Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο δημοσίευσε προσφάτως η αυστραλιανή αμυντική ιστοσελίδα «APDR» («Asia-Pacific Defense Reporter») σχετικά με το υψηλό κόστος του προγράμματος προμήθειας 22 συστημάτων M-142 HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System). Το άρθρο έχει τον τίτλο «HIMARS price increase doesn’t add up» (δείτε ΕΔΩ) και το υπογράφει ο συντάκτης Kym Bergmann. Το άρθρο αναλύει το πολύ υψηλό κόστος του προγράμματος και θέτει πολύ σοβαρά ερωτήματα για τις τιμές που προσφέρουν οι Αμερικανοί.
Το πρόγραμμα, το οποίο ανακοινώθηκε τον Αύγουστο, έχει κόστος $ 975 εκατομμύρια και περιλαμβάνει 22 M-142 HIMARS, πυρομαχικά (190 κάλαθοι με κατευθυνόμενες ρουκέτες GMLRS), υλικά και υπηρεσίες υποστήριξης και εκπαίδευσης. To Μάιο η Αυστραλία είχε ζητήσει την προμήθεια 20 M-142 HIMARS, πυρομαχικών (150 κάλαθους ρουκετών με GMLRS) και υλικών και υπηρεσιών υποστήριξης και εκπαίδευσης με κόστος $ 385 εκατομμύρια. Να σημειωθεί πως κάθε κάλαθος (αναφέρεται ως pod στην αμερικανική ορολογία, εξοπλίζεται με 6 ρουκέτες GMLRS).
Η διαφορά των δύο αγορών είναι εντυπωσιακή: $ 19,75 εκατομμύρια ανά εκτοξευτή το Μάιο και $ 44,3 εκατομμύρια τον Αύγουστο. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο Υπουργός Αμυντικής Βιομηχανίας της χώρας, Pat Conroy, δήλωσε ότι η διαφορά τιμής έχει να κάνει με τον αριθμό των ρουκετών. «Κάναμε τους υπολογισμούς και δεν βγαίνει το ποσό» («We have done the maths and it’s still not adding up»), αναφέρει στο άρθρο ο Kym Bergmann και εξηγεί με παράδειγμα. Τον Φεβρουάριο του 2022 η Φινλανδία αγόρασε 35 κάλαθους ρουκετών GMLRS έναντι $ 91,2 εκατομμυρίων, δηλαδή $ 2,6 εκατομμύρια ανά κάλαθο των έξι ρουκετών, δηλαδή $ 670 χιλιάδες ανά ρουκέτα. Η Αυστραλία αγοράζει 190 κάλαθους, άρα τουλάχιστον 1.140 ρουκέτες M-31A2 ER, το κόστος των οποίων πρέπει να είναι $ 759,24 εκατομμύρια, σύμφωνα με το παράδειγμα της Φινλανδίας.
Ωστόσο, στις 27 Απριλίου η Lockheed Martin ανακοίνωσε ότι απέσπασε συμβόλαιο μέγιστου ύψους $ 4,79 δισεκατομμυρίων για διετή παραγωγή ρουκετών GMLRS (το σύνολο των ρουκετών που θα παραχθούν τη διετία δεν πρέπει να ξεπερνάν το κόστος των $ 4,79 δισεκατομμυρίων). Η μέγιστη παραγωγή της γραμμής παραγωγής των GMLRS είναι 10.000 ρουκέτες το έτος (σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου). Δηλαδή 20.000 το μέγιστο για $ 4,79 δισεκατομμύρια κόστος, συνθήκη που δίνει τιμή ανά ρουκέτα € 239.500 χιλιάδες. Με βάση αυτή την τιμή το κόστος των 1.140 ρουκετών της Αυστραλίας διαμορφώνεται στα $ 273 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα $ 702 εκατομμύρια, κρίνει ο συντάκτης του άρθρου, είναι υπερβολικά πολλά για τους 22 εκτοξευτές και τα οχήματα υποστήριξης.
Σύμφωνα με τον Kym Bergmann τα παραπάνω στοιχεία «υποδηλώνουν, τουλάχιστον, ότι οι πύραυλοι πωλούνται στην Αυστραλία και σε άλλους πελάτες σε πολύ διογκωμένες τιμές-κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί ορισμένες χώρες εγκαταλείπουν το HIMARS υπέρ συστημάτων από το Ισραήλ και τη Νότια Κορέα» και συμπληρώνει «στον εμπορικό κόσμο αυτό θα έμοιαζε με εξωφρενική αύξηση τιμών. Εάν ένας Ευρωπαίος προμηθευτής προσπαθούσε να ξεφύγει στο κόστος έστω και κατά 10%, θα απειλούνταν από τον Υπουργό Άμυνας με καταγγελία της σύμβασης, σε συνδυασμό με πιθανή απαγόρευση συμμετοχής σε μελλοντικά προγράμματα. Αλλά επειδή προέρχεται από τις ΗΠΑ, φαίνεται ότι το Υπουργείο Άμυνας έχει ήδη συμβιβαστεί με μια συμφωνία εξαιρετικά κακής σχέσης ποιότητας/τιμής».
Από τα παραπάνω δεδομένα τα συμπεράσματα του συντάκτη είναι ξεκάθαρα: «Η περιγραφή του κόστους της δεύτερης αγοράς ως υπερβολική είναι υποτιμητική. Διαχωρίζουμε ένα μεγάλο πρόσθετο ποσό για κάτι που φαίνεται να είναι πολύ διογκωμένο πακέτο, κυρίως λόγω του κόστους των πυραύλων. Φαίνεται επίσης ότι χρεωνόμαστε δύο φορές για υλικοτεχνική υποστήριξη. Επικοινωνήσαμε με το Υπουργείο Άμυνας για εξηγήσεις σχετικά με την αύξηση του κόστους και οι πιθανότητες να λάβουμε οποιαδήποτε πληροφορία είναι περίπου μηδενικές. Οι φορολογούμενοι της Αυστραλίας θα μείνουν και πάλι στο σκοτάδι για το πού πηγαίνουν όλα τα επιπλέον χρήματα». Στη συνέχεια αναφέρει το παράδειγμα της Ολλανδίας, της Ισπανίας και της Νορβηγίας που επέλεξαν την ισραηλινή Elbit Systems και το PULS, ενώ αναφέρει και την περίπτωση του νοτιοκορεατικού K-239 Chunmoo, το οποίο επιλέχθηκε από την Πολωνία, τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία.