Κατατέθηκε στις 19 Ιανουαρίου προς συζήτηση στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων η κύρωση της διεθνούς σύμβασης Ελλάδας-Σκοπίων με τίτλο «Τελική Συμφωνία για την «Επίλυση των Διαφορών οι οποίες περιγράφονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 817 (1993) και 845 (1993), τη Λήξη της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και την Εδραίωση Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης μεταξύ των Μερών» (γνωστή ως «Πρέσπες»).
Γράφει η ΑΝΤΩΝΙΑ ΔΗΜΟΥ για το SL PRESS
Το κείμενο της συμφωνίας και η αιτιολογική έκθεση που τη συνοδεύει καθιστούν σαφή αφενός την ακυρότητά της προς κύρωση διεθνούς συμφωνίας, αφετέρου τη δημιουργία αμετάκλητων δεσμεύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 9 της συμφωνίας που ανοίγουν την κερκόπορτα στον αλυτρωτισμό.
Ειδικώς, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4, προκειμένου να διευθετηθεί η διαφορά περί του ονόματος και τα εκκρεμή θέματα που σχετίζονται με αυτό, η σκοπιανή πλευρά οφείλει να έχει ολοκληρώσει in toto τις συνταγματικές τροποποιήσεις έως το τέλος του 2018. Με μεγαλύτερη ακόμη σαφήνεια, το άρθρο 20 προβλέπει στην παρ. 9 ότι «οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 παρ. 3 και στο άρθρο 1 παρ. 4».
Με απλά λόγια, το γεγονός ότι η συνταγματική αναθεώρηση των Σκοπίων δεν ολοκληρώθηκε εντός του προβλεπόμενου στη συμφωνία χρονικού ορίου, δηλαδή έως και 31 Δεκεμβρίου 2018, καθιστά την προς κύρωση συμφωνία άκυρη τη στιγμή μάλιστα που δεν επιτρέπεται οιαδήποτε τροποποίηση του άρθρου 1 παρ. 4 αυτής. Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα έχοντας δώσει σιωπηρή περίοδο χάριτος, έχει αποδεχθεί τη συζήτηση και κύρωση από το ελληνικό Κοινοβούλιο μίας άκυρης διεθνούς σύμβασης! Ο λόγος συνίσταται στο ότι η Αθήνα δεν προέβη σε καταγγελία της συμφωνίας για τη μη εφαρμογή από τη σκοπιανή πλευρά δεσμευτικών διατάξεων.
Καταστρατηγείται το erga omnes
Η αιτιολογική έκθεση, εντελώς παραπλανητικά, υποστηρίζει ότι η συμφωνία ανταποκρίνεται στην εθνική θέση για λύση erga omnes, σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και οριστικό τερματισμό κάθε αλυτρωτισμού. Και τούτο διότι στο άρθρο 1 παρ. 10 καταστρατηγείται η χρήση erga omnes της νέας ονομασίας έναντι πάντων ή έναντι όλων, καθώς προβλέπεται ότι η αλλαγή του ονόματος για διεθνή χρήση θα συντελεστεί «εντός πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας».
Ωστόσο, η αλλαγή για εσωτερική χρήση δεν θα γίνει εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος αλλά δύναται να επιμηκυνθεί ανάλογα με την πρόοδο της ενταξιακής πορείας των Σκοπίων στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως προβλέπει η συμφωνία, η αλλαγή για εσωτερική χρήση θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της ΕΕ στο συναφές πεδίο και θα ολοκληρώνεται εντός πέντε ετών από τότε.
Δηλαδή, στην περίπτωση που η ενταξιακή πορεία της γειτονικής χώρας στην ΕΕ δεν προχωρήσει για οιονδήποτε λόγο τότε θα υπάρξουν de facto δύο ονομασίες με την ισχύουσα στο εσωτερικό να ενισχύει τον σκοπιανό αλυτρωτισμό. Ο τελευταίος μάλιστα σε συνδυασμό με τον αλβανικό αλυτρωτισμό δύναται να αποτελέσει εκρηκτικό μείγμα για την αποσταθεροποίηση γειτονικών χωρών αλλά και των ίδιων των Σκοπίων.
«Πρέσπες» και «μακεδονικά» προϊόντα
Όσον αφορά τον αλυτρωτισμό, αυτός δεν τερματίζεται αλλά αντίθετα, η παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας τον ενθαρρύνει. Τούτο είναι ξεκάθαρο τόσο στη ρηματική διακοίνωση όσο και σε τροποποιημένα άρθρα όπου γίνεται ειδική αναφορά σε «μακεδονικούς απελευθερωτικούς πολέμους», σε ξεχωριστή ταυτότητα των «Μακεδονικού Λαού» και «Μακεδονικού κράτους» καθώς και σε διατήρηση των κωδικών ΜΚ και ΜΚD στη γειτονική χώρα.
Εξίσου σημαντικά, το άρθρο 1 παρ. ζ της συμφωνίας επιτρέπει σε ιδιωτικές οντότητες και δρώντες που δεν σχετίζονται με το σκοπιανό κράτος να χρησιμοποιούν τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνες». Τουτέστιν, σκοπιανές εμπορικές επιχειρήσεις επί παραδείγματι δύναται να αυτοπροδιορίζονται πλέον ως «μακεδονικές» αντί του βορειομακεδονικές πλήττοντας σαφώς τα οικονομικά συμφέροντα ελληνικών εταιρειών που εμπορεύονται μακεδονικά προϊόντα (πχ μακεδονικός χαλβάς κλπ).
Επιπρόσθετα, η συμφωνία στο άρθρο 1 παρ. γ. αναγνωρίζει ως επίσημη γλώσσα των Σκοπίων τη «Μακεδονική Γλώσσα» στη βάση ότι δήθεν αυτή αναγνωρίστηκε από την Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων. Η εν λόγω καταγραφή στη συμφωνία είναι άκρως παραπλανητική, καθώς στην Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών δεν αναγνωρίστηκε μακεδονική γλώσσα.
Στηρίζουν τον «Μακεδονισμό»
Όπως εύγλωττα επισημαίνει ο καθηγητής γλωσσολογίας Γιώργος Μπαμπινιώτης, το θέμα της Συνδιάσκεψης ήταν καθαρά τεχνικό και αφορούσε τον τρόπο που θα μετεγγράφονταν στη λατινική τα γεωγραφικά ονόματα γλωσσών που δεν έχουν λατινικό αλφάβητο. Προδήλως, η προς κύρωση από το ελληνικό Κοινοβούλιο συμφωνία και οι διάφορες δηλώσεις στις οποίες έχει επιδοθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα ο Σκοπιανός πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ στηρίζουν τον αλυτρωτισμό.
Αντιπροσωπευτικές είναι οι δηλώσεις Ζάεφ, τόσο αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας στις 12 Ιουνίου 2018, όταν προσφώνησε τον σκοπιανό στρατό σαν «μακεδονικό» και δήλωσε πως μιλάει «μακεδονικά», όσο και κατά την επίσκεψή του στο πανεπιστήμιο των Σκοπίων στις 6 Δεκεμβρίου 2018, όπου ενώπιον φοιτητικού ακροατηρίου δήλωσε επί λέξη: «είμαστε ‘Μακεδόνες’ και μιλάμε ‘μακεδονικά’ και κανείς δεν θα μας αμφισβητήσει ξανά».
Η χρήση της ονομασίας «Μακεδονία» από τα Σκόπια ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την έγερση μελλοντικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας κατ’ ελάχιστον από εθνικιστικά στοιχεία εντός των Σκοπίων που οραματίζονται την αναβίωση της περίφημης «Μακεδονίας του Αιγαίου». Την ίδια στιγμή, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει την προς κύρωση Συμφωνία προβλέπονται διάφορες δαπάνες το ύψος των οποίων πρόκειται να προσδιοριστεί μελλοντικά.
Κάτι τέτοιο θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση είτε υπουργικών είτε προεδρικών διαταγμάτων από την εν γένει υλοποίηση της συμφωνίας, όπως κάλυψη δαπανών της διεθνούς ομάδας ειδικών για την επίλυση ζητημάτων που πηγάζουν από τις εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες. Προσθέτως, προβλέπεται ενδεχόμενη δαπάνη από την κάλυψη των εξόδων επίλυσης τυχόν αναφυόμενων διαφορών κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της κυρούμενης συμφωνίας, με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, το ύψος της οποίας θα εξαρτηθεί από πραγματικά γεγονότα.
«Πρέσπες» και εθνικό συμφέρον
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να αποσαφηνιστεί πως το επιχείρημα από μέρος του ελληνικού πολιτικού κόσμου, ότι 140 χώρες έχουν ήδη αναγνωρίσει τα Σκόπια με τη συνταγματική τους ονομασία και ως εκ τούτου η Ελλάδα υπήρξε de facto αναγκασμένη να υποχωρήσει τόσο ως προς την ονομασία όσο και ως προς την παραχώρηση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας, είναι έωλο και ανεπίδεκτο διπλωματικής εκτιμήσεως.
Τούτο συνίσταται στο ότι το εθνικό συμφέρον προηγείται έναντι οιουδήποτε συνασπισμού χωρών, όπως άλλωστε καταδεικνύει η περίπτωση του Ισραήλ. Παρά το γεγονός ότι 136 χώρες αναγνωρίζουν την Παλαιστίνη ως κράτος, το Ισραήλ απόσχει από την όποια πρώιμη αναγνώριση καθώς θεωρεί ότι αυτή θα πρέπει να αποτελέσει απόρροια μίας βιώσιμης και λειτουργικής ισραηλινο-παλαιστινιακής συμφωνίας για την ειρήνη. Στην ίδια λογική θα μπορούσε να είχε κινηθεί και η Ελλάδα.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η Αθήνα επέλεξε να κινηθεί στον αστερισμό του διπλωματικού ρίσκου εμφανιζόμενη de facto ως μία αδύναμη χώρα που εκχωρεί εθνικά, ιστορικά και οικονομικά δικαιώματα στα Σκόπια, ανοίγοντας τον δρόμο των διεκδικήσεων σε βάρος της ίδιας από χώρες με οιωνεί αναθεωρητικές βλέψεις. Ο καιρός γαρ εγγύς και το βαλκανικό βαρόμετρο προειδοποιεί για συνθήκες αστάθειας προ των ελληνικών πυλών.