Σύμφωνα με το αμερικανικό Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS : Center for Strategic and International Studies), το οποίο εδρεύει στην Ουάσιγκτον, η απόφαση της κυβέρνηση Τραμπ να επιβάλει δασμούς 25% στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα μπορεί να πλήξει στρατηγικής σημασίας εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας, όπως το πρόγραμμα ναυπήγησης αντιτορπιλικών κλάσης «Arleigh Burke», το πρόγραμμα ναυπήγησης των νέων αεροπλανοφόρων κλάσης «Gerald R. Ford» και το πρόγραμμα παραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II. Όπως ήταν φυσικό, οι εμπορικοί ανταγωνιστές των ΗΠΑ αντέδρασαν, επιβάλλοντας και αυτοί δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα. Για παράδειγμα ο Καναδάς επέβαλε δασμούς σε εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα αξίας $ 20,6 δισεκατομμυρίων, ενώ και η ΕΕ επέβαλε δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας $ 28 δισεκατομμυρίων (θα τεθούν σε εφαρμογή την 1η Απριλίου).

Οι δασμοί επιλέχθηκαν από τον Τραμπ ως μέτρο ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, μείωσης των εισαγωγών και αύξησης των εξαγωγών. Ωστόσο, οι δασμοί δεν επιβάλλονται από μια χώρα και σταματάει εκεί. Υπάρχουν αντιδράσεις και οι χώρες που πλήττονται από τους δασμούς επιβάλλουν αντίποινα, δηλαδή δασμούς. Το αλουμίνιο και ο χάλυβας είναι κρίσιμες πρώτες ύλες για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Για παράδειγμα, τα αεροπλανοφόρα «Gerald R. Ford» έχουν 50.000 τόνους χάλυβα στην κατασκευή τους, ενώ το κράμα αλουμινίου χρησιμοποιείται στην κατασκευή των F-35. Οι δασμοί στο αλουμίνιο και τον χάλυβα θα αυξήσουν το κόστος ναυπήγησης και κατασκευής. Το κόστος αυτό ή θα πρέπει να καλυφθεί από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, δηλαδή με επιπλέον επιβάρυνση των φορολογουμένων, ή οι ίδιες εταιρίες θα πρέπει να το απορροφήσουν, μειώνοντας το κέρδος τους ή ακόμα και παρουσιάζοντας ζημία, αν η αύξηση του κόστους είναι μεγάλη.