Η ναυτική άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα» επιβεβαίωσε την επιθετική στρατηγική της Αγκυρας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία διεκδικεί τον έλεγχο μεγάλων θαλάσσιων περιοχών που ανήκουν στην ελληνική ΑΟΖ και ταυτόχρονα αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε νησιά και βραχονησίδες.
Γράφει ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ για τη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Γι’ αυτόν τον λόγο έχει εκπονήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα ναυτικών εξοπλισμών που περιλαμβάνει τη ναυπήγηση ενός αεροπλανοφόρου, φρεγατών και τελευταίας τεχνολογίας υποβρυχίων. Επιπρόσθετα, η Αγκυρα προσπαθεί να προμηθευτεί μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35 και αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400.
Παρά τις δικαστικές διώξεις εναντίον πολλών αξιωματικών, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις παραμένουν ισχυρές και ετοιμοπόλεμες. Αν δεν αλλάξει κάτι, η γειτονική χώρα θα αποκτήσει στρατιωτική υπεροχή έναντι της Ελλάδας γύρω στο 2022-2023. Οι επιλογές για την ελληνική πλευρά είναι βασικά δύο. Η πρώτη είναι ο κατευνασμός, με την ελπίδα να πειστεί η Αγκυρα να εγκαταλείψει ή έστω να μετριάσει τις διεκδικήσεις της.
Η πρόταση προέρχεται από επιφανείς πανεπιστημιακούς και προσφάτως από τον πρώην υπουργό κ. Νίκο Κοτζιά. Ωστόσο, η κατευναστική προσέγγιση δείχνει να αγνοεί τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η ιδεολογική χρεοκοπία του κεμαλισμού οδηγεί στη σταδιακή ισλαμοποίηση της γειτονικής χώρας.
Η προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. δεν συναρπάζει πλέον την τουρκική πολιτική ελίτ. Η διαφαινόμενη ενίσχυση των συντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές πιθανόν να σημάνει τον οριστικό τερματισμό των τουρκοευρωπαϊκών ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο κατευνασμός, λοιπόν, της Αγκυρας μπορεί να γίνει μόνο στη βάση μιας διμερούς διαπραγμάτευσης, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Η δεύτερη επιλογή είναι η ενίσχυση της αποτροπής, προκειμένου η Ελλάδα να μην εξαρτάται υπέρμετρα, όπως συμβαίνει τώρα, από τις προθέσεις συμμαχικών χωρών. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς και την κρίσιμη ώρα μπορεί να είμαστε μόνοι μας. Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, μια επιτυχημένη στρατηγική αποτροπής περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις πυλώνες: ενίσχυση στρατιωτικών δυνατοτήτων, ισχυρή αποφασιστικότητα και συστηματική επικοινώνηση προθέσεων.
Η οικονομική κρίση έχει καθυστερήσει επικίνδυνα τον εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού με μεγάλες μονάδες επιφανείας και την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας με νέα μαχητικά αεροσκάφη. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη διακλαδικότητα και ευελιξία, ώστε να είναι σε θέση να επιφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα στον αντίπαλο.
Το κλαουζεβιτσιανό κέντρο βάρους της άλλης πλευράς είναι το ίδιο το καθεστώς, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την επιβίωσή του. Ταυτόχρονα, η Αθήνα μπορεί να διδαχθεί από άλλες μικρές χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Οι βαλτικές χώρες, για παράδειγμα, ενισχύουν συνεχώς τις εφεδρείες τους και επενδύουν στον κυβερνοπόλεμο για να αντιμετωπίσουν τον πανίσχυρο ρωσικό στρατό. Επίσης, η αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας απαιτεί συνεχή επίδειξη αποφασιστικότητας.
Η ελληνική πλευρά πρέπει να αποβάλει το φοβικό σύνδρομο που τη διακατέχει μετά την ήττα του 1974. Την ώρα που η Τουρκία διεξάγει ασκήσεις με βασικό σενάριο την κατάληψη εθνικού εδάφους, το ελληνικό στρατιωτικό δόγμα παραμένει στάσιμο. Απέναντι σε μια χώρα που δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο και αμφισβητεί διαρκώς την ελληνική κυριαρχία στο Ανατολικό Αιγαίο, η Αθήνα έχει μόνο έναν δρόμο να ακολουθήσει. Το κατά Παναγιώτη Κονδύλη πρώτο πλήγμα (first strike) πρέπει να ενταχθεί στον ελληνικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, διότι μόνο έτσι θα αυξηθεί η αξιοπιστία της αποτροπής.
Η Ελλάδα πρέπει να γίνει λιγότερο προβλέψιμη για τον αντίπαλο που έχει επίγνωση της χαοτικής φύσης του πολέμου. Πρακτικά αυτό σημαίνει καλύτερη συλλογή πληροφοριών και συγκέντρωση δυνάμεων όπου είναι εφικτή η ταχεία κατάληψη εχθρικού εδάφους. Αυτό ίσως να ξενίζει αρκετούς, αλλά το μέγεθος της τουρκικής απειλής και το εγγενώς γεωγραφικό μειονέκτημα της Ελλάδας επιβάλλουν την υιοθέτηση ενός νέου τρόπου σκέψης.
Αν μια κρίση εξελιχθεί σε σύγκρουση, η Αθήνα πρέπει να έχει αποκομίσει εδαφικά κέρδη πριν πάει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τέλος, η συστηματική επικοινώνηση των προθέσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ισχυροποίηση της ελληνικής αποτροπής. Δηλώσεις του τύπου «εάν οι Τούρκοι ανέβουν σε βραχονησίδα θα την ισοπεδώσουμε» περνούν ένα ισχυρό μήνυμα αποφασιστικότητας, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό από φίλους και αντιπάλους ότι η Ελλάδα αυτά που λέει τα εννοεί. Και αυτό θα γίνει μόνο αν όλες οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις συναινέσουν στη διαμόρφωση μιας εθνικής γραμμής.
Η συγκρότηση ενός αρραγούς εσωτερικού μετώπου σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της αποτρεπτικής μας στρατηγικής. Πριν από 45 χρόνια, ο Γεώργιος Παπανδρέου προειδοποιούσε ότι «Ο πόλεμος είναι φρενοκομείο. Εάν η Τουρκία μπει πρώτη, εμείς θα την ακολουθήσουμε!». Η ιστορική αυτή ρήση παραμένει δυστυχώς επίκαιρη. Η μόνη μας ελπίδα για να μην το κάνει η άλλη πλευρά είναι μια πειστική εθνική στρατηγική αποτροπής, που θα κλείσει οριστικά την πόρτα του φρενοκομείου.
O κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.