτερυγίων-πηδαλίων του ή των ηλεκτρονικών συστημάτων του. Επιπλέον τα συστήματα δεν έχουν νεκρούς τομείς καθώς ενσωματώνουν τεχνική «shoot around the corner», δηλαδή του ελιγμού του βλήματος για της αποφυγή των υπερκατασκευών και των ιστών του σκάφους-φορέα. Μια εξίσου σημαντική παράμετρος-πλεονέκτημα των αντιπυραυλικών συστημάτων είναι οι μικρές απαιτήσεις συντήρησης, εκπαιδεύσεως και επάνδρωσης (χαμηλό λειτουργικό κόστος και αυτοματοποιημένη λειτουργία) ενώ παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό ολοκλήρωσης με το υπόλοιπο δίκτυο οπλικών συστημάτων του σκάφους και υψηλό βαθμό αξιοποίησης όλων των διατιθεμένων μέσων με παράλληλη εξασφάλιση εναλλακτικών λύσεων. Τέλος, η αρχιτεκτονική σχεδίασης και ανάπτυξης των αντιπυραυλικών συστημάτων προσφέρεται για μελλοντικές αναβαθμίσεις έτσι ώστε να παραμείνουν αξιόμαχα στην αντιμετώπιση των μελλοντικών απειλών.
Ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα των αντιπυραυλικών συστημάτων είναι ότι η λειτουργία τους απαιτεί την δέσμευση των ηλεκτρονικών αισθητήρων του σκάφους-φορέα ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται και η δέσμευση του συστήματος διεύθυνσης πυρός του σκάφους-φορέα για την καθοδήγηση του πυραύλου (στις περιπτώσεις όπου ο πύραυλος δεν είναι τεχνολογίας Fire-and-Forget). Ενδέχεται επίσης να επηρεάζεται η απόδοσή τους από τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες ορατότητας ενώ δεν έχουν την δυνατότητα προσβολής στόχων στο εδάφους. Συνοπτικά, το σύστημα RAM πλεονεκτεί, σε σύγκριση με τα άλλα συστήματα της κατηγορίας του, σε ικανό αριθμό επιχειρησιακών χαρακτηριστικών, με κυριότερα την χρήση βλήματος τεχνολογίας Fire-and-Forget και την δυνατότητα παθητικής βολής, την δυνατότητα ανεφοδιασμού του σκάφους-φορέα εν πλω και το χαμηλό λειτουργικό και κόστος απόκτησης.
Ο δρόμος του μέλλοντος για το ΠΝ είναι ξεκάθαρος: Eγκατάσταση του συστήματος RAM σε όλα τα σκάφη επιφανείας (φρεγάτες, κορβέτες, ΣΚΒ) και διατήρηση της τεχνολογίας αιχμής με τη συνεχή αναβάθμισης των συστημάτων. Στο κορεσμένο (από πλευράς πυραύλων κατά σκαφών επιφανείας) μέτωπο του Αιγαίου η δημιουργία μιας αποτελεσματικής αντιπυραυλικής ασπίδας γύρο από τα ελληνικά πλοία θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς στο ΠΝ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως ήταν τραγικό λάθος του Πολεμικού Ναυτικού η μη εγκατάσταση δεύτερου Phalanx στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των Standard, στα πρότυπα των φρεγατών «Έλλη» και «Λήμνος». Ιδανικά βέλτιστη επιλογή θα αποτελούσε η εγκατάσταση συστήματος RAM στις Standard, ενώ για τη περίπτωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ-200 πρέπει να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ επιλογή η εγκατάσταση RAM αν και για λόγους συμπίεσης του κόστους με τα υπάρχοντα δεδομένα το ΠΝ οδηγείται σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων Phalanx.