Όπως έγινε γνωστό χθες, Ελλάδα και Γερμανία συμφώνησαν στην αποστολή των Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μάχης (ΤΟΜΑ) BMP-1A1 Ost του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) στην Ουκρανία και την άμεση αντικατάσταση τους από μεταχειρισμένα Marder-1A3 του Γερμανικού Στρατού. Κατά την άποψη μας πρόκειται για μια θετική εξέλιξη η οποία συνάδει με την προγενέστερη απόφαση του ΕΣ να αποσύρει οριστικά τα BMP-1 από τις τάξεις του. Να σημειωθεί ότι ήδη από τα 501 οχήματα που είχε παραλάβει ο ΕΣ σε υπηρεσία βρίσκονται περί τα 150. Επίσης, αν και το Marder-1A3 δεν είναι ισάξιο με τα σύγχρονα τεθωρακισμένα οχήματα, εντούτοις είναι ικανότερο των BMP-1 και μπορεί να γίνει ακόμα πιο ικανό αν αναβαθμιστεί. Πριν γνωρίζουμε καλύτερα το Marder-1A3, αξίζει να σημειώσουμε ότι το Marder-1 έχει προταθεί στην Ελλάδα τρείς (3) φορές στο παρελθόν, αλλά είχε απορριφθεί ισάριθμες φορές για διαφόρους λόγους.
Η πρώτη πρόταση έγινε το 2007 και αφορούσε στην προμήθεια 320 Marder-1A3 και αποθέματος πυρομαχικών με κόστος € 210 εκατομμύρια. Η πρόταση απορρίφθηκε το 2008 με το αιτιολογικό ότι επίκειται η προμήθεια νέων τεθωρακισμένων οχημάτων, και συγκεκριμένα των 415 BMP-3 που είχε αποφασίσει να αγοράσει από τη Ρωσία η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή τον Απρίλιο του 2007. Η δεύτερη πρόταση έγινε στις αρχές του 2010 και αφορούσε στην προμήθεια 422 Marder-1A3 με κόστος € 276 εκατομμύρια. Αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε, λόγω της οικονομικής κρίσης που στο μεταξύ ξέσπασε και της αδυναμίας εξεύρεσης των αναγκαίων κονδυλίων. Η τρίτη και τελευταία πρόταση έγινε το 2015 και αφορούσε στην προμήθεια 100 Marder-1A3 με κόστος € 50.000 ανά όχημα, αλλά και πάλι δεν υπήρξε ανταπόκριση από την Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας εξεύρεσης των αναγκαίων κονδυλίων.
Τα πρώτα Marder-1 παραδόθηκαν στον Γερμανικό Στρατό το Μάιο του 1971. Η ανάπτυξη του ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1960, ως βελτιωμένη έκδοση του οχήματος Schützenpanzer Lang HS.30. Η αξιολόγηση των πρώτων οχημάτων οδήγησε σε αλλαγή των βασικών προδιαγραφών, όπως η ακύρωση της προδιαγραφής μέγιστου ύψους 1,89 μέτρων και της απαίτησης μεταφοράς 12 ατόμων (μειώθηκε στα 10). Τον Οκτώβριο του 1962 υπογράφηκε σύμβαση κατασκευής επτά (7) πρωτότυπων με τις νέες προδιαγραφές. Έτσι, για να μεγαλώσει η οπίσθια ράμπα επιβίβασης/αποβίβασης ο κινητήρας μετακινήθηκε στο εμπρός τμήμα, ενώ η θέση του αρχηγού του οχήματος μεταφέρθηκε από την αριστερή πλευρά πίσω από τον οδηγό, απελευθερώνοντας χώρο για την εγκατάσταση του αντιαρματικού συστήματος BANTAM της Bofors. Επίσης, ο πύργος μάχης DL-RH3 της Rheinmetall, με κύριο πυροβόλο των 20 χιλιοστών και συζυγές πολυβόλο, είχε ολοκληρώσει την ανάπτυξη του και ήταν πλέον διαθέσιμος.
Οι αλλαγές αυτές παρήγαγαν ένα βαρύτερο όχημα, σχεδόν 26 τόνων. Οι δοκιμές που ακολούθησαν αντιμετώπισαν σημαντικές προκλήσεις. Για παράδειγμα, η νέα θέση του αρχηγού, πίσω από τον οδηγό και όχι στον πύργο, είχε ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η όραση του. Επίσης, οι ράβδοι στρέψης παρουσίασαν χαμηλή επίδοση σε κίνηση εκτός οδού. Μετά από εκτεταμένες δοκιμές αποφασίστηκε η υιοθέτηση του ισχυρότερου πετρελαιοκινητήρα MTU MB 833 Ea-500 των 591 ίππων και νέων ράβδων στρέψης. Στα τέλη του 1964 υπογράφηκε νέο συμβόλαιο για την κατασκευή 12 βελτιωμένων πρωτοτύπων, τα οποία δοκιμάστηκαν την περίοδο 1965-1966. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών ο Γερμανικός Στρατός ζήτησε την ενσωμάτωση έστορα για την εγκατάσταση πολυβόλο στο πίσω μέρος του οχήματος. Το 1967 ήταν η χρονιά της αξιολόγησης των δοκιμών και της απόφασης για την κατασκευή 10 οχημάτων προ-παραγωγής.
Τα οχήματα προ-παραγωγής ενσωμάτωσαν το νέο σύστημα μετάδοσης της κίνησης HSWL-194 της Renk ενώ η ενσωμάτωση του αντιαρματικού συστήματος BANTAM ακυρώθηκε υπέρ του ευρωπαϊκού αντιαρματικού MILAN (Missile d’Infanterie léger antichar), όταν αυτό γινόταν διαθέσιμο. Οι δοκιμές των οχημάτων προ-παραγωγής έγιναν μεταξύ του Οκτωβρίου του 1968 και του Μαρτίου του 1969. Τον Μάιο του 1969 το όχημα ονομάστηκε κι επίσημα «Marder», ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ανακοινώθηκε η επικράτηση της πρότασης της Rheinmetall. Η παραγωγή των Marder-1 συνεχίστηκε μέχρι το 1975 και απέδωσε στο Γερμανικό Στρατό 2.136 οχήματα. Όπως συμβαίνει σε όλα τα οπλικά συστήματα, από τη στιγμή της ένταξης του σε υπηρεσία το Marder-1 συνέχισε να εξελίσσεται και να αναβαθμίζεται έτσι ώστε να παραμείνει σύγχρονο όχημα και ικανό να αντιμετωπίζει τις νέες και εξελισσόμενες απειλές.
Έτσι, το 1975 τα αντιαρματικά MILAN προστέθηκαν στην ισχύ πυρός του οχήματος, αρχικά ως ικανότητα του αρχηγού να το εκτοξεύει ως φορητό όπλο και στη συνέχεια (1977-1979) τοποθετήθηκε εξωτερικά του οχήματος, σε σταθερή θέση εκτόξευσης. Παράλληλα, η μεταφερόμενη Ομάδα Πεζικού περιορίστηκε στα έξι (6) άτομα (συν τον αρχηγό, τον οδηγό και τον πυροβολητή) από τα 7 + 3 άτομα που ήταν πριν την εγκατάσταση των MILAN. Την περίοδο 1979-1982 τα οχήματα αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο Marder-1A1, αλλά όχι στην ίδια διαμόρφωση. Από τα 2.136 οχήματα τα 674 αναβαθμίστηκαν σε Marder-1A1+, με διπλό σύστημα τροφοδοσία κύριου πυροβόλου, για δυνατότητα επιλογής τύπου πυρομαχικού, ενσωμάτωση δυνατότητας νυχτερινής όρασης με θερμικό σύστημα απεικόνισης και μείωση τις μεταφερόμενης Ομάδας Πεζικού στα πέντε (5) άτομα. Άλλα 350 οχήματα αναβαθμίστηκαν σε Marder-1A1- (χωρίς σύστημα νυχτερινής όρασης, αργότερα ονομάστηκαν Marder-1A1A3, με την εγκατάσταση των ασυρμάτων SEM-80/90).
Τα υπόλοιπα 1.112 οχήματα αναβαθμίστηκαν σε Marder-1A1, χωρίς τη δυνατότητα νυχτερινής όρασης, αλλά με διατήρηση της δυνατότητας μεταφοράς Ομάδας Πεζικού επτά (7) ατόμων (αργότερα αναβαθμίστηκαν σε Marder-1A1A4, με την εγκατάσταση των ασυρμάτων SEM-80/90). Η έκδοση Marder-1A1A2 αφορά σε οχήματα Marder-1, της αρχικής έκδοσης παραγωγής, χωρίς τις βελτιώσεις της έκδοσης A1, αλλά με τις βελτιώσεις επί του οχήματος της έκδοσης A2 (αργότερα αναβαθμίστηκαν σε Marder-1A1A5, με την εγκατάσταση των ασυρμάτων SEM-80/90). Την περίοδο 1984-1989 εφαρμόστηκε το πρόγραμμα αναβάθμισης 1.462 οχημάτων σε Marder-1A2 με το νέο θερμικό συστήματα απεικόνισης/σκόπευσης WBG-X για τον πυροβολητή, το νέο θερμικό σκοπευτικό MIRA για τα MILAN, την αφαίρεση του οπίσθιου έστορα και του πολυβόλου, την υιοθέτηση των νέων ασυρμάτων SEM-80/90 και της υιοθέτηση μιας νέας βαφής παραλλαγής. Επίσης, τα οχήματα απέκτησαν βελτιωμένο σύστημα ανάρτησης, νέες δεξαμενές καυσίμου και νέο σύστημα ψύξης.
Το 1989, δηλαδή αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος αναβάθμισης 1.462 οχημάτων στο επίπεδο Marder-1A2, ξεκίνησε το πρόγραμμα αναβάθμισης στο επίπεδο Marder-1A3, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1998. Να σημειωθεί ότι στο επίπεδο αυτό αναβαθμίστηκαν 2.097 οχήματα, δηλαδή το σύνολο των εν υπηρεσία οχημάτων στο Γερμανικό Στρατό, για λόγους ομοιοτυπίας και εξορθολογισμού της διαδικασίας εκπαίδευσης και υποστήριξης. Οι αλλαγές που υιοθετήθηκαν αύξησαν το ολικό βάρος μάχης των οχημάτων στους 35 τόνους. Η θωράκιση τους, τόσο στον πύργο όσο και στο όχημα, αυξήθηκε με την προσθήκη 1.600 κιλών επιπρόσθετης θωράκισης. Η νέα θωράκιση προστατεύει τα οχήματα από θραύσματα πυροβολικού και από τα πλήγματα φυσιγγίων έως 30 χιλιοστών. Ανασχεδιάστηκε το σύστημα τροφοδοσίας του κύριου πυροβόλου όπως και ο πύργος μάχης (το συζυγές πολυβόλο τοποθετήθηκε στην αριστερή πλευρά του κύριου πυροβόλου).
Επιπλέον, προβλέφθηκε η δημιουργία εξωτερικών χώρων αποθήκευσης διαφόρων υλικών (του πληρώματος ή υποστήριξης του οχήματος), οι θυρίδες εισόδου και εξόδου στην οροφή του οχήματος μειώθηκαν από τέσσερις (4) σε τρείς (3), ενώ υιοθετήθηκε μεγαλύτερη οπίσθια ράμπα. Υιοθετήθηκαν επίσης νέες και ισχυρότερες ράβδοι στρέψης, νέο σύστημα πέδησης και ταχυτήτων, νέα καθίσματα για τον πυροβολητή και το αρχηγό και νέο κλιματιστικό σύστημα. Την περίοδο 1998-2000, 24 από τα 2.097 Marder-1A3 αναβαθμίστηκαν με τους νέους ασυρμάτους SEM-93 και ονομάστηκαν Marder-1A4. Τα οχήματα αυτά προορίστηκαν για χρήση από διοικητές, ως κέντρα διοίκησης και ελέγχου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα διαδοχικές αποφάσεις μείωσης των οροφών των εν υπηρεσία οπλικών συστημάτων των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, η επόμενη αναβάθμιση των Marder, στο επίπεδο Marder-1A5, αφορούσε σε μόλις 74 οχήματα.
Η αναβάθμιση των 74 οχημάτων σε Marder-1A5 έγινε το 2003-2004. Στα οχήματα εγκαταστάθηκε ενισχυμένο δάπεδο, για αυξημένη προστασία από νάρκες, εσωτερικό προστατευτικό πλέγμα (Spall Liners), ενώ τα καθίσματα σταθεροποιήθηκαν στην οροφή και όχι στο δάπεδο των οχημάτων. Επίσης, εγκαταστάθηκε σύστημα GPS, νέα φρένα, νέες πλευρικές προστατευτικές ποδιές για τους τροχούς, ευρύτερες ερπύστριες 500 χιλιοστών και αυξήθηκαν οι εξωτερικοί αποθηκευτικοί χώροι. Οι τροποποιήσεις αυτές αύξησαν το βάρος του οχήματος στους 37,4 τόνους. Το Δεκέμβριο του 2010 ξεκίνησε πρόγραμμα αναβάθμισης, για 10 από τα 74 οχήματα, σε Marder-1A5A1. Στα οχήματα εγκαταστάθηκε νέο κλιματιστικό σύστημα, σύστημα παρεμβολής αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και νέο, πολυφασματικό σύστημα παραλλαγής (καμουφλάζ). Το πρόγραμμα επεκτάθηκε, τον Αύγουστο του 2011, και σε άλλα 25 οχήματα. Οι τροποποιήσεις αύξησαν το βάρος του οχήματος στους 38,1 τόνους.
Το 2016 η Γερμανία αποφάσισε ότι από τα 382 εν υπηρεσία οχήματα τα 200 θα υποστούν πρόγραμμα επέκτασης ορίου ζωής και βελτιώσεις για να αντικατασταθούν όσα υπό-συστήματα είναι ξεπερασμένα και δεν υποστηρίζονται πλέον. Η πρώτη απόφαση (το 2016) αφορούσε στην εγκατάσταση των αντιαρματικών συστημάτων MELLS (Spike) στα 35 Marder-1A5A1. Το 2017 αποφασίστηκε η εγκατάσταση του MELLS σε όλα τα Marder-1Α3 και A5, προς αντικατάσταση των MILAN. Επίσης, αποφασίστηκε η εγκατάσταση νέου συστήματος πυρόσβεσης, του νέου θερμικού σκοπευτικού SAPHIR 2.6 MK (αντικατάσταση των EBG-X) και του συστήματος όρασης SPECTUS II για τον οδηγό, σε όλα τα Marder-1A3. Το 2019 αποφασίστηκε η εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος εγκατάστασης, σε όλα τα Marder-1, του νέου συστήματος διαχείρισης μάχης FüInfoSys-BMS. Το 2021 ξεκίνησε και η διαδικασία εγκατάστασης νέου κινητήρα σε 71 Marder-1A5.
To Marder-1A3 γνώρισε επιχειρησιακή δράση το 1999 στο Κόσσοβο, κυρίως σε αποστολές περιπολίας και ασφαλείας, συνοδείας, προστασίας σημείων ελέγχου και επιτήρησης περιοχών. Το 2003 αποφασίστηκε η αντικατάσταση των Marder-1A3 από Marder-1A5, λόγω του ότι τα τελευταία είχαν καλύτερο επίπεδο προστασίας (η αντικατάσταση έγινε μετά την αναβάθμιση τους). Τα Marder-1A5A1 γνώρισαν επιχειρησιακή δράση στο Αφγανιστάν. Εκτός της Γερμανίας, το Marder-1 βρίσκεται σε υπηρεσία στην Αργεντινή, τη Χιλή, την Ινδονησία και την Ιορδανία. Στην Αργεντινή υπηρετεί ως TAM (Tanque Argentino Mediano), ένα άρμα μάχης με πυροβόλο των 105 χιλιοστών, βασισμένο στο Marder-1. Το 2008 η Χιλή απέκτησε 200 μεταχειρισμένα Marder-1A3 συν 30 για ανταλλακτικά. Η Ινδονησία απέκτησε 50 μεταχειρισμένα Marder-1A3, 42 επιχειρησιακά και οκτώ (8) για ανταλλακτικά. Τέλος, η Ιορδανία παρέλαβε, το 2017-2020, 75 μεταχειρισμένα Marder-1A3.
Από τη στιγμή της επιχειρησιακής ένταξης των Marder-1A3 στον ΕΣ, υπάρχει η επιλογή διατήρησης τους στο επίπεδο αυτό ή αναβάθμισης τους στο ανώτερο επίπεδο Marder-1A5A1 ή στο επίπεδο που αποφάσισε το 2016 ο Γερμανικός Στρατός, έτσι ώστε να παραμείνουν ικανά για 10 τουλάχιστον χρόνια, όπως προέβλεπε και το γερμανικό σχέδιο. Υπάρχει βέβαια και η ευρύτερη συλλογή αναβάθμισης CCV (Close Combat Vehicle), την οποία ανέπτυξε και παρουσίασε η Rheinmetall το 2012. Δεν γνωρίζουμε αν η συλλογή αυτή είναι ακόμα διαθέσιμη ή έπαυσε να διατίθεται, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος (δεν έχει επιλεγεί από κάποια χώρα) ή πιθανού υψηλού κόστους. Πάντως, αναβαθμίζει τα οχήματα στο κοντινότερο δυνατό επίπεδο, σε σχέση με τα τεθωρακισμένα οχήματα Puma. To Marder CCV ενσωματώνει επιπλέον θωράκιση τύπου APAM, σε όχημα και πύργο, κάτι που του προφέρει απόλυτη προστασία από διατρητικά φυσίγγια διαμετρήματος έως 14,5 χιλιοστών και αυξημένο ποσοστό επιβίωσης από πλήγμα αντιαρματικών όπλων τύπου RPG.
Το δάπεδο του οχήματος έχει ενισχυθεί με αντιναρκική προστασία, η οποία το προστατεύει από νάρκες με εκρηκτική ισχύ ίση με 8 κιλά εκρηκτικής ύλης TNT. Το όχημα ενσωματώνει και ένα νέο ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας από ραδιολογικές, βιολογικές και χημικές ουσίες. Τα καθίσματα είναι ενισχυμένης προστασίας, ποιο εργονομικά και σταθεροποιημένα στην οροφή της καμπίνας, όχι στο δάπεδο, δημιουργώντας έτσι επιπλέον αποθηκευτικό χώρο, κάτω από τα καθίσματα, για επιπλέον πυρομαχικά ή άλλα εφόδια. Στην έκδοση μεταφοράς προσωπικού το Marder CCV είναι εφοδιασμένο με τηλεχειριζόμενο πύργο και πολυβόλο των 12,7 χιλιοστών, ενώ στην έκδοση μάχης το όχημα ενσωματώνει τον πύργο Lance, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με πυροβόλο των 30 χιλιοστών και με ένα συζυγές πολυβόλο των 7,62 χιλιοστών. Εφόσον το επιθυμεί ο πελάτης, ο πύργος μπορεί να εφοδιαστεί και με δίδυμο εκτοξευτή αντιαρματικών βλημάτων. Φυσικά το όχημα ενσωματώνει νέους αισθητήρες και σύστημα ελέγχου πυρός.
Η μεταφορική του ικανότητα είναι της τάξεως των 3 + 7 ατόμων. Οι διαστάσεις του είναι (μήκος x πλάτος x ύψος) 6,9 μέτρα x 3,6 μέτρα x 3 μέτρα, ενώ το βάρος μάχης ανέρχεται στους 38 τόνους. Ενσωματώνει τον πετρελαιοκινητήρα MB 883 της MTU μέγιστης ισχύος 600-680 ίππων, ανάλογα με την έκδοση, και αυτόματο σύστημα μετάδοσης της κίνησης. Επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 70 χιλιόμετρα την ώρα και μέγιστη εμβέλεια 500 χιλιόμετρα. Μπορεί να κινηθεί σε επιφάνεια με πλευρική κλίση 30%, με κάθετη κλίση 60%, ενώ μπορεί να περάσει κάθετο εμπόδιο ενός μέτρου, χαράκωμα μήκους 2,5 μέτρων και υδάτινο κάλυμμα βάθος 1,5 μέτρου. Άποψη μας είναι ότι η απόφαση ανταλλαγής των BMP-1 με τα Marder-1A3 είναι σωστή και σημαίνει ότι ο ΕΣ θα είχε στη διάθεση του ένα τεθωρακισμένο όχημα, όχι βέβαιο σύγχρονο, με τα τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα του 2022, αλλά σίγουρα νεότερο και ικανότερο από τα BMP-1 που αντικαθιστά.
Επίσης, έχοντας ήδη τις υποδομές υποστήριξης του οχήματος, η Ελλάδα θα μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των εν υπηρεσία οχημάτων αν συμφωνήσει με τη Γερμανία να παραλάβει όσα οχήματα αποσύρει στο εγγύς μέλλον. Να σημειωθεί ότι η απόφαση οριστικής απόσυρσης των BMP-1 δεν πάρθηκε σήμερα, αλλά προϋπάρχει. Άλλωστε, από τα 501 οχήματα που παρέλαβε ο ΕΣ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σήμερα παραμένουν σε υπηρεσία περί τα 150. Υπενθυμίζουμε, ότι τον Ιανουάριο του 2005 η Ουάσιγκτον έθεσε στην Αθήνα θέμα παραχώρηση αμυντικού υλικού στο Ιράκ. Την άνοιξη του 2005, αποφασίστηκε και ανακοινώθηκε η δωρεάν παραχώρηση των 501 ελληνικών BMP-1A1 Ost στο Ιράκ, το οποίο όμως τελικά αποφάσισε να παραλάβει μόνο 100 οχήματα. Αποσύρθηκαν 150 οχήματα, εκ των οποίων 50 χρησιμοποιήθηκαν για την ανακατασκευή και συντήρηση των 100 οχημάτων που προορίζονταν για το Ιράκ. Οι εργασίες ανακατασκευής ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν ταχύτατα.
Τα πρώτα 36 οχήματα μεταφέρθηκαν και παραδόθηκαν στο Ιράκ το Νοέμβριο του 2005 και ακολούθησαν, το Νοέμβριο του 2006, τα υπόλοιπα 64 οχήματα. Τον Ιανουάριο του 2016, ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Πάνος Καμμένος, ανακοίνωσε την πρόθεση πώλησης αριθμού BMP-1A1 Ost στην Αίγυπτο. Η παραχώρηση τους έγινε δυνατή λόγω της παραλαβής των 196 τεθωρακισμένων οχημάτων M-113A2 από τα αμερικανικά αποθέματα, το Νοέμβριο του 2014. Με την παραλαβή τους αποσύρθηκαν ισάριθμα BMP-1A1 Ost. Τον Μάιο του 2017, ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ, Ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, ανέφερε στη Βουλή ότι «βρίσκεται σε τελική φάση υπογραφής με την Αίγυπτο η παραχώρηση αριθμού BMP-1. Κάποια δίνονται δωρεάν, κάποια είναι εύχρηστα και μη επιχειρησιακά αναγκαία για εμάς, με τα ακόλουθα οφέλη: Έσοδα € 3.5000.000 για την ενίσχυση του προϋπολογισμού μας και προοπτική επένδυσης αρκετών εκατομμυρίων ευρώ από την Αίγυπτο στην εγχώρια βιομηχανία, όπου θα γίνει η ανακατασκευή κάποιων εκ των οχημάτων».
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΓΔΑΕΕ τον Αυγούστου του 2019 (ανακοίνωση που «κατέβηκε» λίγο αργότερα), Ελλάδα και Αίγυπτος συμφώνησαν και υπέγραψαν σχετική σύμβαση για την πώληση 92 BMP-1A1 Ost, πιθανότατα από τα 196 που αποσύρθηκαν το Νοέμβριο του 2014. Η διάρκεια του συμβολαίου ήταν 26 μήνες, ενώ τα οχήματα θα ανακατασκευάζονταν στην Ελλάδα, με το κόστος να βαραίνει την Αίγυπτο, ώστε να παραδοθούν σε πλήρως λειτουργική κατάσταση (πιθανότατα τα 104 οχήματα θα χρησιμοποιούνταν για την ανακατασκευή των 92 επιχειρησιακών). Από τα υπόλοιπα οχήματα ένα (1) μετασκευάστηκε το 2013 με αντικατάσταση του πύργου μάχης με το πυροβόλο ZU-23-2 (2 x 23 χιλιοστών) και χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο σε δοκιμές τεχνικής και επιχειρησιακής αξιολόγησης, το 2014, στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος μετατροπής ορισμένων BMP-1A1 Ost σε συστήματα εγγύς αντιαεροπορικής άμυνας.
Σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε το 2014 η αρχική απαίτηση αφορούσε στην μετασκευή, σε πρώτη φάση, 50 οχημάτων, 48 επιχειρησιακών (ανά οκτώ στα έξι μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου, και δύο εκπαιδευτικά). Σε δεύτερη φάση υπήρχε πρόθεση μετασκευής άλλων 48 οχημάτων για την κάλυψη αναγκών της 1ης Στρατιάς και του Δ’ Σώματος Στρατού. Τελικά το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν προχώρησε είτε διότι η μετασκευή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, σε τεχνικό και/ή επιχειρησιακό επίπεδο, είτε δεν υπήρχαν χρήματα για να καλύψουν το κόστος του προγράμματος. Για την ιστορία να πούμε ότι η σύμβαση για την προμήθεια των 501 BMP-1A1 Ost υπογράφηκε το 1993. Στους αρχικούς καταλόγους, με το υπό παραχώρηση υλικό προς την Ελλάδα, είχαν αναγραφεί 200 BMP-1P και 500 Τεθωρακισμένα Οχήματα Μεταφοράς Προσωπικού (ΤΟΜΠ) MT-LB. Ωστόσο, η απόφαση της Σουηδίας να αποκτήσει 837 MT-LB (215 για ανταλλακτικά), αφαίρεσε από την Ελλάδα τη δυνατότητα απόκτησης των MT-LB.
Σε αντιστάθμισμα η Γερμανία πρότεινε και η Ελλάδα αποδέχθηκε την αύξηση του αριθμού των υπό παραχώρηση BMP-1P από 200 σε 501. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1993, ο ΕΣ παρέλαβε δύο (2) BMP-1P/d προκειμένου να τα υποβάλει σε τεχνικές και επιχειρησιακές δοκιμές αξιολόγησης. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των δοκιμών, τον Απρίλιο του 1994, ξεκίνησαν οι παραδόσεις των 501 αναβαθμισμένων BMP-1A1 Ost. Οι εργασίες αναβάθμισης πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία με συνολικό κόστος $ 25.050.000. Συνολικά, το 1994 παραδόθηκαν 164 οχήματα, ενώ τα υπόλοιπα 337 παραδόθηκαν το 1995. Η αναβάθμιση των BMP-1P στο επίπεδο BMP-1A1 Ost αφορούσε κυρίως στην ασφάλεια των οχημάτων, η οποία ανήλθε σε νατοϊκά επίπεδα. Μαζί με τα οχήματα η Ελλάδα παρέλαβε και 140.000 φυσίγγια PG-15V (αντιαρματικά υψηλής εκρηκτικότητας) και OG-15V (θραυσματογώνα υψηλής εκρηκτικότητας) διαμετρήματος 73 χιλιοστών και 21.683.940 φυσίγγια M-39/43 των 7,62 χιλιοστών.