Το κορυφαίο γεγονός του Ψυχρού Πολέμου,  ως προς την επικινδυνότητά του για την πραγματική ειρήνη και ασφάλεια του πλανήτη, υπήρξε η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, που κλιμακώθηκε και αποκλιμακώθηκε τον Οκτώβρη του 1962. 

Όπως είναι γνωστό για να ξεφύγουν οι Σοβιετικοί από τη θανάσιμη περικύκλωση των Αμερικανών και για να εξισορροπήσουν το στρατηγικό μειονέκτημα που είχαν με την ύπαρξη αμερικανικών βάσεων με πυραύλους που στόχευαν τη Σοβιετική Ένωση στην Ευρώπη και την Μεσόγειο (Τουρκία, Ιταλία, Βρετανία), εγκατέστησαν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές στην Κούβα σε συνεργασία με το κομμουνιστικό καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο.

Οι Αμερικανοί, μαθημένοι μια ζωή να απειλούν χωρίς να απειλούνται, απαίτησαν την απομάκρυνση των Σοβιετικών πυραύλων εφαρμόζοντας ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας και απειλώντας ευθέως με πυρηνικό πόλεμο την Μόσχα, εάν δεν συμμορφωνόταν με το τελεσίγραφό τους.

Η κρίση εκτονώθηκε με την απομάκρυνση των Σοβιετικών πυραύλων και μια σειρά άλλων μυστικών συμφωνιών, οι πιο σημαντικές εκ των οποίων ήταν α) η υπόσχεση των Αμερικανών ότι δεν θα επιτεθούν μελλοντικά κατά της Κούβας και β) ότι θα απομάκρυναν τους πυραύλους τους (Jupiter) από την Τουρκία με τους οποίους απειλούσαν άμεσα τη Σοβιετική Ένωση.

Ένα άγνωστο κεφάλαιο της κρίσης αυτής είναι ότι ανέδειξε τον καταλυτικό ρόλο και σημασία της θαλάσσιας περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με επίκεντρο την Κύπρο και τον άμεσο περίγυρό της, στην παγκόσμια ισορροπία ισχύος ή, πιο ορθά, την πυρηνική ισορροπία τρόμου που ως τέτοια, διατήρησε την παγκόσμια ειρήνη στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ταυτόχρονα πρέπει να υπογραμμιστεί, διότι αυτό έχει άμεση σχέση με το Ζυριχικό κλείσιμο του κυπριακού και την επιβολή του γνωστού καθεστώτος δουλείας πάνω στην Κύπρο (1959-60), ότι η κρίση των πυραύλων στην Κούβα είχε αρχίσει προτού καν εμφανιστεί ο Κάστρο στην Κούβα (1959). Είχε αρχίσει από πριν, από το 1957, όταν οι Αμερικανοί άρχισαν να δημιουργούν έναν τρίτο πυλώνα στην αμυντική/επιθετική τους στρατηγική έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Μέχρι τότε οι Αμερικανοί μπορούσαν να πλήξουν τους Σοβιετικούς με δύο τρόπους. Με την αεροπορία τους από βάσεις κυρίως στην Ευρώπη/Τουρκία και με πυραύλους πάλι με τον ίδιο τρόπο. Ανέπτυσσαν, ωστόσο, πυρετωδώς και έναν τρίτο πυλώνα τον θαλάσσιο/υποβρυχιακό. Ο τελευταίος τους προσέφερε το απόλυτο όπλο και την απόλυτη ελευθερία.

Η ανάπτυξή του τρίτου πυλώνα τους προσέφερε α) την μη εξάρτησή τους από κανένα σύμμαχο ή συμμαχία, που είναι μία θέση που χαρακτηρίζει από το 1800 και μετά την μακροστρατηγική  (grand strategy) των ΗΠΑ και β) το σχεδόν απόλυτα άτρωτο όπλο με τη μορφή των υποβρυχίως εκτοξευόμενων πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές (SLBM : Submarine Launched Ballistic Missiles). 

Η αναφορά εδώ είναι στο υποβρυχιακό σύστημα των πυραύλων Polaris και τα ομώνυμα πυρηνικά υποβρύχια Polaris που τους μετέφεραν. Η ανάπτυξη του συστήματος είχε αρχίσει τη δεκαετία του 1950 και πειραματικά από το 1957-58. Το σύστημα έγινε επιχειρησιακό (operational) στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (62-63). Αλλά η πρώτη και η δεύτερη γενιά των πυραύλων Polaris δεν είχαν το απαιτούμενο βεληνεκές ώστε να μπορούν να πλήξουν τη Μόσχα και τις εκβιομηχανισμένες της περιοχές,  από τις ανοιχτές θάλασσες των ωκεανών.

Τη δεκαετία του 1960 δύο μόνο περιοχές προσφέρονταν για την ανάπτυξη των υποβρυχίων Polaris. Η μία στις παγωμένες βόρειες θάλασσες της Ευρώπης και η άλλη αυτή της Ανατολικής Μεσογείου, κυριολεκτικά κάτω από την Κύπρο. Έτσι οι Αμερικανοί οργάνωσαν δύο βάσεις για τα υποβρύχιά τους. Μία στην περιοχή Λοχ Νες στην Σκοτία και την άλλη στην Ρότα της Ισπανίας. Από την Σκοτία εξορμούσαν για τις βόρειες θάλασσες και από την Ισπανία  για την Ανατολική Μεσόγειο.

Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είχε ένα καθοριστικό πλεονέκτημα στην πρώτη αυτή φάση της δεκαετίας του 1960. Αντίθετα με αυτή  των βορείων θαλασσών που δεν ήταν ελεύθερη πάγων παρά μόνο για ένα τρίμηνο, η Ανατολική Μεσόγειος ήταν προσβάσιμη όλο το χρόνο. Έτσι μέχρι το 1968, όταν οι Αμερικανοί θα αναπτύξουν την τρίτη γενιά των Polaris και μετά θα μεταπηδήσουν σ’ αυτή του συστήματος  Trident– που θα τους επέτρεπε να χτυπήσουν από όλα τα σημεία του πλανήτη (tous azimuts) ακόμη και κάτω από τον Βόρειο Πόλο-η Ανατολική Μεσόγειος θα μετατραπεί σε ομφαλό της πυρηνικής στρατηγικής των Αμερικανών κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Έγινε, κυριολεκτικά, το πιο σημαντικό στρατηγικό σημείο του πλανήτη.

Είναι προφανές ότι το γεγονός αυτό, της θανάσιμης γι’ αυτούς απειλής, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τους Σοβιετικούς. Σε όλη τη δεκαετία του 1960 και απόλυτα δικαιολογημένα μέχρι να αναπτύξουν και αυτοί την επιχειρησιακή ικανότητα να απειλήσουν την αμερικανική ήπειρο με διηπειρωτικούς πυραύλους και με αντίστοιχα υποβρύχια, οι Σοβιετικοί θεωρούσαν τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου ως τον πιο ζωτικό χώρο για την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης. Η δε Κύπρος θεωρείτο από τους Σοβιετικούς (όπως και στην τσαρική εποχή, παρεμπιπτόντως) ως «το πιο σημαντικό στρατηγικό σημείο της Ανατολικής Μεσογείου». 

Έτσι με την ανάπτυξη των Polaris στην Ανατολική Μεσόγειο το σοβιετικό ναυτικό βγήκε και αυτό μαζικά στην Ανατολική Μεσόγειο για να αντιμετωπίσει τους Αμερικανούς. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι πέραν των Polaris οι Αμερικανοί είχαν ανεπτυγμένο στη Μεσόγειο, από το 1946, τον 6ο Αμερικανικό Στόλο, δηλαδή την μεγαλύτερη δύναμη πυρός-συμβατικού και πυρηνικού-σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ταυτόχρονα τα πλείστα κράτη της Μεσογείου είχαν συμμαχικές σχέσεις με τους Αμερικανούς και τους παρατρεχάμενούς τους, τους Εγγλέζους.

Ο θανάσιμος αμερικανό-σοβιετικός ανταγωνισμός στην περίοδο εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να συνωστίζονται στη Μεσόγειο, και κυρίως στην ανατολική λεκάνη, πάνω από 160 πολεμικά πλοία. Για την αντιμετώπιση των Polaris οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν εντατικά την ανθυποβρυχιακή τους τεχνολογία. Ανέπτυξαν «υποβρύχια-δολοφόνους» (hunter submarines) που κυνηγούσαν στα σιωπηρά βάθη τα υποβρύχια Polaris. Ανέπτυξαν, επίσης, μεγάλο ναυτικό επιφανείας με ανθυποβρυχιακές και άλλες ικανότητες καθώς επίσης και «ψαράδικα» κατασκοπίας (spying trawlers). Επεδίωξαν επίσης και απέκτησαν βάσεις ελλιμενισμού κυρίως σε αραβικές χώρες (Συρία και Αίγυπτο) και εντόπισαν και ανέπτυξαν αγκυροβόλια σε αβαθή νερά της Μεσογείου και του Αιγαίου.

Ήταν ακριβώς για να αντισταθμίσουν και να εξισορροπήσουν, με τον αντίστοιχο «τρόμο» την θανάσιμη γι’ αυτούς απειλή των συστημάτων Polaris στην Ανατολική Μεσόγειο, που οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν πυραύλους στην Κούβα. Ο Κάστρο τους έδωσε την δυνατότητα και οι Αμερικανοί την αφορμή, με την απειλή κατά της Κούβας και την αποτυχημένη τους  εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων το 1961. 

Πέραν των θανάσιμων ανταγωνισμών των Υπερδυνάμεων με επίκεντρο τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, λάμβανε χώρα ταυτόχρονα και ένας περιφερειακός πολιτικό-ιδεολογικός ανταγωνισμός με επίκεντρο τον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Ο χώρος αυτός, ιδεολογικά ουδέτερος και στην καλύτερη περίπτωση γκρίζος  στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, κρατούσε ταυτόχρονα το κλειδί της βιομηχανικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης λόγω των πετρελαίων. Έλεγχος του χώρου αυτού από μη φιλικές, ή από τη Δύση μη ελεγχόμενες δυνάμεις θα απέφερε στρατηγικό πλήγμα στις ΗΠΑ και ίσως καταστροφικό στην Δυτική Ευρώπη. Στους αμερικανικούς μεταπολεμικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς για ένα συμβατικό πόλεμο με την Σοβιετική Ένωση, το μέτωπο της Μέσης Ανατολής – λόγω κυρίως των πετρελαίων- ήταν εξίσου σημαντικό όσο το κεντρικό μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου, στην καρδιά της μοιρασμένης Ευρώπης. Η θέση αυτή τεκμηριώνεται από πληθώρα αμερικανικών εγγράφων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Μετά το 1957 και λόγω του βρετανικού φιάσκου στο Σουέζ τον προηγούμενο χρόνο, η Αμερική εκτόπισε την Βρετανία ως την κυρίαρχη δύναμη στο χώρο. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την Βρετανική Λευκή Βίβλο για την Άμυνα του 1957 (Defence: Outline for Future Policy) αλλά κυρίως από τη διακήρυξη του ίδιου έτους του δόγματος Αϊζενχάουερ για τη Μέση Ανατολή. Κατά το δόγμα αυτό  το κενό ισχύος της Βρετανίας θα το πλήρωναν οι Αμερικάνοι. Έτσι δεν θα επιτρεπόταν η αύξηση της Σοβιετικής επιρροής ή χειρότερα, η κομμουνιστικοποίηση του χώρου.

Η κλιμάκωση διαδοχικών κρίσεων στην Μέση Ανατολή το 1958 (κρίσεις σε Ιορδανία, Συρία και το αιματηρό πραξικόπημα  στο Ιράκ το 1958 που ανέτρεψε το φιλοδυτικό βασιλικό καθεστώς), υπήρξε ο καθοριστικός παράγων για το κλείσιμο του κυπριακού με τη δρομολόγηση το ίδιο έτος των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Κατά τους αμερικανούς έπρεπε να κλείσουν τα μέτωπα που απειλούσαν την δυτική συνοχή ώστε να αντιμετωπιστεί η σοβαρότερη κρίση της Μέσης Ανατολής και το φάντασμα (spectre) του κομουνισμού. Αυτές υπήρξαν οι εντολές της Ουάσινγκτον προς Αθήνα και Άγκυρα. Και επειδή η Άγκυρα διαδραμάτιζε πολύ πιο σημαντικό ρόλο στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς, απέκτησε βέτο στην μελλοντική πορεία της Κύπρου μέσω των Συνθηκών του 1960. Η πιο σημαντική από αυτές υπήρξε η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο και του συναφούς  καθεστώτος των εγγυήσεων και των εγγυητριών δυνάμεων. 

Ωστόσο και όπως επανειλημμένα έχω υποστηρίξει και τεκμηριώσει μέσω της αρθρογραφίας μου στον «Φιλελεύθερο» και αλλού (βλ. π.χ. «Βρετανία και Κύπρος», Τετράδια αρ. 57-58, χειμώνας-Άνοιξη 2010), οι Άγγλο-αμερικανοί άρχισαν να αμφισβητούν τη «σοφία» της παρουσίας ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, έστω και υπό  το ασφυκτικό καθεστώς των συμφωνιών του 1960, την παρουσία στα εδάφη του  βρετανικών βάσεων, Νατοϊκών στρατευμάτων και Άγγλο-αμερικανικών σταθμών κατασκοπίας παγκοσμίου εμβέλειας.

Το έστω και κολοβό ανεξάρτητο κυπριακό κράτος εμφανίστηκε σε μια χρονική περίοδο που ο Ψυχρός Πόλεμος έμπαινε σε κορύφωση και όπου ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου αποκτούσε μείζονα στρατηγική σημασία.

Σχεδόν την επαύριον της κυπριακής ανεξαρτησίας άρχισαν δεύτερες σκέψεις στα δυτικά κέντρα εξουσίας. Η κολοβή κυπριακή ανεξαρτησία θεωρήθηκε ως στρατηγικό λάθος, με το διαμελισμό της Κύπρου ανάμεσα στα δύο Νατοϊκά κράτη, Ελλάδα και Τουρκία, να προωθείται ως «ιδεώδης λύση». Η Τουρκία ποτέ δεν αποδέχθηκε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, όπως απέδειξαν οι πράξεις της από το 1960 μέχρι το 1963. Όπως τεκμηριώνει η έρευνα, η Τουρκία εισήγαγε  λαθραία στην Κύπρο και με γνώση των Βρετανών πάνω από 10.000 σύγχρονα όπλα, τα περισσότερα μετά το 1960! (Βλ. M. Ηλιάδης, Το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο).

Η επιχείρηση για την κατάλυση του κυπριακού κράτους του 1960 οικοδομήθηκε γύρω από το έωλο επιχείρημα του κινδύνου «κομμουνιστικοποίησης» της Κύπρου μέσω της κάλπης, λόγω της ύπαρξης ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος στην Κύπρο. (Μια πραγματική ιστορική ειρωνεία,  αν αναλογιστεί κανείς πως από το 2008-2013  ο πρόεδρος της Κύπρου, ο Δημήτρης Χριστόφιας ήταν ένας, φαινομενικά , αμετανόητος κομμουνιστής).

Πολύ πριν τα γεγονότα του 1963-64, χρηματοδοτήθηκε και αναπτύχθηκε μία έντονη αντικομουνιστική προπαγάνδα στην Κύπρο. Ήταν θέμα χρόνου, με τα γεγονότα του 1963-64, ο Μακάριος να δαιμονοποιηθεί ως ο «ρασοφόρος Κάστρο», ως ο «κόκκινος παπάς» και η Κύπρος ως η «Κούβα της Μεσογείου». Και είναι εξίσου ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτής ότι πριν καν η Κύπρος χαρακτηριστεί ως «Κούβα της Μεσογείου», από τον αξιωματικό πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού T. W. Adams, συγγραφέα του AKEL: The Communist Party of Cyprus (όπως με περηφάνια μου παραδέχθηκε σε μια συνομιλία μας στης Αμερικανική πρωτεύουσα), Αμερικανοί αξιωματούχοι και δημοσιογράφοι αποκαλούσαν της Κύπρο ως την «Τσεχοσλοβακία» του μεταπολέμου. Η αναφορά εδώ είναι ότι όπως μέσω της κάλπης και δημοκρατικών διαδικασιών  οι κομμουνιστές κέρδισαν την εξουσία στην Τσεχοσλοβακία το 1948, έτσι θα έπρατταν και στην Κύπρο τη δεκαετία του 1960. Και μια τέτοια εξέλιξη  θα άλλαζε το στρατηγικό ισοζύγιο σε βάρος της Δύσης και του λεγόμενου «Ελεύθερου Κόσμου». Έπρεπε συνεπώς το κυπριακό κράτος να παύσει να υφίσταται.

Η Κύπρος δεν υπήρξε ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία χώρα που βγήκε από την αποικιοκρατία και αντιμετώπισε εσωτερικά προβλήματα εξουσίας, τάξης και ασφάλειας. Σχεδόν όλα τα κράτη, (ακόμη και η Μάλτα που αποτελεί την μόνη εξαίρεση) αντιμετώπισαν τέτοια προβλήματα.

Ωστόσο η Κύπρος αποτελεί το μοναδικό κράτος που η Δύση, με τους Βρετανούς και Αμερικανούς να πρωτοστατούν, αποφάσισε να καταλύσει. Δεν υπάρχει άλλος λαός άλλο  κράτος που στην περίοδο δύο γενεών έζησε έναν αποικιακό αγώνα, έναν εμφύλιο πόλεμο, ένα πραξικόπημα και μία εισβολή και έχασε το 1% του πληθυσμού της το 1974 σε ένα μήνα, θύμα δύο Νατοϊκών κρατών και όλα με την ενθάρρυνση και την ανοχή των ΗΠΑ και της Βρετανίας.

Σε ότι αφορά στην ιστορία και ειδικά στον επαίσχυντο ρόλο των Βρετανών αλλά και των Αμερικανών, έρχεται και ένα πολύ πρόσφατο ντοκουμέντο για να τεκμηριώσει την ανάλγητη και καταστροφική τους πολιτική απέναντι σε ένα κράτος και ένα λαό, που κάθε άλλο παρά εχθρικοί υπήρξαν έναντι της Δύσης. Αντίθετα μάλιστα.

Αναφέρομαι στο εξαιρετικό βιβλίο του πρώην Βρετανού αξιωματικού Martin Packard, Getting it Wrong: Fragments from a Cyprus Diary, 1964, που  κυκλοφόρησε το 2008.  Πρόκειται για την επίσημη έκθεση του Packard, ως αξιωματούχου του Βρετανικού Ναυτικού και ταυτόχρονα αξιωματούχου της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο, προς την βρετανική κυβέρνηση. Η έκθεση αυτή «εξαφανίστηκε» από τα βρετανικά αρχεία και υπάρχει σήμερα δημοσιευμένη διότι ο Packard είχε την πρόνοια να φυλάξει αντίγραφο εκτός υπηρεσίας.

Το βιβλίο-έκθεση του Packard, που κάθε άλλο παρά υποστηρικτικό της «επίσημης» ελληνικής  θεώρησης είναι, ανατρέπει την συμβατική σοφία περί «χαμένων ευκαιριών» και τεκμηριώνει την υπόθεση ότι άλλη θα ήταν η πορεία του κυπριακού και άλλη η σημερινή κατάσταση, εάν οι άγγλο-αμερικανοί δεν ακολουθούσαν την γνωστή τους εχθρική και μισαλλόδοξη πολιτική που αποσκοπούσε και συνεχίζει να αποσκοπεί στη διάλυση του κράτους του 1960, ή τον πολιτικό του ευνουχισμό.

Ο τίτλος του βιβλίου, Getting it Wrong, είναι διπλά ειρωνικός και προέρχεται από ένα πραγματικό περιστατικό μεταξύ του Packard και του τότε Υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, George Ball. Ο τελευταίος εβρίσκετο στην Κύπρο, τον Φεβρουάριο του 1964, ως κομιστής προτάσεων για την κατάλυση του κυπριακού κράτους. Η πρόταση Ball αφορούσε είτε στον διαμελισμό της Κύπρου ή στη δημιουργία άγγλο-ελληνο-τουρκο-αμερικανικής επικυριαρχίας (condominium) στην επικράτειά της. 

Από τον Packard, που ηγείτο ενός ενεργού και επιτυχημένου προγράμματος του ΟΗΕ για επαναπροσέγγιση και επιστροφή ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων προσφύγων στα χωριά τους, ζητήθηκε να συνοδέψει τον Αμερικανό αξιωματούχο στα επηρεαζόμενα χωριά και να τον ενημερώσει για την πρόοδο του προγράμματος.

Όταν το ελικόπτερο που τους μετέφερε επέστρεψε στη βάση του, ο George Ball χτύπησε τον Packard χαϊδευτικά στην πλάτη λέγοντάς τουVery impressive, but youve got it all wrong, son. Hasn’t anyone told you that our objective here is partition, not reintegration?” «Πολύ εντυπωσιακό το έργο σου,  νεαρέ. Δεν έχεις προφανώς ενημερωθεί ότι στόχος μας εδώ είναι η διχοτόμηση και όχι η επανενοποίηση;». 

Από τότε η στρατηγική των Άγγλο-αμερικανών άλλαξε αλλά μόνο ως προς τούτο: Η κατάλυση ή ο ευνουχισμός του κράτους να γίνει με τη συναίνεση του λαού, ή κατά το ελάχιστο, των ταγών του. «Οι αυτοκρατορίες καταρρέουν», γράφουν οι ιστορικοί του βρετανικού ιμπεριαλισμού R. Robinson και John Gallagher στο εμβληματικό τους έργο Africa and the Victorians, «αλλά ο ιμπεριαλισμός συνεχώς ανασταίνεται».

Η διπλή ειρωνεία σήμερα είναι ότι η Αμερικανική δεξιά και η Αμερικανική αριστερά της Κύπρου συναγωνίζονται πια από τις δύο θα λειτουργήσει ως υπερεργολάβος του αναστημένου ιμπεριαλισμού στην Κύπρο, με την Αμερικανική δεξιά να έχει προβάδισμα λόγω εξουσίας.

Συντάκτης: Μάριος Λ. Ευρυβιάδης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων & Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις της Πάφου

Πηγή: HUFFPOST