Μετά από μια σχεδόν δεκαπενταετία εξοπλιστικής απραξίας το τελευταίο δωδεκάμηνο παρατηρείται μια ελπιδοφόρα κινητικότητα. Η περίοδος της απραξίας δεν ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης της χώρας-που έγινε αντιληπτή το 2009-αλλά κυρίως λανθασμένων επιλογών και αξιολογήσεων του συνόλου των πολιτικών ηγεσιών, για το μέγεθος, είδος και διάρκεια της απειλής.
Γράφει ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ* για το LIBERAL
Οι αιθεροβατούσες εκτιμήσεις περί «εξημέρωσης του θηρίου» μέσω της ευρωπαϊκής πορείας μαζί με τις επικίνδυνες θεωρήσεις περί δυνατότητας εξεύρεσης συναινετικής «έντιμης» λύσης (win-win) είχαν κάνει την εμφάνιση τους από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η κρίση των Ιμίων διέλυσε πρόσκαιρα αυτές τις αντιλήψεις και οδήγησε σε μια αλόγιστη και ασυντόνιστη εξοπλιστική φρενίτιδα. Η τελευταία, καίτοι ενδυνάμωσε την άμυνα της χώρας με την απόκτηση-υπό συνθήκες εσπευσμένων διαδικασιών- πληθώρας αξιόλογων οπλικών συστημάτων, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την αναγκαία μακροπρόθεσμη υποστήριξη, λειτουργικότητα και εκσυγχρονισμό αυτών των όπλων. Ακόμη δε χειρότερα, δεν μπόρεσε να δώσει ώθηση στη δημιουργία μιας αξιόλογης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αλλά ούτε και να κατανείμει σε βάθος χρόνου τις εξοπλιστικές ανάγκες, σε συνάρτηση με την εκτιμώμενη εξέλιξη του εθνικού μας προϊόντος και φυσικά και την απειλή.
Οι αδύναμες κυβερνήσεις των περιόδων κορύφωσης της οικονομικής κρίσης υπέκυψαν άνευ αντιρρήσεων στις απαιτήσεις των δανειστών για μια ουσιαστική «εξαφάνιση» όχι μόνο των εξοπλιστικών δαπανών αλλά και αυτών των πιστώσεων των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Η αποδυνάμωση αυτή συνοδεύθηκε και από μια πολιτική γενικότερης αποδυνάμωσης των ενόπλων δυνάμεων, με πολλαπλές ενέργειες-από μέρος του πολιτικού κόσμου-καθώς με ανησυχία διέβλεπαν την απαξίωση των κομμάτων και την εκτόξευση της λαϊκής εμπιστοσύνης προς το στράτευμα. Μια αρρωστημένη αντίληψη και εξωπραγματική ανησυχία που επί δεκαετίες συνεχίζει να βασανίζει τον πολιτικό κόσμο, η εξέταση της οποίας, ξεφεύγει του στόχου της παρούσης σύντομης ανάλυσης.
Στην άλλη μεριά του Αιγαίου, η δυναμικά ανερχόμενη Τουρκία, με συνέπεια και συνέχεια, όλα αυτά τα χρόνια, ενίσχυε την στρατιωτική της ισχύ. Η χώρα αυτή καίτοι γνώρισε οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, συνέχισε να εργάζεται άοκνα, παρά τις αναπόφευκτες αστοχίες, για τη δημιουργία αμυντικής βιομηχανίας ικανής να υποστηρίζει την στρατιωτική μηχανή της και ταυτόχρονα να καταστεί εξαγωγέας πολεμικού υλικού. Ακόμη όμως και στον τομέα των πολλά υποσχόμενων νέων τεχνολογιών ο αντίπαλος προηγείται ημών. Φυσικά τα μεγέθη των δύο χωρών, η φύση των καθεστώτων και της κοινωνικής κατάστασης, επιβάλλουν προσεκτικές και μη ισοπεδωτικές προσεγγίσεις αλλά είναι προφανές ότι η συνέπεια, η συνέχεια και ο ορθός προγραμματισμός ανταμείβονται. Αποτελεί δε ευτυχές γεγονός ότι ο «Σουλτάνος», εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια, προσπαθεί απεγνωσμένα, με τις δηλώσεις και προκλητικές του ενέργειες, να μας ξυπνήσει από το βαθύ λήθαργο μας. Ενδεχομένως, η ηγεσία της Άγκυρας να έχει καταληφθεί και από μια μεγαλοϊδεατική επιδίωξη ολοκλήρωσης σημαντικών επεκτατικών στόχων προ του εορτασμού των 100 ετών από τη γέννηση του σύγχρονου τουρκικού κράτους (2023).
Υπό αυτές τις πιεστικές περιστάσεις, η ενδυνάμωση της παραμελημένης αμυντικής μας ισχύος είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε και είναι μονόδρομος. Οι σημερινές πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες, παρά το δυσεπίλυτο πρόβλημα εξεύρεσης πόρων για μακροχρόνια προμήθεια οπλικών συστημάτων, πρέπει να προχωρήσουν στις επιβεβλημένες ενέργειες για μια άμεση (έστω και μερική) αποκατάσταση της κλονισθείσας ισορροπίας ισχύος. Οι κινήσεις θα πρέπει να είναι απόλυτα σταθμισμένες για αναβάθμιση ή απόκτηση των επικαλούμενων πολλαπλασιαστών ισχύος και για προμήθεια κρισίμων υποσυστημάτων που θα αυξήσουν τις διαθεσιμότητες των ήδη υπηρετούντων οπλικών συστημάτων. Αναμφίβολα, το «επείγον» ορισμένων προμηθειών δεν διευκολύνει τυχόν συμπίεση τιμών, μάλλον κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε προσπάθεια, για επίτευξη ικανοποιητικής τιμής, συνθηκών εξόφλησης, χρόνων παράδοσης, συμπαραγωγής, εξασφάλισης «εν συνεχεία υποστήριξης», «πυροσβεστικής ενδιάμεσης λύσης», θα πρέπει να προβλέπει ικανές (δελεαστικές) ποσότητες προμηθειών έστω και σε βάθος χρόνου. Οι λύσεις συμπαραγωγής, με άλλα κράτη, εμφανίζουν ικανοποιητικές πιθανότητες ολοκλήρωσης και εξασφάλισης της «εν συνεχεία υποστήριξης» του συστήματος αλλά υστερούν σε χρόνους παράδοσης, ενίοτε στις προδιαγραφές των μέσων και χαρακτηρίζονται από μακροχρόνια απόσβεση της αναγκαίας επένδυσης. Από την άλλη μεριά, παραχωρήσεις πλεονάζοντος αμυντικού υλικού (δωρεάν ή σε προνομιακές τιμές) απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση καθώς, συνήθως, τα υποκρυπτόμενα μειονεκτήματα αντισταθμίζουν τυχόν οφέλη, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η περίπτωση μιας «πραγματικής ευκαιρίας». Βασική σημασία για την αντιμετώπιση, του πραγματικά δυσεπίλυτου για εμάς προβλήματος, αποτελεί η όσο το δυνατόν περισσότερο ολιστική αντιμετώπιση του, μακράν σπασμωδικών και ασυντόνιστων κινήσεων.
Δυστυχώς, η εκ μέρους μας προβολή της γεωστρατηγικής μας αξίας και η αντ’ αυτής είσπραξη «ανταλλαγμάτων», έχει περιορισμένα όρια, λόγω της ευρωπαϊκής ελλείψεως πολιτικού οράματος και ύπαρξης μικρολογιστικής αντίληψης αλλά και μιας διστακτικής-και παράλληλα επιχειρηματικής- αμερικανικής επιλογής «ίσων αποστάσεων», με την έωλη ελπίδα της τουρκικής επαναπροσέγγισης.
Αναμφίβολα, η υπερδεκαετής παραμέληση της άμυνας προκάλεσε ανατροπή στο ισοζύγιο ισχύος Ελλάδος και Τουρκίας με τάσεις μεγέθυνσης -σε βάρος μας- για τα επόμενα χρόνια. Σύσσωμος ο πολιτικός μας κόσμος και οι ένοπλες δυνάμεις, επιβάλλεται να επιστρατεύσουν όλες τις ικανότητες τους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ασφάλειας που δημιουργήθηκε. Οι ένοπλες δυνάμεις επιβάλλεται να καλύψουν το χάσμα της ποσότητας (αλλά και της ποιότητας που επιφέρει η τουρκική πολεμική εμπειρία) με ανώτερες στρατηγικές-επιχειρησιακές-τακτικές-ατομικές ικανότητες και καινοτομίες για εκμετάλλευση όλων των ημετέρων πλεονεκτημάτων και αδυναμιών του αντιπάλου. Καθήκον της κυβέρνησης είναι επίσης να ενημερώσει υπεύθυνα τον ελληνικό λαό -χωρίς να δημιουργεί κλίμα κινδυνολογίας- και να συνεγείρει όλες τις συνιστώσες του ελληνισμού για αυτήν την προσπάθεια. Μέρος του πολυδιαφημιζόμενου «πρωτογενούς πλεονάσματος» πρέπει να κατευθυνθεί και προς την αμυντική ενίσχυση και δοκιμασμένες λύσεις του παρελθόντος (πχ κρατήσεις υπέρ ταμείου εθνικής άμυνας) πρέπει να επανεξεταστούν.
Ο σωστά ενημερωμένος ελληνικός λαός, παρά τις οικονομικές δοκιμασίες που έχει υποστεί, βλέποντας μια διακομματική σύμπνοια στο εθνικό αυτό θέμα, σίγουρα θα αποδεχθεί λελογισμένες και ορθά δικαιολογημένες θυσίες που θα συνοδεύονται από ένα επιζητούμενο «συμμάζεμα» του κράτους. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πλέον ούτε εύκολες και ανώδυνες λύσεις αλλά ούτε και χρόνος. Η επιλογή είναι μεταξύ τριών δρόμων: της σταδιακής υποχώρησης έναντι των τουρκικών απαιτήσεων αποφεύγοντας (προσωρινά) ρίσκα, κινδύνους και θυσίες, της ανάληψης των επιβεβλημένων προσπαθειών αναχαίτισης του τουρκικού επεκτατισμού (με το αντίστοιχο πολύπλευρο κόστος και κινδύνους) και της ουτοπικής προσμονής ενός θαύματος μέσω της επέμβασης διαγαλαξιακών δυνάμεων! Ουδεμία επιλογή δεν εγγυάται την επιτυχία αλλά η ιστορία και μακρόχρονη επιβίωση αυτού του λαού επιτεύχθηκε κόντρα στις ψυχρές εκτιμήσεις αριθμητικών παραμέτρων στηριζόμενη όμως στη σύμπνοια και στη συλλογική μεθοδική προσπάθεια και αυτοθυσία.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα)
-Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
-Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
-Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
-Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
-Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
-Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)