Η αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο μας δόθηκε από την είδηση, που δημοσίευσε, η διεθνής αμυντική ιστοσελίδα «Jane’s», ότι η Αργεντινή φαίνεται να εγκαταλείπει την περίπτωση απόκτησης τεσσάρων (4) μεταχειρισμένων υποβρυχίων T-209.1400 από τη Βραζιλία και εξετάζει την περίπτωση των νορβηγικών υποβρυχίων κλάσης «Ula» (Type-210). Αρχικά, η ανάγκη της Αργεντινής για νέα υποβρύχια είναι επιβεβλημένη καθώς το Πολεμικό Ναυτικό της χώρας διαθέτει μόλις δύο (2) υποβρύχια, των οποίων η επιχειρησιακή κατάσταση είναι αμφίβολη.
Το 1977 η Αργεντινή υπέγραψε συμβόλαιο με τη Γερμανία για την προμήθεια έξι (6) υποβρυχίων TR-1700. Ωστόσο, για πολιτικούς λόγους το πρόγραμμα ακυρώθηκε και μόνο δύο (2) υποβρύχια παραδόθηκαν: Το ARA «Santa Cruz» (S-41) και το ARA «San Juan» (S-42), το οποίο χάθηκε σε δυστύχημα στις 15 Νοεμβρίου του 2017. Υπάρχει και το ARA «Salta» (S-31), που παραδόθηκε το 1973 και χρησιμοποιείται μόνο για εκπαίδευση. Παράλληλα, τον Μάιο του 2019, η Βραζιλία ανακοίνωσε ότι αναζητά αγοραστές για τα τέσσερα (4) υποβρύχια τύπου T-209.1400 κλάσης «Tupi» που διαθέτει και θα αντικαταστήσει με ισάριθμα γαλλικά υποβρύχια τύπου Scorpene κλάσης «Riachuelo» της Naval Group.
Ενδιαφέρον για τα βραζιλιάνικα T-209 εξέφρασαν τόσο η Αργεντινή όσο και το Περού. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2019 ανακοινώθηκε ότι Βραζιλία και Αργεντινή συμφώνησαν στην πώληση και αγορά αντίστοιχα των υποβρυχίων. Σύμφωνα με το «Jane’s» η Αργεντινή ενδιαφέρεται για 2-4 υποβρύχια κλάσης «Ula». Η είδηση δεν αναφέρει τους λόγους στροφής της Αργεντινής στη Νορβηγία. Οι λόγοι μπορεί να είναι το οικονομικό κομμάτι ή το γεγονός ότι τα νορβηγικά υποβρύχια είναι περίπου ίδιας ηλικίας με τα βραζιλιάνικα (και λίγο μεγαλύτερα), αλλά αναβαθμισμένα πρόσφατα, ενώ θα αντικατασταθούν με τέσσερα (4) T-212CD το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2020.
Τα έξι (6) υποβρύχια κλάσης «Ula» εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1989-1990, είναι δηλαδή 30-31 ετών. Πρόκειται για υποβρύχια T-210, έκδοση των T-209. Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε το 1982, για έξι (6) υποβρύχια συν άλλα δύο (2) ως δικαίωμα προαίρεσης, που δεν ενεργοποιήθηκε. Τα υποβρύχια σχεδιάστηκαν ειδικά για επιχειρήσεις σε παράκτια περιβάλλοντα, με μικρό μέγεθος, και θεωρούνται από τα πλέον αθόρυβα και ευέλικτα υποβρύχια στον κόσμο. Εξοπλίζονται με τορπίλες τύπου DM-2A3.
Μάλιστα συμμετείχαν στη Νατοϊκή επιχείρηση «Active Endeavour» στη Μεσόγειο, σε αποστολές συλλογής πληροφοριών. Σύμφωνα με τους Νορβηγούς τα υποβρύχια αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αξιόπιστα, αποτέλεσμα της αναβάθμισης τους την περίοδο 2006-2008. Στο πλαίσιο της αναβάθμισης τους τα «Ula» εφοδιάστηκαν με νέα συστήματα επικοινωνιών και σύστημα ζεύξης δεδομένων Link-11, νέο σύστημα ηλεκτρονικών μέτρων υποστήριξης, ενώ αναβαθμίστηκαν και τα περισκόπια τους. Την περίοδο 2010-2012 αναβαθμίστηκαν με νέο σονάρ και νέο σύστημα διαχείρισης μάχης της Kongsberg.
Τον Δεκέμβριο του 2014 η Νορβηγία αποφάσισε ένα πρόγραμμα αντικατάστασης τους, το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2020, με πιθανότερη ημερομηνία ένταξης σε υπηρεσία του πρώτου νέου υποβρυχίου το 2025. Συνοπτικά, η Νορβηγία διαθέτει τα εξής υποβρύχια «Ula» (σε παρένθεση οι χρόνοι έναρξης ναυπήγησης και παράδοσης αντίστοιχα): «Ula» (Ιανουάριος 1987, Απρίλιος 1989), «Utsira» (Ιούνιος 1990, Απρίλιος 1992), «Utstein» (Δεκέμβριος 1989, Νοέμβριος 1991), «Utvær» (Δεκέμβριος 1988, Νοέμβριος 1990), «Uthaug» (Ιούνιος 1989, Μάιος 1991) και «Uredd» (Ιούνιος 1988, Μάιος 1990).
Το εκτόπισμα τους είναι 1.040 τόνοι στην επιφάνεια και 1.150 τόνοι σε βύθιση. Έχουν μήκος 59 μέτρα, πλάτος 5,4 μέτρα και βύθισμα 4,6 μέτρα. Ενσωματώνουν δύο (2) πετρελαιοκινητήρες MTU 16V 396 μέγιστης ισχύος 1.300 ίππων έκαστος και έναν (1) ηλεκτροκινητήρα Siemens Permasyn, χαμηλού θορύβου, μέγιστης ισχύος 3.000 ίππων. Με ταχύτητα πλεύσης 8 κόμβους (15 χιλιόμετρα την ώρα) η εμβέλεια τους ανέρχεται στα 5.000 ναυτικά μίλια (9.260 χιλιόμετρα). Έχουν ικανότητα επιχειρήσεων σε βάθος άνω των 200 μέτρων και απαιτούν 21 άτομα πλήρωμα, ενώ διαθέτουν από οκτώ (8) τορπιλοσωλήνες για τορπίλες των 533 χιλιοστών (συνολική αναχορηγία: 14 τορπίλες).
Από την άλλη, τα βραζιλιάνικα T-209 είναι υποβρύχια ηλικίας 20 ετών το νεότερο και 30 ετών το παλαιότερο (εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1989-1999). Τα βραζιλιάνικα T-209 χρησιμοποιούν τις τορπίλες ενσύρματης καθοδήγησης Mk.24 Tigerfish. Με ενεργητική καθοδήγηση οι Tigerfish επιτυγχάνουν μέγιστη εμβέλεια 13 χιλιόμετρα, με ταχύτητα 35 κόμβων, ενώ με παθητική 30 χιλιόμετρα με μέγιστη ταχύτητα 24 κόμβους. Να σημειωθεί ότι το 2008 η Lockheed Martin απέσπασε συμβόλαιο ύψους $ 35,2 εκατομμυρίων για την τροποποίηση τους συστήματος διαχείρισης μάχης των υποβρυχίων έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τις τορπίλες Mk.48 Mod.6AT (σύμφωνα με το «Jane’s» 30 τορπίλες Mk.48 Mod.6AT βρίσκονται σε υπηρεσία από τη Βραζιλία για χρήση από τα T-209.1400).
Τα υποβρύχια είναι εφοδιασμένα με το σύστημα προειδοποίησης ραντάρ DR-4000 της Thales. Το DR-4000 είναι ένα σπονδυλωτό σύστημα ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης ικανό να εντοπίζει απειλές, να καταγράφει το σημείο εκπομπής της απειλής, να αναγνωρίζει και να ανιχνεύει εχθρικά ραντάρ. Οι πληροφορίες αυτές αποδίδουν την πέριξ του υποβρυχίου τακτική κατάσταση, ενώ το σύστημα μπορεί να εκτελέσει και λειτουργίες ELINT (Electronic Intelligence). Επίσης, κάθε υποβρύχιο ενσωματώνει δύο περισκόπια τύπου Mod.76 της Kollmorgen, ραντάρ ναυτιλίας Calypso III της Thales και σονάρ CSU-83/1 της Atlas Elektronik, το οποίο λειτουργεί τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά.
Για τις ανάγκες του ΠΝ σε νέα υποβρύχια έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα. Είναι γνωστό ότι έχουμε απόλυτη ανάγκη από νέες τορπίλες (πρωτίστως) και για έξι (6) νέα υποβρύχια (δευτερευόντως), για την αντικατάσταση των τριών (3) παλαιών, αλλά αναβαθμισμένων «Γλαύκος» (ηλικίας σχεδόν 50 ετών ή 20-25 ετών αναβαθμισμένα) και των τριών (3) παλαιών και μη-αναβαθμισμένων «Ποσειδών», ηλικίας σχεδόν 40 ετών. Κατά την άποψη μας η περίπτωση των νορβηγικών «Ula» είναι μια ελκυστική περίπτωση για τους εξής λόγους:
1/ Ο αριθμός τους είναι επαρκής για να αντικαταστήσουν, ένα προς ένα, τα «Γλαύκος» και τα «Ποσειδών» (σε αντίθεση με τα βραζιλιάνικα T-209, που είναι τέσσερα).
2/ Έχουν υποστεί εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης σχετικά πρόσφατα, κάτι που σημαίνει ότι ως έχουν μπορούν να επιχειρούν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2020, χωρίς να χρειάζονται αναβάθμιση.
Μελανό σημείο των νορβηγικών «Ula» είναι ο χρόνος έναρξης της απόσυρσης τους, δηλαδή το 2025, χρόνος που ναι μεν δεν είναι απαγορευτικός, αλλά καλό θα ήταν να είχαμε τα υποβρύχια νωρίτερα (αντίθετα τα βραζιλιάνικα T-209 είναι διαθέσιμα γρηγορότερα). Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για δύο (2) περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης του ΠΝ, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται σε καλή τεχνική κατάσταση και ότι το οικονομικό κόστος δεν θα είναι μεγάλο. Η άποψη μας είναι ότι αμφότερες οι περιπτώσεις προσφέρουν μια εναλλακτική λύση για το ΠΝ, άξια αξιολόγησης.
Η σωρευμένες ανάγκες του ΠΝ για έξι (6) νέα υποβρύχια είναι αποτέλεσμα την οικονομικής κρίσης και των επιλογών μας. Όπως είναι γνωστό, μετά τα Ίμια η Ελλάδα αποφάσισε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου την αύξηση της οροφής υποβρυχίων από τα οκτώ (8) υποβρύχια στα 12 (αργότερα μειώθηκε στα 10). Έτσι αποφασίστηκε η ναυπήγηση τεσσάρων (4) νέων υποβρυχίων T-214 και η αναβάθμιση των τεσσάρων (4) «Ποσειδών».
Τα προβλήματα και οι καθυστερήσεις που προέκυψαν και στα δύο (2) προγράμματα οδήγησαν στην αναθεώρηση της αρχικής σύμβασης, τον Μάρτιο του 2010, οπότε και αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων: Η παραλαβή των τεσσάρων (4) T-214 και του ενός (1) αναβαθμισμένου T-1209.1200 (S-118 «Ωκεανός»), η αναγνώριση, στην Ελλάδα, δικαιώματος προαίρεσης ναυπήγηση δύο (2) επιπλέον T-214 και η ακύρωση του προγράμματος αναβάθμισης των τριών (3) μη-αναβαθμισμένων «Ποσειδών».
Κατά την άποψη μας ήταν λάθος η απόφαση ακύρωσης του προγράμματος αναβάθμισης των «Ποσειδών», παρά το υψηλό του κόστος (€ 383,1 εκατομμύρια ανά υποβρύχιο, σύμφωνα με δήλωση στη Βουλής του πρώην ΥΕΘΑ Ευάγγελου Βενιζέλου) και την ηλικία των υποβρυχίων, παράγοντες που οδήγησαν το ΠΝ στην απόφαση να ακυρώσει την αναβάθμιση τους. Ωστόσο, το δικαίωμα προαίρεσης ναυπήγησης δύο (2) ακόμα T-214 τελικά δεν ενεργοποιήθηκε, λόγω της οικονομικής κρίσης που στο μεταξύ ξέσπασε.
Αν συνεχιζόταν το πρόγραμμα αναβάθμισης των «Ποσειδών», ακόμα και χωρίς την ενεργοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης για τα δύο (2) επιπλέον T-214, σήμερα το ΠΝ θα είχε σε υπηρεσία οκτώ (8) υποβρύχια, όλα τους με σύστημα AIP, ικανά και αξιόμαχα. Αν ενεργοποιούνταν και το δικαίωμα προαίρεσης το ΠΝ θα είχε σε υπηρεσία 10 υποβρύχια, όλα τους με σύστημα AIP και θα είχε αποσύρει τα «Γλαύκος». Επίσης, το ΠΝ θα είχε άνεση χρόνο να προγραμματίσει, περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 2020, την αντικατάσταση των αναβαθμισμένων «Ποσειδών». Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε, με αποτέλεσμα σήμερα να αναζητούμε λύση στο μείζον θέμα της αντικατάστασης έξι (6) υποβρυχίων.