Απρίλιος του 2018 και ενώ με επίκεντρο τη Συρία δεν έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας πιθανής σύρραξης γιγάντων στην Ανατολική Μεσόγειο, λίγο πιο βόρεια οι σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία δοκιμάζονται και πάλι.
Γράφει ο Μανώλης Αναστόπουλος για το «HUFFPOST»
Ο Μανώλης Αναστόπουλος είναι Οικονομολόγος, Καθηγητής Οικονομικών και Συγγραφέας
Είναι αυτό το γνωστό «φλερτ» των δύο χωρών που με διάφορες μορφές έκφρασης φροντίζει να συντηρείται μέσα στα χρόνια.
Παραβιάσεις του εναέριου χώρου, είσοδος στα χωρικά ύδατα, βόλτες ερευνητικών σκαφών, διεκδικήσεις νησίδων, αμφισβητήσεις της υφαλοκρηπίδας, αποτελούν-τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια-μερικές από τις «επιλογές» της Τουρκίας στο όνομα της πολυετούς αυτής «σχέσης».
Η περίοδος 1976-1996
Ήταν το 1976 όταν το Τουρκικό σκάφος «Χόρα» βγήκε στο Αιγαίο για έρευνες σχετικές με υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1987 έρχεται το ίδιο πλοίο με το νέο του όνομα «Σισμίκ» για να διεξάγει και πάλι έρευνες για πετρέλαιο. Περνάνε περίπου δέκα χρόνια από τότε και το 1996 έχουμε την κρίση των Ιμίων.
Και στις τρεις περιπτώσεις Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης η οποία αποφθέχθηκε με συντονισμένους πολιτικούς χειρισμούς της Ελλάδος βασισμένους στην υπεύθυνη στάση, στην διπλωματία, αλλά και στην επέμβαση κρατών στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων της χώρας.
Στο σήμερα 2018
Η γειτονική χώρα (Τουρκία) στις μέρες μας δεν πρωτοτυπεί. Επαναλαμβάνεται με συνεχείς προκλήσεις στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου πελάγους, νοτιότερα στην Κύπρο, αλλά στα βόρεια σύνορα του Έβρου όπου έχει συλλάβει και φυλακίσει δύο Έλληνες στρατιωτικούς χωρίς (μετά από 40 ημέρες) να έχει απαγγείλει συγκεκριμένη κατηγορία.
Και πάλι λοιπόν οι δύο χώρες είναι αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο κάποιου «ατυχήματος» ικανού να οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη άγνωστης διάρκειας.
Η Ελλάδα απέναντι στις προκλήσεις
Στο χθες
Έχει κατά τη γνώμη μας ενδιαφέρον μια προσπάθεια σκιαγράφησης του προφίλ των πρωθυπουργών της Ελλάδος που βρέθηκαν στο τιμόνι της χώρας στις κρίσιμες περιόδους τους παρελθόντος αλλά και του σήμερα.
Στις δύο πρώτες κρίσεις του 1976 και 1987 πρωθυπουργοί της χώρας ήταν αντίστοιχα οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξάρτητα από την όποια κριτική δέχτηκαν κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους καριέρας για την προσφορά τους σε αυτόν τον τόπο η ηγετική φυσιογνωμία και των δύο δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί.
Στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι ο ηγέτης είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα που μεταξύ των πολλών άλλων χαρακτηριστικών του έχει την ικανότητα να εμπνέει, να επηρεάζει αλλά και να πείθει.
Η κρίση του 1996 βρίσκει τον Κώστα Σημίτη (μετά την παραίτηση για λόγους υγείας του Α. Παπανδρέου) στην αντίστοιχη θέση. Ένας πολιτικός που επίσης έγινε αποδέκτης και αρνητικής κριτικής σε μια εποχή που οι ηγέτες σταδιακά και σε παγκόσμιο επίπεδο παραχωρούν την «θέση» τους στους τεχνοκράτες-διαχειριστές καταστάσεων. Αυτό είναι το νέο «πρότυπο» πολιτικής ηγεσίας. Και στην περίπτωση του Κώστα Σημίτη δεν μπορείς να αρνηθείς την ικανότητα που είχε στο να «τηρεί» τις προδιαγραφές του νέου (για την τότε εποχή) προφίλ πολιτικού.
Στο σήμερα
Μεταφερόμενοι στις μέρες μας ασφαλώς δεν συναντάμε καμία από τις δύο προηγούμενες μορφές πολιτικών.
Ίσως να είμαστε μπροστά στην εν δυνάμει γέννηση ενός νέου προφίλ πολιτικού και αυτός να είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να «αντιληφθούμε» με ποιο τρόπο η Ελλάδα στο σήμερα αντιμετωπίζει τις «παραδοσιακές» προκλήσεις της Τουρκίας.
Ανεξάρτητα από το προηγούμενο ενδεχόμενο αυτό που μας ανησυχεί έντονα είναι το γεγονός ότι «μένουμε» στο να καυτηριάζουμε τη συμπεριφορά του «Σουλτάνου» χωρίς για μια ακόμα φορά (Η άγνωστη επόμενη μέρα της Ελλάδος) να εξετάζουμε το τι εμείς κάνουμε ή πως εμείς θα προετοιμαστούμε για να αντιμετωπίσουμε την αναμφίβολα προβληματική λογική του. Αυτό ασφαλώς δείχνει έλλειψη στρατηγικής.
Είμαστε της άποψης ότι το πρόβλημα με την Τουρκία δεν θα λυθεί ούτε θα ξεπεραστεί (έστω προσωρινά) «ψυχαναλύοντας» και μόνο την προσωπικότητα του Ερντογάν.
Αυτό που χρειαζόμαστε (λαμβάνοντας υπόψη το συμπέρασμα της ψυχανάλυσης) είναι να προχωρήσουμε με «σωστούς» πολιτικούς χειρισμούς ώστε να μπορέσουμε να αποτρέψουμε ή να περιορίσουμε την εκδήλωση της όποιας πτυχής του χαρακτήρα του υπό ψυχολογική εξέταση γείτονα.
Αυτοί βέβαια οι κατάλληλοι χειρισμοί δεν ασκούνται μέσα σε πλαίσιο αντιφατικών κινήσεων-δηλώσεων εμπλουτισμένων με «εξ αποστάσεως» λεονταρισμούς που κατά τη γνώμη κάποιων μια στολή παραλλαγής μπορεί να τους προσφέρει.
Άλλα απαιτούνται, και μεταξύ των πολλών άλλων, απαραίτητη είναι η ύπαρξη «σύμπλευσης» σε τόσο σημαντικά εθνικά θέματα όχι μόνο μεταξύ των μελών του κυβερνώντος κόμματος αλλά και μεταξύ όλων των πολιτικών σχηματισμών της χώρας.
Αυτή η ενιαία σταθερή γραμμή είναι εκείνη που βγαίνει προς τα έξω και ηχεί έντονα στα ώτα του συνομιλητή. Είναι η ίδια που παραμερίζει ή αντίθετα ενδυναμώνει τον ανθρώπινο φόβο ανάλογα της εμπιστοσύνης που εμπνέουν τα πρόσωπα που ασκούν την εξουσία. Είναι η πηγή έμπνευσης που θα «ζητήσει» το μέσα μας αν βρεθούμε αντιμέτωποι με καταστάσεις που ασφαλώς απευχόμαστε.
Είναι όλα εκείνα που θα θέλαμε να «υπάρχουν» αλλά σήμερα δυσκολευόμαστε πολύ να τα διακρίνουμε.
ΥΓ: Και βέβαια το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην γραβάτα-που αναφέρει και ο Φρανσουά Ολάντ στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του-αλλά στο πως «μεταφράζεις» την απουσία της μια και η ενδυματολογική προτίμηση συνήθως συνάδει με αυτό που θέλεις να περάσεις προς τα έξω.
Πηγή: www.huffingtonpost.gr