Στις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές της 24ης Ιουνίου ο Ερντογάν εξασφάλισε άλλη μια θητεία Προέδρου στην Τουρκία με το 52,59% των ψήφων. Η τρέχουσα πενταετής θητεία του Ερντογάν θα λήξει το 2023, στην επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923. Εάν εξαντλήσει τη νέα του θητεία ο Ερντογάν θα κυβερνά την Τουρκία για 21 συνεχόμενα χρόνια, από το 2002, θα είναι δηλαδή ο μακροβιότερος ηγέτης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ευημερίας του Ερντογάν (AKP) δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία στη Βουλή των 600 εδρών. Το AKP κέρδισε 295 έδρες, ενώ το εθνικιστικό κόμμα MHP, που συνεργάστηκε και συνεργάζεται πολιτικά με το AKP, κέρδισε 49 έδρες. Συνεπώς AKP και MHP συγκεντρώνουν άνετη πλειοψηφία με 344 έδρες. Φυσικά, η όποια υποστήριξη του MHP δεν θα είναι «δωρεάν» προς τον Ερντογάν, αλλά θα ενέχει και πολιτικά ανταλλάγματα.
Με το δημοψήφισμα του Απριλίου του 2017 ο Ερντογάν, ως Πρόεδρος πλέον της Δημοκρατίας, απέκτησε σχεδόν απόλυτη εκτελεστική εξουσία. Πλέον είναι Αρχηγός του Κράτους, Πρόεδρος της Κυβέρνησης και Πρόεδρος του AKP, ταυτόχρονα.
Επιπλέον, με νέο νόμο, ο οποίος υπερψηφίστηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, τον περασμένο Δεκέμβριο, το Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας (SSM) της Τουρκίας υπάγεται πλέον απευθείας στον Πρόεδρο της χώρας, δηλαδή στον Ερντογάν.
Πλέον στην Εκτελεστική Επιτροπή Αμυντικής Βιομηχανίας συμμετέχουν ο Πρόεδρος της χώρας, ο πρωθυπουργός, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, δηλαδή τέσσερις πολιτικοί και μόλις ένας στρατιωτικός, όλοι τους απολύτως ελεγχόμενοι από τον Ερντογάν.
Σύμφωνα με το νέο νόμο, το SSM θα μπορεί να συνεργαστεί με φυσικό πρόσωπο, οργανισμό ή εταιρία, Τούρκους ή ξένους, ιδιώτες ή δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς, ενώ θα μπορεί να αναπτύξει οπλικά συστήματα με ίδια μέσα ή σε συνεργασία με ξένες χώρες και εταιρίες.
Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, τον σχηματισμό της κυβέρνησης και την ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή, ο Τούρκος Πρόεδρος θα πρέπει να οριστικοποιήσει τη νέα διοικητική δομή του SSM, διαδικασία η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το προσεχές φθινόπωρο.
Ο μέγας «πονοκέφαλος» του Ερντογάν είναι να αποτρέψει μια πιθανή οριστική ακύρωση των παραδόσεων των αεροσκαφών F-35 και, ίσως πιο σημαντικό και οδυνηρό για την Τουρκία, την αποχώρηση της Άγκυρας από το πρόγραμμα βιομηχανικής παραγωγής του αεροσκάφους, κάτι που θα κοστίσει σημαντικά στην τουρκική αμυντική βιομηχανία, αλλά και στην οικονομία της χώρας.
Μέχρι στιγμής η Τουρκία έχει παραγγείλει 30 F-35 (βεβαιωμένες παραγγελίες), έχει παραλάβει δύο, σε τελετή στις 21 Ιουνίου, αλλά τα δύο αυτά αεροσκάφη θα παραδοθούν οριστικά και θα πετάξουν για την Τουρκία, 18 μήνες μετά, στις αρχές του 2020 (τα αεροσκάφη που παραλήφθηκαν στις 21 Ιουνίου θα παραμείνουν στις ΗΠΑ για εκπαιδευτικούς σκοπούς).
Συνολικά η Τουρκία έχει εκφράσει την πρόθεση της να αποκτήσει, σε βάθος χρόνου, 132 F-35, εκ των οποίων 100 της έκδοσης F-35A και 32 της έκδοσης F-35B, κάθετης απογείωσης και προσγείωσης, για τον εξοπλισμό των δύο υπό ναυπήγηση πλοίων αμφίβιων επιχειρήσεων κλάσης «Anadolu» (το πρώτο ναυπηγείται ήδη, ενώ το δεύτερο παραμένει πρόθεση).
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση έχει διαμηνύσει στην Τουρκία ότι δεν πρόκειται να της παραδώσει τα F-35 αν δεν ακυρώσει την απόφαση της να προμηθευτεί τα ρωσικά αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά συστήματα S-400.
Η Τουρκία από την άλλη, έχει δηλώσει ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να ακυρώσει την προμήθεια των S-400, αλλά θα τα παραλάβει κανονικά, δεδομένου ότι και το συμβόλαιο έχει υπογραφεί, αλλά και η προκαταβολή έχει δοθεί από την Τουρκία.
Η υπόθεση των F-35 και των S-400 δεν είναι τόσο απλή για την Τουρκία. Ουσιαστικά αποτελεί μια στρατηγικής σημασίας απόφαση η παραλαβή τους ή όχι. Όπως και στην περίπτωση των S-400, ακόμα και στην περίπτωση των SAMP/T (Aselsan και Roketsan βρίσκονται σε συζητήσεις για πιθανή προμήθεια του συστήματος από την Τουρκία), αμφότερες αποτελούν ενδιάμεση λύση, καθώς η Τουρκία αναπτύσσει το αντιαεροπορικό σύστημα Hisar-U μεγάλου βεληνεκούς.
To Hisar-U βρίσκεται υπό ανάπτυξη, με στόχο την ένταξη του σε υπηρεσία το 2022-2023. Στόχος είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος μέγιστου βεληνεκούς άνω των 120 χιλιομέτρων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα προγράμματα που τρέχουν σήμερα στην Τουρκία, επιγραμματικά, σημειώνουμε ότι η τουρκική αντιαεροπορική άμυνα, το 2023, θα είναι εντελώς διαφορετική, σε σχέση με το σήμερα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υλοποιηθούν κανονικά όλα τα τρέχοντα εξοπλιστικά προγράμματα.
Το 2018 αναμένεται να ξεκινήσουν οι παραδόσεις συστημάτων εγγύς αντιαεροπορικής άμυνας Korkut, ενώ συνεχίζεται η ανάπτυξη της ναυτικής έκδοσης Korkut-D. Το 2019 αναμένεται να παραδοθεί η πρώτη πυροβολαρχία S-400, με την δεύτερη να ακολουθεί το 2020, οπότε αναμένεται να ξεκινήσουν οι παραδόσεις του αντιαεροπορικού συστήματος μικτού βεληνεκούς Hisar-A προς αντικατάσταση των Rapier. Το 2021 αναμένεται να ξεκινήσουν οι παραδόσεις των συστημάτων μέσου βεληνεκούς Hisar-O προς αντικατάσταση των Hawk, για να ακολουθήσει, το 2022-2023, η έναρξη των παραδόσεων των συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς Hisar-U.
Ομοίως η τουρκική TAI, σε συνεργασία με την BAE Systems και τη Rolls-Royce από τη Μεγάλη Βρετανία και την Dassault από τη Γαλλία, αναπτύσσουν το μαχητικό αεροσκάφος TF-X. Σύμφωνα με τα ισχύοντα δεδομένα, η φάση της προκαταρκτικής σχεδίασης, η οποία ξεκίνησε το 2016 θα ολοκληρωθεί το 2020. Θα ακολουθήσει η βιομηχανική ανάπτυξη και η κατασκευή του πρωτότυπου, έως το 2023, οπότε και θα πρέπει να εκτελέσει η πρώτη του πτήση.
Οι πρώτες παραδόσεις θα πρέπει να ξεκινήσουν το 2029 και θα συνεχιστούν έως το 2039. Συνολικά η Τουρκία θέλει να αποκτήσει 100-150 TF-X, προς αντικατάσταση μέρους του στόλου των F-16 που διαθέτει.
Συνεπώς το μεγάλο στοίχημα για τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκίας δεν είναι οι S-400 ή το F-35, δεδομένου ότι η Τουρκία ήδη αναπτύσσει με ίδια μέσα και αντιαεροπορικά συστήματα μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, αλλά και μαχητικό αεροσκάφος. Το στοίχημα είναι μακροπρόθεσμο. Είναι ο γεωπολιτικός και γεωστρατηγικός προσανατολισμός της Άγκυρας: Θα παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο, αλλά με τους όρους των Αμερικανών, ή θα επιλέξει τον εναγκαλισμό με τη Ρωσία και το Ιράν, κάτι που θα προκαλέσει την αμερικανική εκδικητικότητα και θα επιφέρει αμερικανική αντίδραση;