Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στις επιχειρήσεις από αέρος αναγνώρισης, ήταν η «αμεσότητα» της πληροφορίας. Στα χρόνια του πρώτου και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, καταδιωκτικά ή επιθετικά αεροσκάφη παραγωγής τροποποιούνταν ώστε να φέρουν φωτομηχανές και να μπορούν να τις αξιοποιούν πετώντας σε διάφορα ύψη και με διαφορετικές ταχύτητες. Αυτό που είχε παρατηρηθεί και που είχε κρίνει την έκβαση ολόκληρων επιχειρήσεων ήταν η «αμεσότητα της πληροφορίας».
Ήταν δηλαδή το ότι σε πολλές περιπτώσεις η άμεση ενημέρωση των κέντρων επιχειρήσεων σχετικά με τις κινήσεις του αντιπάλου από τα πληρώματα των αναγνωριστικών αεροσκαφών, έκανε τη διαφορά μεταξύ νίκης και ήττας. Μεταπολεμικά και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτό το δεδομένο εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την περίοδο που η ανάπτυξη συστημάτων ELINT/SIGINT μεγάλης ακτίνας το κατέστησαν ανασφαλές και επομένως μη αξιοποιήσιμο.
Αν και τότε οι επιχειρήσεις είχαν το συμβατικό χαρακτήρα που σήμερα έχει εκλείψει τουλάχιστον σε Ιράκ και Αφγανιστάν, η αμεσότητα της πληροφορίας, συνέχισε να είναι ο πιο κρίσιμος ίσως παράγοντας αξιολόγησης μίας ήδη παγιωμένης κατάστασης ή μίας υπό εξέλιξη κατάστασης, από πλευράς κινήσεων του αντιπάλου. Οι Αμερικανοί κυρίως και οι σοβιετικοί σε σημαντικά μικρότερο βαθμό ανέπτυξαν και ενέταξαν μαζικά σε υπηρεσία εξειδικευμένα αναγνωριστικά αεροσκάφη δύο ειδών. Τα τακτικά και τα στρατηγικά. Στρατηγικά αναγνωριστικά αεροπλάνα διέθεταν μόνο η βρετανική RAF και η USAF.
Tα τακτικά φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα εξόπλισαν δεκάδες αεροπορικές δυνάμεις και των δύο στρατοπέδων, αλλά σήμερα έχουν οριστικά περάσει στην ιστορία. Ακόμη και πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1990, πολλές αεροπορικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ είχαν σταματήσει για λόγους ομοιοτυπίας και κατ’ επέκταση οικονομίας να χρησιμοποιούν εξειδικευμένα φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα και κατέφυγαν στη λύση των ατρακτιδίων με φωτομηχανές επάνω σε κανονικά μαχητικά που ήταν πιστοποιημένα για τη μεταφορά και τη χρήση τους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 επίσης, η τεχνολογία έλυσε οριστικά το πρόβλημα της αμεσότητας της πληροφορίας.
Στη χρονική αυτή περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα ψηφιακά ηλεκτροοπτικά συστήματα (κάμερες ημέρας και υπερύθρων ΕΟ/IR) με μικρό βάρος και μικρό όγκο. Αναπτύχθηκαν επίσης ψηφιακοί αισθητήρες αποτύπωσης εικόνας, η οποία πλέον σε ηλεκτρονική μορφή μπορεί να μεταδοθεί άμεσα σε κέντρα ελέγχου, διοίκησης και λήψης αποφάσεων και σε πραγματικό σχεδόν χρόνο με συστήματα μετάδοσης δεδομένων.
Σε πρώτη φάση οι νέοι ελαφρύτεροι μικρότεροι και αποδοτικότεροι αυτοί αισθητήρες τοποθετήθηκαν σε ατρακτίδια τα οποία έφεραν επανδρωμένα αεροπλάνα. Σε δεύτερη φάση ο ίδιος εξοπλισμός -που πλέον έχει γίνει πιο συμπαγής από πλευράς διαστάσεων και ακόμα πιο ελαφρύς, τοποθετήθηκε επάνω σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία μέσω συστημάτων ζεύξης δεδομένων (data link) αποστέλλουν ψηφιακή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου στα φίλια κέντρα διοίκησης και ελέγχου σε σχεδόν πραγματικό χρόνο!
Αυτά σε τακτικό επίπεδο. Σε στρατηγικό επίπεδο έχουν αναπτυχθεί μη επανδρωμένα αεροσκάφη τα οποία μπορούν να παραμείνουν στον αέρα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ωρών και σε πολύ μεγάλα ύψη, ενώ υπάρχουν φυσικά και οι δορυφόροι. Οι Αμερικανοί έχοντας καταργήσει πλήρως τα εξειδικευμένα φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 (τα τελευταία RF-4C που παρέμεναν σε υπηρεσία στην USAF αποσύρθηκαν ένα περίπου χρόνο μετά το τέλος των επιχειρήσεων στον Περσικό Κόλπο, το 1992) αρχικά και σε καθαρά τακτικό επίπεδο αξιοποίησαν ατρακτίδια, επάνω σε τακτικά μαχητικά, σε δεύτερη φάση πέρασαν σταδιακά (και με σημαντικά ταχύτερους ρυθμούς μετά το 2001) στα μη επανδρωμένα αεροπλάνα.
Σε στρατηγικό επίπεδο αποσύρθηκαν τα SR-71 Blackbird ενώ συνέχισαν (και συνεχίζουν) να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους τα αναβαθμισμένα U-2S, που σήμερα πλαισιώνονται από το ίδιας φιλοσοφίας αλλά μη επανδρωμένο RQ-4 Global Hawk και στο μέλλον (άγνωστο πότε) θα αντικατασταθούν οριστικά από αυτό.
Φωτοαναγνώριση και επιτήρηση-Νέα δεδομένα και πρακτικές
Η μετάβαση από το συμβατικό φωτογραφικό φίλμ στις ψηφιακές φωτομηχανές αεροσκαφών και στα ατρακτίδια ηλεκτρονικής αναγνώρισης, έγινε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση από την Πολεμική Αεροπορία. Όχι αποκλειστικά με δική της υπαιτιότητα από ότι θα δούμε. Η Ελλάδα έμεινε πολύ πίσω σε σχέση με την Τουρκία στο κομμάτι της από αέρος επιτήρησης, οπτικής και ηλεκτρονικής (ELINT/SIGINT) και λόγω της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης.
Περίοδο κατά την οποία οι περισσότερες ένοπλες δυνάμεις ανά τον κόσμο, εγκατέλειψαν οριστικά την εκμετάλλευση των επανδρωμένων αεροσκαφών για σκοπούς αναγνώρισης, ή βασίστηκαν λιγότερο σε αυτά και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη για την κάλυψη ρόλων αναγνώρισης και επιτήρησης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Τουρκική Αεροπορία επι παραδείγματι και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, στράφηκαν οριστικά στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη όταν στις 22 Ιουνίου του 2012, ένα RF-4E που είχε απογειωθεί από την αεροπορική βάση Erhak στο αεροδρόμιο της Μαλάτιας, χτυπήθηκε από αντιαεροπορικό πύραυλο ανοικτά των ακτών της Συρίας και ενώ βρισκόταν εντός του εναέριου χώρου της, πετώντας σε ύψος 7.400 ποδών. Κανένας από το πλήρωμα του αεροσκάφους δεν επιβίωσε. Το συγκεκριμένο συμβάν έδρασε καταλυτικά επιταχύνοντας τις εξελίξεις στο κομμάτι των μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα επιδείχθηκε πλήρης αδιαφορία απέναντι στις εξελίξεις. Αμέσως μετά την κρίση στις βραχονησίδες Ίμια και συγκεκριμένα από το 1997, η Πολεμική Αεροπορία ξεκίνησε την υλοποίηση ενός προγράμματος μετατροπής της μεγάλης φωτομηχανής KS-127 (μεγάλης εστιακής απόστασης – LOROP) των φωτογραφικών Phantom σε ψηφιακό αισθητήρα, με στόχο να καταργήσει το παραδοσιακό φίλμ και να καταστήσει επιχειρησιακά τα αεροπλάνα του τύπου αυτού πιο αποδοτικά και ασφαλώς πιο ευέλικτα. Η επιλογή αυτή βασίστηκε στο ότι είχε επαρκή αριθμό τέτοιων αεροπλάνων στη διάθεσή της, αλλά και στο ότι το Phantom θα παρέμενε σε υπηρεσία τουλάχιστον μέχρι την περίοδο 2015-2020. Παρά το γεγονός ότι είχε αποσυρθεί από τις τάξεις των περισσότερων από τις αεροπορικές δυνάμεις που το αξιοποιούσαν επιχειρησιακά, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Γερμανία, η Νότιος Κορέα και η Ιαπωνία εξακολουθούσαν να το διατηρούν σε υπηρεσία, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 2010.
Με όλα αυτά ως δεδομένα η Πολεμική Αεροπορία τροποποίησε επίσης έναν αριθμό RF-4E ώστε να μπορούν να φέρουν το ατρακτίδιο ELINT/SIGINT τύπου ASTAC της Thales (πρώην Thomson CSF) και κατ΄ επέκταση να λειτουργούν και ως πλατφόρμες ηλεκτρονικής αναγνώρισης και υποκλοπών ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών. Η ενσωμάτωση του ατρακτιδίου ASTAC ολοκληρώθηκε ως διαδικασία την περίοδο 2003-2004 και το σύστημα ήταν επιχειρησιακό μέχρι και την απόσυρση του τύπου το Μάιο του 2017.
Δεν έγινε όμως το ίδιο και με την ψηφιοποίηση των στρατηγικών φωτομηχανών KS-127 των RF-4E. To πρόγραμμα που ανέλαβε η αμερικανική ROI (Reccon Optical International) μέσω FMS, αντιμετώπισε συνάντησε σημαντικά προβλήματα, με αποτέλεσμα τελικά να ματαιωθεί με υπαιτιότητα της Αμερικανικής Αεροπορίας και η ΠΑ να έχει ξεκινήσει δικαστικό αγώνα στις ΗΠΑ (από το 2010!) με στόχο να πάρει τα χρήματα που δαπανήθηκαν πίσω. Δεν γνωρίζουμε την κατάληξη αυτή της διαδικασίας, αλλά το ποσό είναι μεγάλο. 22 εκατομμύρια δολάρια…
Η απόκτηση των ατρακτιδίων φωτοαναγνώρισης DB-110 της Goodrich που αποφασίστηκε το 2005 και η αξιοποίησή τους επάνω στα μαχητικά F-16 Block 52+ Advanced αποτέλεσε μία εξέλιξη-ορόσημο στην ιστορία της φωτοαναγώρισης στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας. Γιατί είναι η πρώτη κίνηση προς την κατεύθυνση της κατάργησης του κλασικού φίλμ, ή για να ακριβολογούμε, η πρώτη που θα αξιοποιηθεί επιχειρησιακά.
Από το 1990, η μοναδική πλατφόρμα φωτοαναγνώρισης της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν το φωτογραφικό Phantom, το RF-4E. Πρόκειται για ένα αεροπλάνο που παρέμεινε επαρκές για το συγκεκριμένο ρόλο, λόγω του άφθονου χώρου που διαθέτει στο ρύγχος του για την εγκατάσταση φωτομηχανών, των καλών επιδόσεών του και της σχετικά μεγάλης αυτονομίας του (σε μεγάλα ύψη), από τη στιγμή που μπορεί να φέρει τρεις εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου.
Ο αντίλογος σε αυτή τη δυνατότητα του φωτογραφικού Phantom, ήταν ότι θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί το αργότερο μέχρι το 2010, προκειμένου να εξοικονομηθούν πολύτιμοι οικονομικοί πόροι για την αγορά πρόσθετων ατρακτιδίων DB-110 για τα F-16 και την παράλληλη προμήθεια μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης που ήδη είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη διεθνή αγορά.
Και αυτό γιατί η λύση του ατρακτιδίου με συστήματα ψηφιακής φωτοαναγνώρισης είχε σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι του ρύγχους του RF-4E. Σε ατρακτίδια της ισραηλινής Εl-Op είχαν στραφεί και οι Τούρκοι για σκοπούς αναγνώρισης μέσω ψηφιακών απεικονίσεων από μεγάλες αποστάσεις (LOROP – Long Range Oblique Photography). Στο συμβάν που οδήγησε στην απώλεια του Σμηναγού Κ. Ηλιάκη το Μάιο του 2006, το τουρκικό RF-4E έφερε ένα τέτοιο ατρακτίδιο!
Το πρόγραμμα προμήθειας του εν λόγω ατρακτιδίου ματαιώθηκε και από τους Τούρκους τελικά καθώς δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα όπως υποστήριξαν. Σε ότι αφορά στην Πολεμική Αεροπορία, δεν εκμεταλλεύτηκε το σημαντικότερο πλεονέκτημα των ατρακτιδίων DB-110. Που δεν είναι άλλο από το ότι μπορεί να προσαρμοστεί και να αφαιρεθεί από τον κεντρικό αναρτήρα της ατράκτου του F-16 σε πολύ μικρό χρόνο. Για την ίδια διαδικασία τοποθέτησης ή αφαίρεσης της θηριώδους KS-127 στο ρύγχος ενός RF-4E, απαιτούνταν μία εργάσιμη ημέρα και τουλάχιστον έξι εξειδικευμένοι τεχνικοί!
Σε περίπτωση δηλαδή εμφάνισης κάποιου τεχνικού προβλήματος σε ένα RF-4E που έφερε την KS-127, λίγο πριν από την πτήση (λογική και συνηθισμένη περίπτωση…), η αποστολή έπρεπε απλά να ματαιωθεί… Η Πολεμική Αεροπορία δεν πήρε την απόφαση απόσυρσης του RF-4E λοιπόν έγκαιρα . Ένας από τους λόγους πιθανολογείται ότι ήταν το γεγονός ότι είχε ήδη επενδύσει σημαντικά ποσά στο φωτογραφικό Phantom. H επιλογή αυτή όμως είχε βαρύ κόστος. Και επιχειρησιακά και οικονομικά. Δεν είναι μόνο τα 22 περίπου εκατομμύρια δολάρια που χάθηκαν στην περίπτωση των ψηφιακών KS-127EO της ROI. Σε αυτό το κόστος θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ενσωμάτωση του ατρακτιδίου ASTAC της Thales στο RF-4E. Οι Ιάπωνες είχαν αξιοποιήσει αυτό το ατρακτίδιο ηλεκτρονικής επιτήρησης και υποκλοπών στα δικά τους RF-4E και η Αεροπορία της Ταϊβάν αντίστοιχα στα Mirage 2000-5 που διαθέτει.
Η Πολεμική Αεροπορία θα έπρεπε να επιβαρυνθεί και με το κόστος της ενσωμάτωσης του ASTAC επάνω στα Mirage 2000-5Mk.2. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει κάνει, με αποτέλεσμα να μην έχει δυνατότητες ηλεκτρονικής επιτήρησης και υποκλοπών (ELINT/SIGINT/COMMINT). Εξετάζοντας τις εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας επομένως, καταλήγουμε για άλλη μία φορά στο ότι ήταν εντελώς λανθασμένη (και πολιτικά και στρατιωτικά και οικονομικά) η επένδυση στο Phantom στα χρόνια της δεκαετίας του ‘90. Η ουτοπία της δύναμης των 300 μαχητικών σε συνδυασμό με πολλούς άλλους παράγοντες, οδήγησαν σε αυτή την επιλογή, τη στιγμή που το Phantom είχε αποσυρθεί από τις τάξεις του κύριου χρήστη του (USAF) από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80!
Σε δεύτερη φάση ήταν επίσης λανθασμένη η διατήρηση σε υπηρεσία του RF-4E μέχρι το 2017. Ήταν μία ενέργεια που στέρησε πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην προμήθεια περισσότερων ατρακτιδίων DB-110, εξασφαλίζοντας έτσι και την αμεσότητα της πληροφορίας (μέσω ζεύξης δεδομένων) που τόσο μεγάλη ανάγκη είχαν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και την ανάπτυξη και παραγωγή μη επανδρωμένων αεροσκαφών εγχώρια. Τα κόστη για αυτές τις δύο ενέργειες, ακόμη και υπό τις συνθήκες των οικονομικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, ήταν σχετικά χαμηλά. Αυτό που έλειπε ήταν (και συνεχίζει να είναι όπως αποδεικνύουν οι εξελίξεις) ο σχεδιασμός και η πολιτική βούληση.
Περιορίζοντας στο ελάχιστο ή ακόμα και σε μηδενικό επίπεδο κατ’ έτος, τις επενδύσεις στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη λοιπόν, στις δεκαετίες του ‘90, του 2000 και του 2010, η Ελλάδα από πρωτοπόρος βρέθηκε δεκαετίες πίσω από την Τουρκία στο χώρο των UAV. H γειτονική χώρα αποστέλλοντας παρατηρητές στους σταθμούς ελέγχου των αμερικανικών MQ-1 Predator και MQ-9 Reaper που επιχειρούσαν σε Ιράκ και Αφγανιστάν μετά το 2005, υιοθέτησε ταχύτατα μέσα και τακτικές και παράλληλα αναζήτησε χρηματοδότηση από φίλιες χώρες για την ανάπτυξη και παραγωγή δικών της μη επανδρωμένων αεροσκαφών.