Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή τα μνημόνια, καλλιεργήθηκε στην Ευρώπη μια αρνητική εικόνα των Ελλήνων. Πολύς λόγος έγινε για τους «τεμπέληδες του νότου» που «αθετούν τις υποχρεώσεις τους» και «εξαπατούν τους δανειστές τους». Σύμφωνα με την επικρατούσα πεποίθηση, οι απαξιωτικές αυτές απόψεις αποτελούν ένα πρόσφατο φαινόμενο, απότοκο της οικονομικής κρίσης. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Οι αρνητικές προκαταλήψεις των Ευρωπαίων για τους Έλληνες εντοπίζονται πολύ παλιότερα, όταν ακόμα οι τελευταίοι δεν είχαν ιδρύσει καν το δικό τους κράτος.
Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, νομικός και δημοσιογράφος, για το HUFFPOST
Το 1812 εκδόθηκε ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα (Μπάυρον) (1788-1824), με τίτλο «Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold’s Pilgrimage). Το συγκεκριμένο έργο έχει έναν ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Από το 1809 μέχρι το 1811, ο Λόρδος Βύρωνας ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Μεσογείου, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα. Το «Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» αποτελεί μια εκτεταμένη έμμετρη διήγηση των εντυπώσεων που αποκόμισε ο ποιητής από αυτήν την μακρά και περιπετειώδη περιήγησή του. Εκτός από τους στίχους, ο Λόρδος Βύρωνας περιέλαβε στο έργο του και διάφορες σημειώσεις με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις χώρες που επισκέφθηκε. Οι αναφορές του όμως για τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και ξένων κατοίκων της Αθήνας ξαφνιάζουν. Οι ομοιότητες ανάμεσα στον 19ο αιώνα και την σύγχρονη εποχή είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτες.
Όταν ο Λόρδος Βύρωνας έφτασε στην Αθήνα, διαπίστωσε ότι εκεί είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πολλοί Ευρωπαίοι, όπως Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι κ.α. Σε αυτούς έρχονταν να προστεθούν διάφοροι περιηγητές από την Αγγλία, την Δανία και γενικά αρκετές βόρειες χώρες. Ο Άγγλος ποιητής σημειώνει ότι όλοι αυτοί οι Ευρωπαίοι διαφωνούσαν μεταξύ τους στα πάντα εκτός από ένα ζήτημα: στην κοινή διαπίστωση ότι οι Έλληνες ήταν αχάριστοι και αφερέγγυοι. Για να καταδείξει μάλιστα αυτήν την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης των «Φράγκων» προς τους «Ρωμιούς», ο Λόρδος Βύρωνας παραθέτει τα παραδείγματα κάποιων ατόμων που γνώρισε προσωπικά.
Ο Λουί Φρανσουά Σεμπάστιαν Φωβέλ ήταν πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα, όπου είχε περάσει πάρα πολλά χρόνια της ζωής του. Στα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονταν η ζωγραφική και η αρχαιολογία-ή μάλλον η αρχαιοκαπηλία. Ο Φωβέλ γνωρίστηκε με τον Λόρδο Βύρωνα, στον οποίο δήλωνε συχνά την αντίθεσή του απέναντι σε οποιαδήποτε προοπτική ανεξαρτησίας των Ελλήνων. «Η εθνική και ατομική τους ανηθικότητα δεν τους επιτρέπει να είναι ελεύθεροι», συνήθιζε να λέει ο Γάλλος πρόξενος, δυσαρεστώντας τον φιλελεύθερο Άγγλο ποιητή.
Ο Βύρωνας παραθέτει στην συνέχεια την γνώμη ενός ακόμη ξένου, που ζούσε μόνιμα στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Ο κύριος Ροκ, επίσης Γάλλος, ήταν ένας ευκατάστατος έμπορος, ο οποίος διέθετε μεγάλο κύρος στους ευρωπαϊκούς κύκλους της πόλης. Ο Λόρδος Βύρωνας συναναστράφηκε αρκετά μαζί του, αλλά δεν φαίνεται να τον συμπάθησε. Σε κάποια συζήτηση που είχαν, ο Ροκ διαβεβαίωσε τον Άγγλο ποιητή ότι «οι Αθηναίοι παραμένουν οι ίδιοι παλιάνθρωποι από την εποχή που εξόρισαν τον Θεμιστοκλή».
Ο ποιητής συνεχίζει αναφέροντας κι άλλες περιπτώσεις Ευρωπαίων που δεν έτρεφαν την παραμικρή εκτίμηση για τους «ξεπεσμένους Ρωμιούς». Χαρακτηρισμοί όπως «πανούργοι», «απατεώνες», «στερημένοι κάθε αρετής» ήταν πολύ συνηθισμένοι στα σχόλια των ξένων για τους Έλληνες. Ο Άγγλος ποιητής δεν κρύβει την θλίψη του, όταν διαβεβαιώνει ότι οι αρνητικές αυτές απόψεις εξέφραζαν γενικότερα όλους τους Ευρωπαίους και όχι μόνο όσους κατοικούσαν στην Αθήνα. «Με μια φωνή κραυγάζουν ότι οι Έλληνες είναι αχάριστοι· διαβόητα και αηδιαστικά αχάριστοι», δηλώνει με πικρία ο Μπάυρον, περιγράφοντας τις απαξιωτικές προκαταλήψεις των Δυτικών. Λίγο πιο κάτω όμως, σπεύδει ο ίδιος να δώσει την δική του απάντηση σε όλα αυτά.
«Για όνομα της Δικαιοσύνης πια! Για ποιο πράγμα πρέπει να είναι ευγνώμονες οι Έλληνες; […] Πρέπει να είναι ευγνώμονες στους Τούρκους για τα δεσμά τους και στους Ευρωπαίους για τις αθετημένες υποσχέσεις και τις ψεύτικες συμβουλές τους; Πρέπει οι Έλληνες να είναι ευγνώμονες στον καλλιτέχνη που χαράζει τις αρχαιότητές τους και στον αρχαιολάτρη που τις αρπάζει μακριά; Ή μήπως πρέπει να είναι ευγνώμονες στον περιηγητή που ο υπηρέτης του τους μαστιγώνει και στον άσημο συγγραφέα που τους εκμεταλλεύεται για το βιβλίο του; Αυτές είναι οι μόνες ‘υποχρεώσεις’ των Ελλήνων απέναντι στους ξένους».