Όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, ο τουρκικός στρατός δεν χρειάσθηκε να πολεμήσει και πολύ για να εξασφαλίσει η Άγκυρα ένα μεγάλο μέρος από όσα ήθελε στη βορειοανατολική Συρία. Και τα εξασφάλισε παίζοντας αποφασιστικά το στρατιωτικό χαρτί. Έτσι, της τα έδωσε αρχικά ο Τραμπ και τα κατοχύρωσε, αν δεν τα διεύρυνε, στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν στο Σότσι.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Εκτός από τους βομβαρδισμούς που στοίχισαν ζωές στους Κούρδους, η εμπλοκή τουρκικών δυνάμεων στις συγκρούσεις ήταν μάλλον περιορισμένη. Το βάρος της εισβολής σήκωσαν κυρίως οι ισλαμιστές μισθοφόροι του FSA (Ελεύθερος Συριακός Στρατός), τους οποίους οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ως εμπροσθοφυλακή, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να έχουν ελάχιστες απώλειες.
Υπενθυμίζουμε ότι ο πρόεδρος Τραμπ άναψε το «πράσινο φως» για την έναρξη της τουρκικής εισβολής, αφού προηγουμένως ο Ερντογάν του είχε ασκήσει πιέσεις, εμφανιζόμενος αποφασισμένος να εισβάλει έτσι κι αλλιώς. Η τουρκική διπλωματία, άλλωστε, είχε προετοιμάσει το έδαφος, εμφανίζοντας την Τουρκία να απειλείται από τους Κούρδους μαχητές του YPG, παρότι δεν έχει σημειωθεί καμία επίθεση που να δικαιολογεί τη ρητορική της Άγκυρας.
Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν έφερε από διαπραγματευτικής απόψεως τον Τραμπ σε δυσχερή θέση. Ο Λευκός Οίκος είχε δύο επιλογές: Η πρώτη ήταν να αποσύρει τις σχετικά μικρές αμερικανικές δυνάμεις από τη βορειοανατολική Συρία, εγκαταλείποντας τους Κούρδους στη μοίρα τους. Η δεύτερη ήταν να στείλει το μήνυμα στην Άγκυρα πως εάν ο τουρκικός στρατός εισβάλει θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους Αμερικανούς, δηλαδή θα τιναχθούν στον αέρα οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας.
Όπως είναι γνωστό, ο Τραμπ επέλεξε την απόσυρση, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν από το Κογκρέσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο. Δεν μπορούμε να πούμε με κατηγορηματικότητα εάν ο Ερντογάν μπλόφαρε, ή ήταν έτοιμος να εισβάλει όποια κι αν ήταν η στάση των ΗΠΑ. Το πιθανότερο είναι ότι μπλόφαρε, έχοντας ζυγίσει σωστά τον Αμερικανό ομόλογό του.
«Πράσινο φως» με όρια
Στην Άγκυρα είχαν συνυπολογίσει την τάση του να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία. Το είχε, άλλωστε, επιχειρήσει και τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά είχε υπαναχωρήσει, λόγω ακριβώς των αντιδράσεων από το αμερικανικό «βαθύ κράτος». Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο Τούρκος πρόεδρος πίεσε τον Τραμπ να πράξει αυτό που ήθελε, αλλά δίσταζε. Το γιατί το ήθελε είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που δεν είναι του παρόντος.
Για να τον πείσει, μάλιστα, να ανάψει το «πράσινο φως» η Άγκυρα δεσμεύθηκε πως θα τηρήσει τα όρια που της έθεσε ο Λευκός Οίκος όσον αφορά την έκταση και τον σκοπό της εισβολής. Σ’ αυτά τα όρια αναφερόταν ο Τραμπ, όταν για να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις απειλούσε πως θα καταστρέψει την τουρκική οικονομία. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η εισβολή.
Από τη στιγμή που οι Αμερικανοί στρατιώτες αποσύρθηκαν ήταν δεδομένο πως οι Κούρδοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν για πολύ στην τουρκική εισβολή. Σε μία προσπάθεια να μη χρεωθεί πολιτικά τη σφαγή των πολιορκημένων Κούρδων στο Ρας Αλ Άιν, ο Λευκός Οίκος έστειλε τον αντιπρόεδρο Πενς για να εξασφαλίσει κατάπαυση του πυρός με σκοπό την αποχώρηση των μαχητών του YPG.
Κατάπαυση του πυρός με ανταλλάγματα
Το αντάλλαγμα που οι ΗΠΑ έδωσαν στον Ερντογάν ήταν ο έλεγχος τουλάχιστον της ζώνης μήκους 125 περίπου χλμ και πλάτους 32 χλμ που ορίζεται δυτικά από το Τελ Αμπιάντ και ανατολικά από το Ρας Αλ Άιν. Και λέω τουλάχιστον, επειδή δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες της συμφωνίας Πενς-Ερντογάν. Οι Αμερικανοί, πάντως, έχουν αποχωρήσει από το πεδίο, με αποτέλεσμα να θυμίζουν σκύλο που γαβγίζει από μακριά.
Το γεγονός είναι, πάντως, πως το κενό που άφησε η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή έσπευσε να καλύψει ο συριακός στρατός (και οι Ρώσοι), μετά την απόφαση των Κούρδων να παραδώσουν σ’ αυτόν τις περιοχές τους για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Πράγματι, οι δυνάμεις του Άσαντ με τη συνοδεία Ρώσων εγκαταστάθηκαν και στην Μανμπίτζ και στο Κομπάνι, αλλά απέφυγαν να πάνε στην περιοχή που εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή, στον άξονα Τελ Αμπιάντ-Ρας Αλ Άιν. Για τη Μόσχα ήταν ζωτικό να μην επιτρέψει σύγκρουση ανάμεσα στον συριακό και στον τουρκικό στρατό. Γι’ αυτό και εξαρχής ανέλαβε ρόλο τυπικώς μεσολαβητή, αλλά στην πραγματικότητα ρυθμιστή.
Στο συριακό μέτωπο Ρωσία και Τουρκία έχουν αντιτιθέμενους στόχους. Η Τουρκία έκανε τα πάντα για να ανατρέψει το καθεστώς Άσαντ και να μετατρέψει τη Συρία σε ένα δορυφόρο της που να κυβερνάται από τους αντικαθεστωτικούς ισλαμιστές σουνίτες αντάρτες, τους οποίους χρηματοδοτούσε, εκπαίδευε, όπλιζε και στήριζε στο επίπεδο της επιμελητείας η Άγκυρα.
Στυλοβάτες του καθεστώτος Άσαντ
Αντιθέτως, οι Ρώσοι έκαναν τα πάντα για να επιβιώσει το καθεστώς Άσαντ, επειδή η ανατροπή του θα σήμαινε ότι η Συρία θα μετατρεπόταν σε εχθρικό τους κράτος. Αυτοί θα έχαναν τις μόνες βάσεις που διαθέτουν στη Μεσόγειο, με αποτέλεσμα να εκτοπισθούν ουσιαστικά από την πολλαπλά κρίσιμη αυτή θάλασσα. Με τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολάχ κατάφεραν το καθεστώς Άσαντ σταδιακά να ανακτήσει τον έλεγχο ενός πολύ μεγάλου μέρους της συριακής επικράτειας.
Εκτός του ελέγχου της Δαμασκού ήταν δύο περιοχές: Πρώτον, ο θύλακος του Ιντλίμπ, που είναι εγκλωβισμένοι αντικαθεστωτικοί ισλαμιστές αντάρτες. Δεύτερον, η βορειοανατολική Συρία, την οποία απελευθέρωσαν από το Ισλαμικό Κράτος οι Κούρδοι και από τότε την ελέγχουν, δημιουργώντας κάτω από την ομπρέλα των Αμερικανών ένα πρόπλασμα αυτόνομου κρατιδίου.
Ο Πούτιν με τον Ερντογάν μπορεί να έχουν στο συριακό μέτωπο αντικρουόμενα συμφέροντα, αλλά στην ευρύτερη γεωπολιτική σκηνή συμπλέουν. Ειδικά μετά το πραξικόπημα του 2016, για τον Τούρκο πρόεδρο ο εναγκαλισμός με τη Μόσχα είναι αναγκαίος για να εξισορροπεί την αμερικανική πίεση, δεδομένου ότι ο ίδιος είναι πεπεισμένος πως η Ουάσιγκτον τον έχει προγράψει. Από την άλλη πλευρά, ο Πούτιν δικαιολογημένα θεωρεί μείζονος σημασίας γεωστρατηγικό κέρδος την ουσιαστική (όχι θεσμική) απόσπαση της Τουρκίας από το δυτικό στρατόπεδο.
Η μεγάλη γεωπολιτική σκηνή και το συριακό μέτωπο
Η σύγκλιση συμφερόντων των δύο ηγετών στη μεγάλη σκηνή τους υποχρεώνει να τα βρίσκουν, να συμβιβάζουν τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους στο επιμέρους συριακό μέτωπο. Αυτό προσπάθησαν και εν μέρει επέτυχαν στη χθεσινή συνάντησή τους στο Σότσι. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά. Η Μόσχα δεν χάνει ευκαιρία να εκφράζει τη θέση της για την ακεραιότητα της Συρίας, υποχρεώνοντας και την Άγκυρα να λέει στα λόγια το ίδιο.
Εντούτοις, η Μόσχα άναψε το «πράσινο φως» για τη δεύτερη τουρκική εισβολή («Κλάδος Ελαίας») για την κατάληψη του απομονωμένου κουρδικού καντονίου του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Είχε προηγηθεί η πρώτη τουρκική εισβολή στον άξονα Τζαραμπλούς-Αλ Μπαμπ («Ασπίδα του Ευφράτη») με σκοπό να αποκοπεί το Αφρίν από τις κουρδικές περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας. Και εκείνη η πρώτη εισβολή είχε γίνει και με αμερικανικό και με ρωσικό «πράσινο φως», αφού ήταν στη μέση των δύο ζωνών επιρροής που οι δύο υπερδυνάμεις είχαν ατύπως πλην σαφώς δημιουργήσει στο βόρεια Συρία.
Το ίδιο συνέβη και με την τρίτη εισβολή. Μπορεί το καθοριστικό να ήταν το «πράσινο φως» του Τραμπ, επειδή η βορειοανατολική Συρία ήταν ζώνη αμερικανικής επιρροής, αλλά έπαιξε ρόλο και το ρωσικό «πράσινο φως». Ο Πούτιν σωστά είδε ότι η απόσυρση των Αμερικανικών και η τουρκική εισβολή θα υποχρέωνε τους Κούρδους να στραφούν προς τη Δαμασκό, η οποία θα ανακτούσε μεγάλο μέρος εκείνων των εδαφών, χωρίς να ρίξει ούτε μία σφαίρα. Έτσι και έγινε.
Η συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν στο Σότσι
Από την άλλη πλευρά, όμως, η Μόσχα δεν θέλει να αφήσει τους Τούρκους ανεξέλεγκτους, επειδή γνωρίζει ότι όπου εγκαθίστανται δεν φεύγουν. Γι’ αυτό και προσπαθεί να τους ελέγξει αφενός με την καθιέρωση μικτών περιπολιών, αφετέρου με παράταση της κατάπαυσης του πυρός. Από την άλλη πλευρά, όμως, φαίνεται ότι αναγκάσθηκε να δώσει στον Ερντογάν «ζώνη ασφαλείας» μεγαλύτερου μήκους από αυτή που ορίζει ο άξονας Τελ Αμπιάντ-Ρες Αλ Άιν.
Αυτό ήταν το μεγάλο παζάρι στο Σότσι. Το αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι, πάντως, ότι παίζοντας δυνατά το στρατιωτικό χαρτί, ο Ερντογάν αποκόμισε μεγάλο μέρος από όσα επεδίωκε. Προφανώς, δεν επέτυχε να συντρίψει τις κουρδικές δυνάμεις, όπως επιθυμούσε και μάλλον οι Ρώσοι δεν θα τον αφήσουν να δημιουργήσει στη «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία το τουρκικό προτεκτοράτο που σχεδίαζε.
Σύριοι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν εκεί, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν αυτή η παραμεθόριος περιοχή θα είναι υπό τουρκική διοίκηση και τουρκοποιημένη, ή θα περιέλθει με κάποιον τρόπο σε μία διοίκηση, με κεντρικό παράγοντα τη Δαμασκό, όπως επιδιώκει η Μόσχα. Σ’ αυτό το ζήτημα κατά πάσα πιθανότητα Μόσχα και Άγκυρα θα τα σπάσουν ή τουλάχιστον θα δυσκολευθούν πολύ να βρουν συμβιβασμό.