Από τη Δευτέρα 27 έως την Παρασκευή 31 Μαΐου 2019, διεξήχθη η προγραμματισμένη εθνική τεχνική άσκηση μικρής κλίμακας «ΟΡΜΗ 3/19», στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή βόρειου, κεντρικού και νότιου Αιγαίου με τη συμμετοχή πυραυλακάτων.

Η εν λόγω άσκηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ετήσιου προγράμματος Επιχειρησιακής Εκπαίδευσης μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, με σκοπό τη διατήρηση και επαύξηση της επιχειρησιακής και μαχητικής ετοιμότητας και ικανότητας των συμμετεχόντων.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως ο ναυτικός αγώνας με την είσοδο των Super Vita έχει κυριολεκτικά αλλάξει. Τα πλοία διαθέτουν επιδόσεις κορβέτας με εξαίρεση των ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Δύναται να προσβάλουν στόχους με τα Exocet Block III από πολύ μεγάλες αποστάσεις και ασφαλείς θέσεις απόκρυψης. Οι Super Vita αποτέλεσαν μια ιδιαίτερα επιτυχημένη επιλογή για το ΠΝ.

Δυναμικές Επιχειρήσεις

Η ανάπτυξη ναυτικών μονάδων είναι μια δυναμική διαδικασία περισσότερο ίσως απ ότι φαντάζονται οι περισσότεροι. Ο Ναυτικός Πόλεμος είναι από τη φύση του δυναμικός και προϋποθέτει ευελιξία στο σχεδιασμό και εκτέλεση επιχειρήσεων. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη ανώτατου στελέχους του ΠΝ που παρομοιάζει τις ναυτικές επιχειρήσεις με το σκεπτικό των πιλότων αναχαίτισης της ΠΑ που εκ των προτέρων δε γνωρίζουν πως θα εξελιχθούν οι παράμετροι κατά τη διάρκεια μιας αποστολής αναχαίτισης – αεροπορικής υπεροχής, σε αντίθεση με τους χειριστές μαχητικών κρούσης που επικεντρώνονται εναντίον συγκεκριμένου στόχου. Ο Στόλος αναπτύσσεται σε ομάδες μάχης επιφανείας με τους αντίστοιχους τακτικούς Διοικητές (πρακτικά τον Διοικητή της Διοίκησης Φρεγατών και τους Διοικητές των Μοιρών Φρεγατών, με την ευθύνη συντονισμού των πολεμικών πλοίων στα οποία περιλαμβάνονται φρεγάτες, πυραυλάκατοι, πετρελαιοφόρα καθώς και αποβατικά πλοία.

Ο καιρός αποτελεί πάντοτε υπολογίσιμο παράγοντα στις ναυτικές επιχειρήσεις – ιδίως κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών – οπότε πληρώματα και πλοία δοκιμάζονται σε δύσκολες συνθήκες θάλασσας. Δεν αποτελεί πλεονασμό να αναφέρουμε ότι τα στελέχη του ΠΝ έχουν αποδεδειγμένα μεγάλη προσαρμοστικότητα και έχουν επιδείξει ότι μπορούν να εκτελέσουν το έργο τους όποτε τους έχει ζητηθεί ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες. Αυτή είναι και μια από τις ιδιαιτερότητες του Ναυτικού επαγγέλματος που δύναται να γίνει αντιληπτό μόνο από όσους έχουν υπηρετήσει σε μονάδες επιφανείας – ιδιαίτερα σε πλοία της Διοίκησης Ταχέων Σκαφών που δοκιμάζονται περισσότερο σε τέτοιες συνθήκες λόγω του μικρότερου μεγέθους τους σε σχέση με τα μεγαλύτερα πλοία.

Το ΠΝ είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή διασπείρει δυνάμεις σε καίριες θέσεις εξασφαλίζοντας την απαραίτητη τακτική εικόνα. Στόχος είναι να εντοπιστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα οι εχθρικές μονάδες επιφανείας και να γίνει η σύνθεση της εικόνας τακτικής κατάστασης επιφανείας (SURPIC) ώστε να υπάρχει σαφής εικόνα της θέσης και του μεγέθους του αντιπάλου. Το ίδιο αναμένεται να επιδιώξει και το Τουρκικό Ναυτικό καθώς η παραπάνω διαδικασία είναι αυτονόητη σε επιχειρήσεις επιφανείας και αποτελεί διαχρονικό αξίωμα που ισχύει φυσικά μέχρι τις μέρες μας. Ο σχεδιασμός του ΠΝ περιλαμβάνει κατάλληλα μέτρα ώστε ο αντίπαλος να βρεθεί άμεσα στοχοποιημένος και κατά συνέπεια άμεσα ευάλωτος σε πυρά, εξασφαλίζοντας καίριο τακτικό πλεονέκτημα σε περίοδο κρίσης ή πολεμικής αναμέτρησης. Με δεδομένο το ιστορικό προηγούμενο της κρίσης των Ιμίων το 1996 (όπου ο τουρκικός στόλος είχε εγκλωβιστεί στους ναυστάθμους του ενώ το ΠΝ βρισκόταν σε καίριες θέσεις μάχης), είναι σαφές ότι και σε ενδεχόμενη μελλοντική σύρραξη το Τουρκικό Ναυτικό θα πρέπει να «πολεμήσει» για να βγει στο Αιγαίο. Αυτή η διαδικασία είναι δεδομένο ότι θα εμπεριέχει οδυνηρές απώλειες για τον επιτιθέμενο που ενδεχομένως θα είναι δυσβάσταχτες και καθοριστικές από ψυχολογικής πλευράς για την συνέχιση των επιχειρήσεων. Αποτελεί δε ιστορικό παράδοξο ότι ενώ το ΠΝ είχε αναμφισβήτητο τακτικό πλεονέκτημα στην κρίση των Ιμίων, εντούτοις δεν έγινε δυνατό το στοιχείο αυτό να καταστεί εκμεταλλεύσιμο από πλευράς πολικής ηγεσίας.

Σε κάθε περίπτωση η είσοδος των “ΡΟΥΣΣΕΝ” έχει απογειώσει τις δυνατότητες της Διοίκησης Ταχέων Σκαφών αφού πρόκειται για ΤΠΚ με επιδόσεις φρεγάτας με εξαίρεση τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Ήδη οι υφιστάμενες 5 ΤΠΚ κλάσης “ΡΟΥΣΣΕΝ” έχουν αποδώσει άριστα έχοντας αποδειχθεί μια εξαιρετική σχεδίαση και ναυπήγηση για το Π.Ν. Τα 5 ΤΠΚ κλάσης “ΡΟΥΣΣΕΝ” μεταφέρουν μεικτό αριθμό βλημάτων Exocet MM40 block 2 και 3. Τα πλοία μεταφέρουν διπλάσιο αριθμό βλημάτων επιφανείας σε σχέση με τις COMBATTANTE ενώ δύναται να προσβάλουν στόχους σε διπλάσιες αποστάσεις με ασφάλεια για τις ΤΠΚ. Παράλληλα, διαθέτουν μια εξαιρετική αντιαεροπορική άμυνα από απειλές αέρος απόρροια του εκτοξευτή RAM και των 21 βλημάτων RIM 116 που δύναται να προσβάλουν πολλαπλούς στόχους σε αποστάσεις εώς και 9 χλμ (5,6 ναυτικών μιλίων).

Η επιχειρησιακή δράση των ΤΠΚ στο Αιγαίο συνοψίζεται στην φράση «επιθετικό πνεύμα, ανορθόδοξες τακτικές μάχης». Αυτό είναι και το μότο των στελεχών της ΔΤΣ του ΑΣ. Τα ΤΠΚ ως επί το πλείστον λειτουργούν αυτόνομα και ανεξάρτητα από την στιγμή που θα αγκιστρωθούν πίσω από μια βραχώδη ακτή και θα περιμένουν το θήραμα τους. Σπανίως, τα ΤΠΚ θα βρεθούν σε σχηματισμούς μάχης μαζί με άλλες μονάδες επιφανείας. «Αυτό δεν ισχύει για τα ΤΠΚ κλάσης ΡΟΥΣΕΝ» μας τονίζουν οι αξιωματικοί της ΔΤΣ που λόγω του ότι διαθέτουν ένα Οπλικό σύστημα με τεράστιες δυνατότητες ικανές να υποστηρίξουν επιχειρήσεις σχηματισμών μάχης σε συνεργασία με άλλα πλοία του Α.Σ. Η κύρια τακτική όμως που ακολουθούν τα ΤΠΚ είναι η γρήγορη ανάπτυξη τους στους χώρους απόκρυψης όπου βρίσκονται στα πλέον ανορθόδοξα μέρη (κάτι το οποίο απαιτεί μεγάλη ναυτοσύνη) πίσω από βραχονησίδες, μέσα σε κολπίσκους σε όλο το Αιγαίο και ακολούθως εκεί κρύβονται. Το Αιγαίο έχει 6000 νησίδες και βραχονησίδες. Πάρα πολλά σημεία απόκρυψης σε εξαιρετικά απόκρυμνα σημεία δύσκολα να εντοπιστούν και να προσβληθούν.

Η σχεδίαση του σκάφους έχει βασιστεί στα προγενέστερα πλοία κλάσης “Barzan” του Κατάρ (με μήκος 56 μέτρα) και “Qahir Al Amwaj” του Ομάν (με μήκος 83 μέτρα), τα οποία παραγγέλθηκαν το 1992 και 1996 αντίστοιχα. Ο σκελετός του σκάφους είναι κατασκευασμένος από χάλυβα ενώ η υπέρ-κατασκευή είναι κατασκευασμένη από κράμα αλουμινίου. Οι διαστάσεις των Super Vita είναι (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 61,9 μέτρα x 9,5 μέτρα x 2,6 μέτρα και έχουν εκτόπισμα 580 τόνους με πλήρη φόρτο ή 541 τόνους κενά. Κάθε σκάφος φέρει τέσσερις πετρελαιοκινητήρες τύπου 16V595-TE90 της MTU συνολικής ιπποδύναμης 4 x 4.320 kW, δηλαδή 17.280 kW ή 23.802 ίπποι (1 ίππος = 0,746 kW), οι οποίοι συνοδεύονται από σύστημα μετάδοσης της κίνησης τύπου BW1556666/1557S της ZF, τρεις γεννήτριες συνολικής ισχύος 3 x 250 kW και τέσσερις προπέλες.

Τα Super Vita επιτυγχάνουν μέγιστη συνεχόμενη ταχύτητα της τάξεως των 34 κόμβων/ώρα (63 km/h). Στη μέγιστη ταχύτητα, η εμβέλειά τους ανέρχεται στα 750 ναυτικά μίλια (1.389 km), με ταχύτητα πλεύσης 30 κόμβους/ώρα (56 km/h) η μέγιστη εμβέλεια αυξάνει στα 1.000 ναυτικά μίλια (1.852 km) ενώ με ταχύτητα πλεύσης 18 κόμβους/ώρα (33 km/h) η μέγιστη εμβέλεια είναι της τάξεως των 2.250 ναυτικών μιλίων (4.167 km). Για κάθε ένα από τα Super Vita απαιτείται πλήρωμα 45 ατόμων.

Στα ηλεκτρονικά συστήματα του σκάφους περιλαμβάνονται το τρισδιάστατο ραντάρ έρευνας αέρος-επιφανείας τύπου MW-08, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων G (από τα 4 GHz έως τα 6 GHz στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα), το σύστημα ελέγχου πυρός τύπου Sting BS, το ηλεκτροπτικό σύστημα ανίχνευσης στόχων τύπου Mirador, το ραντάρ έρευνας επιφανείας συνεχούς κύματος και χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής τύπου Scout Mk.II, το ραντάρ έρευνας ναυτιλίας τύπου BridgeMaster-Ε, δύο οπτικά σκοπευτικά κατάδειξης στόχου τύπου TDS (Target Designation Sight), το ηλεκτρονικό σύστημα υποστήριξης (Electronic Support Measures = ESM) τύπου DR-3000 SLW της Thales, σύστημα αυτοπροστασίας, το οποίο αποτελείται από τον εκτοξευτή αναλώσιμων ανθυποβρυχιακών ρουκετών Mk.36 SRBOC (Super Rapid Bloom Off-board Countermeasures) των 130mm και το αυτόματο σύστημα εκτόξευσης αντιμέτρων ALEX (Automatic Launching of Expendables) και το σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού (Identification Friend or Foe/Selective Identification Feature = IFF/SIF). Ωστόσο, ο νους του σκάφους είναι το τακτικό σύστημα Tacticos της Thales NL (πρώην Signaal), το οποίο εκτελεί όλες τις απαιτούμενες στρατιωτικές εφαρμογές (έρευνα, υποστήριξη διοίκησης κ.α.), ενώ είναι διασυνδεμένο με όλα τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύστημα ESM και το σύστημα αυτοπροστασίας του σκάφους. Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες προβάλλονται σε τέσσερις κονσόλες πολλαπλών λειτουργιών τύπου Mk.3 MOC (Multi-Operation Consoles). Οι επικοινωνίες του σκάφους εξασφαλίζονται από ένα σύστημα ζεύξης δεδομένων Link-11 (τύπος MDM-2002 της Raytheon Collins), ένα σύστημα δορυφορικών επικοινωνιών και το ολοκληρωμένο σύστημα επικοινωνιών ICS-2000.

Ο εξοπλισμός μάχης των σκαφών αποτελείται από ένα πυροβόλο των 76/62mm τύπου Super Rapido της ΟΤΟ Melara, δύο πυροβόλα των 30mm της OTO Melara, ένα πυραυλικό σύστημα εγγύς αντιαεροπορικής-αντιπυραυλικής προστασίας (Close-In Weapon System = CIWS) τύπου RAM (Rolling Airframe Missile) με 21 βλήματα έτοιμα προς εκτόξευση και δύο δίδυμους εκτοξευτές βλημάτων επιφανείας-επιφανείας τύπου MM-40 Block.II Exocet τοποθετημένους σε διάταξη “X”.

Πυροβόλα

Το κύριο πυροβόλο των Super Vita είναι το 76/62mm Super Rapido της OTO Melara (Mk.75 στην αμερικανική ορολογία), το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία για πρώτη φορά το 1988. Είναι ελαφρύ πυροβόλο, υψηλής ταχυβολίας, ιδανικό για προσβολή στόχων αέρος (βλήματα, αεροσκάφη και ελικόπτερα), εδάφους και επιφανείας. Μέχρι τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας είχαν κατασκευαστεί πάνω από 1.000 για 51 ναυτικά. Σχεδιαστικά, αποτελεί βελτίωση του παλαιότερου 76/62mm Compact.

Ο πύργος του είναι πλήρως αυτόματος. Αποτελείται από τρία μέρη: τον κορμό, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το κατάστρωμα, τον πύργο πάνω στο κατάστρωμα και ένα κιτίο, το οποίο περιέχει τον σερβομηχανισμό ελέγχου του πυροβόλου. Το σύστημα αναχορηγίας πυρομαχικών λειτουργεί υδραυλικά και βρίσκεται στο τμήμα του πύργου. Όμως είναι ανεξάρτητο του πύργου, με αποτέλεσμα η εναλλαγή τύπων πυρομαχικών να γίνεται εύκολα, διευρύνοντας έτσι τον φάκελο εμπλοκής του πυροβόλου. Η αναχορηγία των βλημάτων επιτυγχάνεται με ταχύτατες διαδικασίες και απαιτεί την δέσμευση 2-3 ατόμων. Ο ρυθμός βολής μπορεί να επιλεγεί μεταξύ βολής κατά βολής (ένα βλήμα τη φορά) ή βολής κατά ρυπάς (έως 120 βλήματα το λεπτό, αν και στις δοκιμές πέτυχε ρυθμό βολής 139 βλημάτων το λεπτό). Το βάρος του πύργου είναι 7.620 κιλά (χωρίς πυρομαχικά) ενώ τα όρια ανύψωσης είναι από -15ο έως +85ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση 35ο το δευτερόλεπτο. Το πυροβόλο διαθέτει 80 βλήματα έτοιμα προς βολή.

Το πυροβόλο έχει πιστοποιηθεί και μπορεί να εκτοξεύσει πυρομαχικά διαφόρων τύπων, όπως υψηλής εκρηκτικότητας, θραυσμάτων, διατρητικά θώρακα, φωτιστικά κα εκπαιδευτικά. Ομοίως, τα πυρομαχικά μπορούν να δεχθούν διαφορετικούς πυροσωλήνες, ανάλογα με τη χρήση τους (πυροδότησης σημείου, επιβράδυνσης, προσέγγισης κ.α.). Η απόκλιση βολής του πυροβόλου είναι της τάξεως των 0,017ο στα 1.000 μέτρα. Το μέγιστο βεληνεκές εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η γωνία προσβολής και ο τύπος του πυρομαχικού. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία, το πυροβόλο επιτυγχάνει βεληνεκές της τάξεως των 18,4 km με πυρομαχικά υψηλής εκρηκτικότητας και από γωνία προσβολής 45ο ή 8 km με γωνία προσβολής 85ο, 16 km με πυρομαχικά τύπου Sapom και από γωνία προσβολής 45ο, 20 km με τη χρήση πυρομαχικών Sapom-ER (επαυξημένου βεληνεκούς) και από γωνία προσβολής 45ο ή 30 km με τη χρήση του κατευθυνόμενου πυρομαχικού DART, το οποίο τελεί υπό ανάπτυξη. Επίσης, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, το πυροβόλο μπορεί να αντιμετωπίσει επιθέσεις κορεσμού από τέσσερα, το μέγιστο, υποηχητικά βλήματα, με την προϋπόθεση ότι η προσβολή και αναχαίτιση του πρώτου βλήματος θα επιτευχθεί στα 5,5-6 km.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών του πυροβόλου είναι της τάξεως των 1.900+ ωρών ενώ ο μέσος χρόνος αποκατάστασης της βλάβης είναι μικρότερος των 30 λεπτών.

Ο δευτερεύον οπλισμός πυροβόλων των Super Vita αποτελείται από δύο πυροβόλα των 30mm της OTO Melara. Σχεδιαστικά, αποτελεί μία μικρότερη έκδοση του πυροβόλου των 40/70mm της OTO Breda. Η ανάπτυξή του άρχισε το 1984 και τέθηκε σε υπηρεσία το 1988. Ο κύριος ρόλος των πυροβόλων αυτών είναι η αντιαεροπορική άμυνα, αλλά χρησιμοποιούνται και κατά στόχων επιφανείας σε μικρές αποστάσεις. Το πυροβόλο επιτυγχάνει υψηλή ταχυβολία της τάξεως των 800 φυσιγγίων το λεπτό ή ελεγχόμενη ταχυβολία με 120 φυσίγγια το λεπτό σε κάθε ριπή. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικούς τύπους πυρομαχικών (PGU-13: υψηλής εκρηκτικότητας βάρους 681 γραμμαρίων και PGU-14: διατρητικά θώρακα βάρους 694 γραμμαρίων). Ο πύργος του πυροβόλου (Mod.564) τοποθετείται εύκολα στην υπερκατασκευή του πλοίου και δεν χρειάζεται διάτρηση του καταστρώματος. Ο πύργος λειτουργεί αυτόματα και ενσωματώνει ανεξάρτητο σύστημα παροχής ενέργειας σε περίπτωση αχρήστευσης του συστήματος παροχής ενέργειας του σκάφους. Ο τύπος του πυροβόλου είναι Mauser Mk.30-1 Model-F. Το βάρος του πύργου είναι 1.830 κιλά χωρίς τα πυρομαχικά ή 1.960 κιλά με τα πυρομαχικά, εκ των οποίων τα 154 κιλά είναι το βάρος του πυροβόλου (60 κιλά είναι το βάρος της κάνης). Τα όρια ανύψωσης είναι από -13ο έως +80ο με μέγιστη δυνατή ανύψωση 80ο το δευτερόλεπτο, ενώ η αναχορηγία είναι της τάξεως των 160 φυσιγγίων έτοιμων προς βολή. Κάθε κάνη έχει επιχειρησιακό όριο ζωής τα 5.000 φυσίγγια. Το μέγιστο βεληνεκές του πυροβόλου είναι τα 3+ km. Εκτός από την έκδοση μονού πυροβόλου διατίθεται και η έκδοση δίδυμου πυροβόλου ή πυροβόλου διαμετρήματος 25mm. Ως γνωστόν, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) επέλεξε την έκδοση μονού πυροβόλου των 30mm.

MM-40 Block.II Exocet

Το βλήμα MM-40 Block.II Exocet είναι εξέλιξη του προγενέστερου MM-38 Exocet, το οποίο είχε μέγιστο βεληνεκές 38 km και αναπτύχθηκε για τον εξοπλισμό πλοίων επιφανείας αλλά και ως όπλο παράκτιας άμυνας. Η ανάπτυξη του βλήματος ξεκίνησε το 1968 από τη Γαλλία ενώ το 1971 στο πρόγραμμα προσχώρησε και η Μεγάλη Βρετανία. Σήμερα αποτελεί πνευματικό και εμπορικό δικαίωμα της κοινοπραξίας MBDA.

Τα πρώτα βλήματα εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1972 για να ακολουθήσει, το 1977, η ανάπτυξη της έκδοσης αέρος-επιφανείας ΑΜ-39 Exocet, έκδοση την οποία διαθέτει η Ελλάδα στην διαμόρφωση Block.II. Στην δεκαετία του ’80 ακολούθησε η ανάπτυξη των εκδόσεων SM-39 Block.II Exocet, για χρήση από τα υποβρύχια, και MM-40 Block.II Exocet (επιφανείας-επιφανείας) με αυξημένο βεληνεκές.

Το βλήμα έχει σταυροειδή κύρια πτερύγια και ουραία πτερύγια για τον έλεγχο της πτήσης. Ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου και χρησιμοποιεί σύστημα αδρανειακής καθοδήγησης (Inertial Navigation System = INS) κατά την ενδιάμεση πτήση, υψομετρικό ραντάρ για πτήση στο επίπεδο της θαλάσσης και έναν ερευνητή ραντάρ για την τερματική καθοδήγηση.

Το μήκος του βλήματος ΜΜ-40 Block.I Exocet είναι 5,2 μέτρα, το βάρος 735 κιλά, εκ των οποίων τα 165 κιλά είναι η πολεμική κεφαλή και το εκπέτασμα των πτερυγίων είναι ένα μέτρο. Η μέγιστη ταχύτητα του βλήματος δεν ξεπερνά τα 980 km/h και το μέγιστο βεληνεκές τα 70km. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η μέγιστη διάρκεια πτήσης προς το στόχο είναι τα τρία λεπτά στο μέγιστο βεληνεκές. Η έκδοση ΜM-40 Block.ΙΙ Exocet είναι μακρύτερη και βαρύτερη από την προηγούμενη έκδοση και έχει μήκος 5,64 μέτρα και βάρος 825 κιλά. Παρόλα αυτά επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 70 km, καθώς ενσωματώνει ισχυρότερο κινητήρα, έτσι ώστε να αντισταθμιστεί η αύξηση του βάρους.

Σήμερα, σε εξέλιξη βρίσκεται ένα πρόγραμμα ανάπτυξης της έκδοσης MM-40 Block.ΙΙΙ Exocet, η οποία θα ενσωματώνει προωθητή στερεού καυσίμου και κινητήρα turbojet, συνδυασμός ο οποίος θα αυξήσει το μέγιστο βεληνεκές του βλήματος στα 180 km. Θα ενσωματώνει επίσης νέα πολεμική κεφαλή θραυσμάτων, βελτιωμένο ερευνητή ραντάρ και σύστημα καθοδήγησης συνδυασμού INS κα GPS (Global Positioning System), με δυνατότητα προγραμματισμού “πολλαπλών εναλλακτικών διαδρομών”. Επίσης, η νέα έκδοση του βλήματος θα έχει τη δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους.

RAM

Το σύστημα RAM είναι το πλέον προηγμένο σύστημα αυτοπροστασίας σκαφών επιφανείας. Επιτυγχάνει υπερηχητική ταχύτητα, έχει μικρό βάρος και ενσωματώνει τεχνολογία fire-and-forget. Είναι προϊόν αμερικανό-γερμανικής συνεργασίας, μεταξύ της Raytheon και της RAMSYS. Αποτελείται από τη βάση Mk.44, η οποίο συνοδεύεται από το κάνιστρο εκτόξευσης Mk.49, 21 ή 11 βλημάτων, και το βλήμα RIM-116B. Το βλήμα έχει μήκος 2,82 μέτρων, διάμετρο 127mm, βάρος 73,6 κιλά και βάρος πολεμικής κεφαλής δέκα κιλά. Το σύστημα εκτόξευσης έχει βάρος μάχης, μαζί με τα 21 βλήματα, 5.185 κιλά, μπορεί να περιστραφεί σ’ όλο το τόξο των 360ο καθώς και να ανυψωθεί σε τόξο από -25ο έως +80ο.

Η αρχιτεκτονική του συστήματος είναι απλή, κάτι που επιτρέπει την εγκατάστασή του σε πλοία διαφορετικού εκτοπίσματος. Σήμερα βρίσκεται σε παραγωγή η βελτιωμένη έκδοση Block.Ι, η οποία ενσωματώνει νέο ικανότερο ερευνητή και αυτόνομη υπέρυθρη καθοδήγηση σ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης. Επίσης, ενσωματώνει ενισχυμένη δυνατότητα επεξεργασίας ψηφιακού σήματος, βελτίωση η οποία καθιστά το βλήμα ανθεκτικότερο στα ηλεκτρονικά αντίμετρα.

Το RAM είναι ένα σύστημα CIWS με δυνατότητα προσβολής πυραύλων κατά πλοίων σε αποστάσεις έως και τα 10 km. Σχεδιάσθηκε προκειμένου να καλύψει το κενό εμβέλειας μεταξύ του Phalanx (1,88 km) και του συστήματος Sea Sparrow Missile System (μικρότερη των 10 km). Το RAM δεν διαθέτει ενσωματωμένο αισθητήρα καθοδήγησης του βλήματος. Μετά τον εντοπισμό της απειλής από τους αισθητήρες του μητρικού σκάφους, οι πληροφορίες και η κατάδειξη του στόχου διαβιβάζονται στο σύστημα, το οποίο πραγματοποιεί την αναχαίτιση.

Σε εξέλιξη βρίσκεται και η ανάπτυξη ενός νέου λογισμικού, το οποίο θα επιτρέψει στο RAM να εμπλέκει στόχους όπως ελικόπτερα, μαχητικά αεροσκάφη, ακόμα και στόχους επιφανείας. Επίσης, σε εξέλιξη βρίσκεται και η ανάπτυξη του συστήματος Sea RAM, το οποίο αποτελεί συγκερασμό στοιχείων του Phalanx και του RAM. Το Sea RAM αποτελείται από έναν εκτοξευτή 11 βλημάτων RIM-116B (αντικαθιστά το πυροβόλο Gatling Μ-61A1 των 20mm του Phalanx), και από τα ηλεκτρονικά συστήματα του Phalanx (ραντάρ έρευνας, ραντάρ ανίχνευσης και σύστημα FLIR [Forward Looking Infra-Red]).

Η επιχειρησιακή αξία των Super Vita

Το ερώτημα σχετικά με τα Super Vita είναι εάν και με ποιο τρόπο τα σκάφη αυτά κάνουν την διαφορά στο Αιγαίο. Διότι πυροβόλα και βλήματα επιφανείας-επιφανείας, εφάμιλλα των ελληνικών, διαθέτουν και τα τουρκικά ΤΠΚ. Επίσης και τα τουρκικά ΤΠΚ παρουσιάζουν παρόμοιες επιδόσεις με τα ελληνικά. Άρα που διαφέρουν τα Super Vita; Η απάντηση είναι στο σύστημα CIWS. Στο σημείο δηλαδή που τα Super Vita υπερτερούν απ’ όλα τα τουρκικά ΤΠΚ, τα οποία βασίζονται σε συμβατικά συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας αντί των πυραυλικών συστημάτων RAM που εξοπλίζουν τα Super Vita. Με άλλα λόγια, τα Super Vita μπορούν να εκτοξεύσουν τουλάχιστον ίδιο όγκο πυρός με τα τουρκικά ΤΠΚ, αλλά μπορούν να αμυνθούν πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι τα τουρκικά ΤΠΚ, τα οποία στηρίζουν την αντιαεροπορική τους άμυνα σε αντιαεροπορικά πυροβόλα των 40mm ή 35mm, μονά ή δίδυμα και σε πυροβόλα 76/62mm Super Rapido.

Στα πλεονεκτήματα του RAM συγκαταλέγεται η εμβέλεια των 10 km, η οποία ξεπερνά την εμβέλεια του Phalanx κατά 5,3 φορές και αυτή του βλήματος RIM-7 Sea Sparrow. Η μεγάλη εμβέλεια επιτρέπει στο RAM την ταυτόχρονη αντιμετώπιση πολλαπλών απειλών (δηλαδή επιθέσεις κορεσμού). Επιπλέον το RAM δεν έχει νεκρούς τομείς, καθώς ενσωματώνουν τεχνική “shoot around the corner” (δηλαδή την τεχνική ελιγμού του βλήματος για την αποφυγή της υπερκατασκευής και του ιστού του μητρικού σκάφους). Με άλλα λόγια, μπορεί να αναχαιτίσει επερχόμενο βλήμα σε ολόκληρο το τόξο των 360ο.

Σε κάθε περίπτωση, η ενσωμάτωση των RAM στα ελληνικά ΤΠΚ, σημαίνει ότι τουλάχιστον πέντε ελληνικά ΤΠΚ έχουν μεγαλύτερο βαθμό επιβιωσιμότητας από οποιοδήποτε τουρκικό ΤΠΚ ενώ προσφέρουν και ομπρέλα προστασίας σε άλλα πλοία όπως φρεγάτες και ΠΓΥ στο απαιτητικό και κλειστό επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου.

Γι αυτό και προέχει από κάθε άποψη και πρέπει να είναι μέσα στις επόμενες κορυφαίες προτεραιότητες για την όποια νέα ηγεσία του ΥΠΕΘΑ να ΠΑΡΑΛΗΦΘΟΥΝ άμεσα οι επόμενες δύο ΤΠΚ ΡΟΥΣΣΕΝ από το ΠΝ.

Οι προκλήσεις για τη ΔΤΣ στο εγγύς μέλλον είναι όμοιες με αυτές για το υπόλοιπο Π.Ν. Αντικατάσταση των γερασμένων μονάδων. Επιβάλλεται να συνεχιστεί το πρόγραμμα των ΤΠΚ κλάσης ΡΟΥΣΣΕΝ τύπου SUPER VITA ώστε να ναυπηγούν επιπλέον τρία σκάφη με στόχο το Π.Ν να διαθέτει συνολικά 10 σύγχρονα σκάφη και έπειτα να περάσει σε μια νέα γενιά σκαφών διατηρώντας το ποιοτικό προβάδισμα και τη πρωτοπορία. Σήμερα οι εννέα ΤΠΚ Combattante έχουν ηλικίες 30 έως και 40 ετών και πρέπει άμεσα να αντικατασταθούν μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Ο στόχος για τις νέες πυραυλακάτους πρέπει να είναι η ολική μείωση του ηλεκτρομαγνητικού ίχνους με παράλληλη ενίσχυση του οπλισμού και της Α/Α προστασίας των σκαφών καθώς και των ικανοτήτων δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων. 

Μια ακόμα ιδέα που είναι άξια διερεύνησης είναι η κατασκευή πολλών μικρών ΤΠΚ ικανών να εκμεταλλεύονται το περιβάλλον του Αιγαίου και να επιχειρούν ως swarm attacks ενώ εξίσου σημαντική είναι η διασπορά από τον καιρό της ειρήνης ΤΠΚ στο Ανατολικό Αιγαίο σε προκεχωρημένες βάσεις του Π.Ν για άμεση αντίδραση σε τυχόν αιφνιδιαστικές κινήσεις της Τουρκίας.