To 2007 το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών αποδέσμευσε και δημοσίευσε τα επίσημα αρχεία της περιόδου 1973-1976 σε σχέση με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία (30ος Τόμος της συλλογής «Foreign Relations of the United States, 1969-1976»). Το έγγραφο είναι ογκώδες (898 σελίδες) και μπορείτε να το βρείτε και να το κατεβάσετε ΕΔΩ.
Στο σύνολό τους, τα έγγραφα αυτά καταγράφουν την καταλυτική επιρροή που ασκούσε ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρυ Κίσινγκερ, στη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο Κίσινγκερ υπηρέτησε ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ από τον Σεπτέμβριο του 1973 έως τον Ιανουάριο του 1977, τόσο υπό την προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον (Ιανουάριος του 1969-Αύγουστος του 1974) όσο και υπό την προεδρία του Τζέραλντ Φορντ (Αύγουστος του 1974-Ιανουάριος του 1977).
Το 1973 ήταν μια κρίσιμη χρονιά για τη χούντα στην Αθήνα. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας ήταν εμφανή και διογκώνονταν συνεχώς, λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Το δικτατορικό καθεστώς βρισκόταν υπό συνεχή αμφισβήτηση από το φοιτητικό κίνημα, ενώ και το κύρος των αριστερών δυνάμεων είχε αυξηθεί στην ελληνική κοινωνία. Αυτό είχε θορυβήσει έντονα την Ουάσιγκτον.
Στις 21 Απριλίου του 1973, ο τότε Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Χένρυ Τάσκα (Πρέσβης έως τον Σεπτέμβριο του 1974) απέστειλε κατεπείγον ενημερωτικό τηλεγράφημα προς το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών για την κατάσταση στην Ελλάδα: «Τους τελευταίους μήνες, το καθεστώς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποφασιστικά και έγκαιρα μια πλειάδα σοβαρών προβλημάτων, όπως για παράδειγμα τις εξεγέρσεις των φοιτητών, τον αντίκτυπο της σύλληψης επτά δικηγόρων χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες, τη σύλληψη του καθηγητού Κωνσταντίνου Τσάτσου του Πανεπιστημίου του Βερολίνου κ.ά. Παράλληλα, η αυξανόμενη ένταση στην Κύπρο και οι διαμάχες στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κυβερνήσεως. Η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια ορισμένων στρατιωτικών κύκλων, έχουν δημιουργήσει μια αρνητική εικόνα για το πρόσωπο του Γεωργίου Παπαδόπουλου και εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες για την πολιτική επιβίωσή του ως πρωθυπουργού».
Στο ίδιο σημείωμα, ο Αμερικανός Πρέσβης κάνει λόγο και για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Δημητρίου Ιωαννίδη, του πανίσχυρου διοικητή της ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία): «…o Συνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης, που είναι σκληροπυρηνικός, έχει αυξημένη επιρροή στο στράτευμα και ιδιαίτερα στους διαφωνούντες με τον Παπαδόπουλο αξιωματικούς…».
Το τηλεγράφημα του Τάσκα καταλήγει με μια προφητική διαπίστωση: «Πιστεύω ότι τα γεγονότα δείχνουν πως ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία θα πρέπει να αντιπαρέλθει αποφασιστικά και εποικοδομητικά εάν θέλει να διατηρηθεί στην εξουσία».
Το τηλεγράφημα του Τάσκα ενημέρωνε εκτενώς το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ήταν προφανές ότι ο Αμερικανός Πρέσβης ήταν άριστος γνώστης όχι μόνο της γενικής κατάστασης, που επικρατούσε στη χώρα και στους κόλπους του στρατεύματος, αλλά και των λεπτών ισορροπιών στα ανώτερα κλιμάκια των χουντικών.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν η Ουάσιγκτον μεθόδευσε την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, γνωρίζουμε ωστόσο ότι από τον Ιούνιο του 1973, η Ουάσιγκτον ανησυχούσε για τον αντίκτυπο που είχε στο στράτευμα το Κίνημα του Ναυτικού.
Το ενημερωτικό σημείωμα του Κένεθ Ρας (Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ από τον Φεβρουάριο του 1973 ως τον Μάιο του 1974) προς τον Πρόεδρο Νίξον, στις 12 Ιουνίου του 1973, με θέμα το Κίνημα του Ναυτικού (ξέσπασε στις 22-23 Μαΐου του 1973) είναι διαφωτιστικό: «Το Κίνημα του Ναυτικού στις 22-23 Μαΐου προκάλεσε τη σύλληψη δεκάδων αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Η εξέλιξη αυτή εγείρει ερωτηματικά για το κατά πόσο οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μπορούν να θεωρούνται αποτελεσματικές στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ».
Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα του πολυτεχνείου, ο Ιωαννίδης ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Παπαδόπουλο και όρισε Πρόεδρο της χώρας τον φίλο και συμπατριώτη του στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη (25 Νοεμβρίου του 1973).
Μέχρι τις αρχές του 1974, η Ουάσιγκτον τηρούσε στάση αναμονής σχετικά με τα γεγονότα στην Ελλάδα. Παρακολουθούσε στενά όλες τις πολιτικές εξελίξεις και ιδιαίτερα τις προσπάθειες επιβίωσης του καθεστώτος (πρωθυπουργία του Σπύρου Μαρκεζίνη τον Σεπτέμβριο του 1973 και ανατροπή του Γεώργιου Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του 1973). Όλες αυτές οι αποτυχημένες απόπειρες της χούντας έπεισαν τους Αμερικανούς ότι το δικτατορικό καθεστώς έπνεε τα λοίσθια.
Τρία πράγματα είχαν πλέον σημασία για την Ουάσιγκτον: Η διάρκεια ζωής της χούντας, η προετοιμασία και ο έλεγχος της διάδοχης κατάστασης και φυσικά η διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1974, ο Ουίνστον Λορντ, Διευθυντής του Επιτελείου Σχεδιασμού Πολιτικής του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών από τον Οκτώβριο του 1973 έως τον Ιανουάριο του 1977, κοινοποίησε στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ τις προτάσεις του για την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα. Στην αναφορά του, ο Λορντ καταλήγει σε δύο συμπεράσματα: «(α) Το καθεστώς Ιωαννίδη δεν μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμη διακυβέρνηση … οι προοπτικές επιβίωσης του καθεστώτος Ιωαννίδη δεν είναι καλές. Στερείται υποστήριξης και δεν διαθέτει την ικανότητα να αναλύει τα προβλήματα της χώρας και να εφαρμόζει αποτελεσματικές λύσεις … (β) Το πλέον σταθερό και πιθανό πολίτευμα για την Ελλάδα είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το ζήτημα της μοναρχίας είναι λεπτομέρεια».
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε στην Ουάσιγκτον για το μέλλον της χούντας και του ίδιου του Ιωαννίδη είναι μια αποστροφή του λόγου του Κίσινγκερ κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Ομάδας Ειδικών Δράσεων (Special Actions Group) με θέμα τις εξελίξεις στην Κύπρο. Η συνεδρίαση έλαβε χώρα στις 18 Ιουλίου του 1974. Κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης, ο Κίσινγκερ είπε: «Δεν με απασχολεί ο Ιωαννίδης. Εάν πέσει έχει καλώς. Αυτό δεν με απασχολεί. Αφήστε τον να πέσει από την ανικανότητά του. Το να απαλλαγούμε ή όχι από τον Ιωαννίδη δεν αποτελεί σημείο ανησυχίας. Σημαντικό είναι να αποσοβήσουμε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο και να διατηρηθεί η ισορροπία στην περιοχή. Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι ο Ιωαννίδης θα επιβιώσει πολιτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Ο Αμερικανός αξιωματούχος υπήρξε προφητικός. Λίγες ημέρες αργότερα, τον Αύγουστο, η χούντα των Αθηνών κατέρρευσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας και η χώρα πέρασε από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση, δηλαδή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία! Η «λεπτομέρεια» της μοναρχίας, δηλαδή της βασιλευόμενης ή της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ρυθμίστηκε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974!
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τα έντονα αντιαμερικανικά αισθήματα των Ελλήνων οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην απόφαση να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Κατά γενική ομολογία, αυτή κίνηση αποφασίστηκε εν ψυχρώ και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Πιθανότατα, ο Καραμανλής ήθελε με αυτό τον τρόπο να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ και παράλληλα να ικανοποιήσει το έντονα αντιαμερικανικό λαϊκό αίσθημα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ο Καραμανλής ήταν ακόμα αδύναμος και δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι οι στρατιωτικοί θα του επέτρεπαν να κυβερνήσει. Έπρεπε να έχει τη λαϊκή στήριξη.
Μολονότι η Ουάσιγκτον αντιλήφθηκε άμεσα το βεβιασμένο της απόφασης του Καραμανλή να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, εντούτοις θορυβήθηκε για δύο κυρίως λόγους. Αφενός για την επιχειρησιακή συνοχή της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ και αφετέρου για το μέλλον των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και ιδιαίτερα της βάσης επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η βάση επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη είχε κορυφαία στρατηγική αξία για τις επικοινωνίες των Αμερικανών στην Ανατολική Μεσόγειο και για τον έλεγχο του εναέριου χώρου Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό φάνηκε και τον Μάρτιο του 1987, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να κλείσει τη βάση, κάτι που θορύβησε τους Αμερικανούς και τους έπεισε να παρέμβουν στην Άγκυρα υπέρ της Ελλάδος για να αποσοβηθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Το 1974 όμως, οι Αμερικανοί είχαν άλλον ένα λόγο να ανησυχούν. Από το 1957, οι Αμερικανοί είχαν προμηθεύσει τον Τουρκικό Στρατό με συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, με τα οποία έλεγχαν τον τουρκικό εναέριο χώρο. Μάλιστα, ορισμένα κανάλια επικοινωνιών περνούσαν, για λόγους ασφαλείας, από τη βάση της Νέας Μάκρης. Σχεδόν 18 χρόνια αργότερα, ο εξοπλισμός αυτός ήταν πλέον παρωχημένος και έχρηζε αντικατάστασης, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι το 1974. Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να σταματήσει και τη λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, η ικανότητα των Αμερικανών να ελέγχουν τον ευρύτερο εναέριο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου θα δεχόταν σημαντικό πλήγμα. Γι’ αυτό και η Ουάσιγκτον θορυβήθηκε από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Τον Οκτώβριο του 1974, η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα έστειλε στο Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών λεπτομερή αναφορά σχετικά με την ελληνική απόφαση. Η αναφορά, αφού αναφέρει τα προβλήματα που δημιουργεί η απόφαση της Ελλάδας στη συνοχή της συμμαχίας, δηλαδή στην απρόσκοπτη χρήση των στρατιωτικών βάσεων που βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, καταλήγει με την εκτίμηση ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν βεβιασμένη («…η απόφαση για την απόσυρση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ πάρθηκε εν ψυχρώ») και ότι σύντομα η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει στους κόλπους της συμμαχίας.
Και σε αυτή την περίπτωση, οι Αμερικανοί βρέθηκαν ένα βήμα μπροστά από τους ελληνικούς πολιτικούς σχεδιασμούς. Εκτίμησαν σωστά τα γεγονότα και τις καταστάσεις και, εν τέλει, διασφάλισαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντά τους. Πιο συγκεκριμένα, η αναφορά εκτιμούσε ότι η Ελλάδα έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί έχοντας υπόψη το γαλλικό προηγούμενο του 1966, όταν ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Σαρλ Ντε Γκωλ, είχε λάβει παρόμοια απόφαση.
Σημειώνει ωστόσο ότι η Αθήνα θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για τέσσερις λόγους: Ανυπαρξία πυρηνικού οπλοστασίου («Η Γαλλία διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο και τα μέσα να το χρησιμοποιήσει»), πλήρης απουσία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας («Η Γαλλία διαθέτει ανεξάρτητη αμυντική βιομηχανία και είναι κύριος εξαγωγέας αμυντικού υλικού. Η Ελλάδα εξαρτάται απόλυτα από τρίτες χώρες για την αγορά οπλικών συστημάτων»), αδυναμία αυτόνομης στρατιωτικής δράσης («Η Γαλλία έχει την ικανότητα να υπερασπιστεί την επικράτειά της χωρίς εξωτερική βοήθεια. Η Ελλάδα παραδοσιακά στηρίζεται σε εξωτερική βοήθεια») και εχθρικό γεωστρατηγικό περιβάλλον («Η Γαλλία περιβάλλεται από φιλικά διακείμενα κράτη. Και τα τέσσερα γειτονικά κράτη της Ελλάδας είναι εχθρικά προς αυτή»).
Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση της μεταπολίτευσης, οι αμερικανικές εκτιμήσεις ήταν σωστές. Τον Οκτώβριο του 1980, η Ελλάδα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας!
Για τις αμερικανικές θέσεις ως προς τις τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της CIA (Central Intelligence Agency) προς το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, στις 5 Φεβρουαρίου του 1975. Η CIA, έχοντας αναγνωρίσει άμεσα τη νέα ελληνοτουρκική διαφορά («Η ανακάλυψη πετρελαίου στο Αιγαίο τον Ιανουάριο του 1974, σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο καθεστώς της υφαλοκρηπίδας, έχει οδηγήσει σε αλληλοσυγκρουόμενες αξιώσεις κυριαρχίας από την Ελλάδα και την Τουρκία»), τη χαρακτηρίζει πιο βαρύνουσας σημασίας σε σχέση με το Κυπριακό Ζήτημα («Το ζήτημα του Αιγαίου είναι πιο εκρηκτικό από αυτό της Κύπρου»), σημειώνει τον κίνδυνο θερμών κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το Αιγαίο («Ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου, το οποίο θα εξελιχθεί σε ένοπλη σύγκρουση, ως αποτέλεσμα παρανόησης ή υπερβολής … οι προ οπτικές μιας συνολικής και μόνιμης λύσης στο άμεσο μέλλον δεν είναι ενθαρρυντικές»), ενώ προτείνει ως την πλέον εφικτή λύση («feasible solution») τη συνεκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αιγαίου! («Η πλέον εφικτή λύση θα ήταν η κοινή εξόρυξη και εκμετάλλευση»).
Σημαντική λεπτομέρεια: λίγους μήνες νωρίτερα, στις 15 Μαρτίου του 1974, η Αμερικανική Πρεσβεία στην Άγκυρα έστειλε τηλεγράφημα προς το υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσιγκτον σχετικά με το ζήτημα του Αιγαίου. Στο τηλεγράφημα αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ακολουθούν οι απόψεις μας για την τουρκική στάση σχετικά με την ελληνοτουρκική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο … Η επίσημη θέση της Τουρκίας είναι συμβιβαστική. Οι Τούρκοι λένε πως επιθυμούν μια διακρατική συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (πιθανότατα στη βάση του 50%-50%)». Δηλαδή, η CIA δέχθηκε ουσιαστικά την πρόταση της Τουρκίας για συνεκμετάλλευση και συγκυριαρχία (;) στο Αιγαίο, παραβλέποντας ή αγνοώντας τις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1958.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα στηρίζει την επιχειρηματολογία της στη Σύμβαση της Γενεύης, την οποία όμως δεν έχει προσυπογράψει η Τουρκία. Η Σύμβαση της Γενεύης αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάθε παράκτια χώρα να εκμεταλλεύεται τον φυσικό και ορυκτό της πλούτο εντός των ορίων της υφαλοκρηπίδας της. Η Ελλάδα θεωρεί ότι τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και δεν αποτελούν φυσική συνέχεια των μικρασιατικών ακτών, όπως θεωρεί η Τουρκία, η οποία στηρίζει την επιχειρηματολογία της στο ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Επιπλέον, η Άγκυρα θεωρεί το αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια ως αιτία πολέμου. Όλα αυτά γίνονται βέβαια για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αιγαίου. Όταν, τον Ιανουάριο του 1974, η Ελλάδα ανακάλυψε πετρέλαιο ανοιχτά της Θάσου, η Τουρκία αντέδρασε εκδίδοντας άδειες για γεωτρήσεις σε περιοχές πέριξ των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Λήμνος, Λέσβος και Χίος), όπου η Ελλάδα είχε, προηγουμένως, εκδώσει άδειες για γεωτρήσεις. Έκτοτε, η Ελλάδα και η Τουρκία συγκρούονται για τον έλεγχο του Αιγαίου με αρκετά θερμά επεισόδια, όπως αυτά του 1987 και του 1996, όταν οι δύο χώρες βρέθηκαν στα πρόθυρα ένοπλης σύρραξης.
Από το 1975 λοιπόν, οι Αμερικανοί θεωρούσαν το ζήτημα του Αιγαίου σημαντικότερο από αυτό της Κύπρου. Στην Κύπρο, αυτό που ήθελε η Ουάσιγκτον ήταν να μην υπάρξει ελληνοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος θα διατάρασσε τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ και θα επέτρεπε στη Μόσχα να αυξήσει την επιρροή της στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με τους Αμερικανούς, η τουρκική εισβολή «έλυσε» το πρόβλημα, αφού η de facto διχοτόμηση του νησιού έχει επιφέρει την πολυπόθητη «γαλήνη» που χρειάζεται η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, τουλάχιστον μέχρι τώρα, καθώς δεν γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί η Αμερικανοτουρκική κρίση.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την ενημέρωση που έλαβε ο Κίσινγκερ στις 6 Μαΐου του 1974 από τη CIA σχετικά με τα αμερικανικά συμφέροντα στην Κύπρο. Η ενημέρωση γράφει: «Η Κύπρος είναι ένα πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής για τις ΗΠΑ, διότι μια κρίση μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θα φέρει την Ελλάδα και την Τουρκία σε ένοπλη αντιπαράθεση, κάτι που θα διατάρασσε την νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ… και διότι τέτοιες κρίσεις έχουν τη δυνατότητα να διαταράσσουν τις σχέσεις μας με τους Σοβιετικούς και να επηρεάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση ασκούν πολιτική στη Μέση Ανατολή».
Για τις ΗΠΑ, η τουρκική εισβολή και η κατοχή του 37% της Κύπρου ήταν πλέον μια de facto κατάσταση και μάλιστα δευτερευούσης σημασίας. Η Ουάσιγκτον δεν είχε κανένα λόγο να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο και να αποκαταστήσει τη νομιμότητα. Από τη στιγμή που οι Έλληνες δεν ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν για την Κύπρο γιατί να είναι οι Αμερικανοί; Άλλωστε, μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο κατά της Τουρκίας θα είχε ως αποτέλεσμα μια πλήρη ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, κάτι που η Ουάσιγκτον δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση.
Η Ουάσιγκτον προσπαθούσε να διατηρήσει τις ισορροπίες, προκειμένου Ελλάδα και Τουρκία να μην εμπλακούν στρατιωτικά και για κανένα λόγο, όσο σοβαρός και αν ήταν αυτός. Υπό αυτό το πρίσμα, για τον Κίσινγκερ, ο οποίος ασκούσε πολιτική στο πλαίσιο της ρεαλιστικής θεώρησης των εξωτερικών σχέσεων, η απόφαση του αμερικανικού Κογκρέσου, στις 5 Φεβρουαρίου του 1975, να επιβάλει εμπάργκο αμερικανικών όπλων κατά της Τουρκίας ως συνεπεία της εισβολής στην Κύπρο, ήταν μια πολιτική που περιόριζε τις διπλωματικές επιλογές της Ουάσιγκτον και την ικανότητά της να επηρεάζει τις εξελίξεις στην περιοχή.
Επιπλέον, διατάρασσε την στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων, καθώς οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά αμερικανικής προέλευσης στρατιωτικό υλικό. Η μη ανανέωσή του με νέες προμήθειες ή η μη υποστήριξή του με ανταλλακτικά οδηγούσε, με μαθηματική ακρίβεια, στην επιχειρησιακή απαξίωση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Και αυτό ήταν κάτι που ήθελε να αποφύγει πάση θυσία ο Κίσινγκερ. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που είχε ο Κίσινγκερ με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγκλαγιανγκίλ στην Άγκυρα, στις 22 Μαΐου του 1975:
Τσαγκλαγιανγκίλ: Κύριε υπουργέ, θα ήθελα να σας εκθέσω τις απόψεις της Τουρκίας σχετικά με τις κατηγορίες ότι χρησιμοποιήσαμε αμερικανικά όπλα κατά των Ελλήνων. Εδώ έχω φωτογραφίες Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι έχουν στα χέρια τους αμερικανικής προέλευσης όπλα και δεν τους επιβλήθηκε κανένα εμπάργκο.
Κίσινγκερ: Φυσικά, τα μέλη του Κογκρέσο θα πούνε ότι δεν είναι το ίδιο. Θα πούνε ότι ο Τουρκικός Στρατός δεν έχει κανένα δικαίωμα να βρίσκεται εκεί, αλλά οι Ελληνοκύπριοι έχουν το δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Αυτό θα πουν. Γνωρίζετε ότι είμαι αντίθετος σε αυτό που προσπαθούν να κάνουν [σ.σ. εννοεί ότι ήταν αντίθετος με την επιβολή του εμπάργκο και ήταν αντίθετος και με τη συνέχισή του].
Τσαγκλαγιανγκίλ: Κύριε υπουργέ, το Κογκρέσο δεν αντέδρασε διότι ο Τουρκικός Στρατός βρέθηκε στην Κύπρο, αλλά διότι χρησιμοποίησε αμερικανικά όπλα. Τα όπλα των Ελληνοκυπρίων τα προμήθευσε η ελληνική κυβέρνηση.
Κίσινγκερ: Αυτό είναι διαφορετικό. Αλλά αντιτάσσομαι στο εμπάργκο διότι στρέφεται κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Δεν μπορείς να ασκείς εξωτερική πολιτική με γνώμονα την ελεημοσύνη. Μας προσφέρετε εγκαταστάσεις. Πιστεύω ότι είναι τραγωδία.
Τσαγκλαγιανγκίλ: Η Τουρκία επενέβη στην Κύπρο, όταν η Κύπρος έγινε η Κούβα της Τουρκίας. Κύριε υπουργέ, η Τουρκία θα πρέπει να μην αντιδρά σε καμία απειλή διότι χρησιμοποιεί νατοϊκά όπλα; Το ίδιο παιχνίδι παίζεται σήμερα και στα νησιά του Αιγαίου. Τα νησιά έχουν εξοπλιστεί μέχρι τα δόντια, κύριε υπουργέ, και κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών. Εσείς μπορείτε να ανεχτείτε ένα νησί πλησίον της ακτογραμμής σας να είναι σωστή πυριτιδαποθήκη;
Κίσινγκερ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων απαγορεύουν τον εξοπλισμό των νησιών.
Τσαγκλαγιανγκίλ: Λένε ότι εμείς παραβιάζουμε τις συνθήκες …
Κίσινγκερ: Πολύ καλά. Πολλά από τα επιχειρήματά σας είναι σωστά και θεωρώ άδικη τη στάση μας απέναντι σας. Αναζητώ πρακτικούς τρόπους για να επιλυθεί το πρόβλημα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση αυτών των εγγράφων είναι το γιατί η Ουάσιγκτον επέλεξε τότε μια πολιτική ίσων αποστάσεων, εάν όχι υποστήριξης προς την Τουρκία, αγνοώντας πολλές φορές τα δίκαια του ελληνισμού στο Αιγαίο, την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο. Γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει καταγραφεί στο θυμικό των Ελλήνων σαν «ανθελληνική»; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά βρίσκονται στη μελέτη αυτών των εγγράφων.
Μια πρώτη απάντηση είναι διότι οι ΗΠΑ, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα μετά το 1947, όταν ενεργοποιήθηκε το Δόγμα Τρούμαν, ασκούσαν ρεαλιστική εξωτερική πολιτική με βάση τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και πάντα με γνώμονα τον περιορισμό της επιρροής της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης (δόγμα της ανάσχεσης).
Το Δόγμα Τρούμαν ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν (Πρόεδρος από τον Απρίλιο του 1945 έως τον Ιανουάριο του 1953), στις 12 Μαρτίου του 1947. Μεταξύ άλλων, ο Τρούμαν δήλωσε ότι «…οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν τους ελεύθερους λαούς, οι οποίοι αντιστέκονται σε κάθε ένοπλη μειονότητα ή εξωτερική προσπάθεια υποδούλωσής τους». Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσιγκτον υποστήριξε την οικονομική ανόρθωση της Δυτικής Ευρώπης (Σχέδιο Μάρσαλ) και εξασφάλισε την ασφάλειά της με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ.
Η Ουάσιγκτον έβλεπε και συνεχίζει να βλέπει τον γεωγραφικό χώρο που καλύπτουν η Ιταλία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ιράν (έως το 1979) ως μια συνέχεια, ως ένα συμπαγές ανάχωμα, το οποίο εμπόδιζε και πρέπει να συνεχίζει να εμποδίζει τη Μόσχα από το να επεκτείνει την επιρροή της στη Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Κάθε ανεξάρτητη φωνή ή τάση εντός αυτού του χώρου ήταν για την Ουάσιγκτον ανεπιθύμητη. Και η Κύπρος ήταν μια ανεπιθύμητη φωνή ανεξαρτησίας στην Ανατολική Μεσόγειο, τόσο κοντά στην εύθραυστη περιοχή της Μέσης Ανατολής και σχεδόν απέναντι από το Ισραήλ.
Για την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Τελ Αβίβ, η Κύπρος ήταν και παραμένει η «ενδοχώρα» που λείπει από το Ισραήλ, ήταν και παραμένει το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» που υποστηρίζει την κρατική οντότητα του Ισραήλ. Για την Ουάσιγκτον ήταν και είναι αδιάφορο ποια χώρα ελέγχει το Αιγαίο, το Βόσπορο και τα Δαρδανέλλια, αρκεί να τα ελέγχουν η Ελλάδα ή η Τουρκία. Για την Ουάσιγκτον ήταν και είναι αδιάφορο εάν η Τουρκία κατέχει το 37% ή το 100% της Κύπρου, αρκεί η Κύπρος να ελέγχεται είτε από την Ελλάδα είτε από την Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των βάσεών της. Για την Ουάσιγκτον είναι
ζωτικής σημασίας οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας να μην υπερβούν το όριο μιας θερμής κρίσης και να μην εξελιχθούν σε γενικευμένο πόλεμο, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην κατάρρευση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ.