Δυστυχώς η Συμφωνία των Πρεσπών κυρώθηκε από την ελληνική Βουλή και θα επικυρωθεί και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από σήμερα η Ελλάδα αναγνωρίζει μακεδονικό έθνος εκτός των συνόρων της επικράτειάς της χωρίς να έχει καμιά σχέση με Έλληνες, αναγνωρίζει μακεδονική γλώσσα, και ένα κράτος που συνταγματικά λέγεται Βόρεια Μακεδονία αλλά στην καθημερινότητα θα αποκαλείται Μακεδονία. Αν και αρκετά άλλαξαν στο σύνταγμα της γειτονικής χώρας, υπάρχουν πολλά άλλα που αναπαράγουν το ιδεολόγημα του μακεδονισμού.
Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ για το PONTOS NEWS
Οι αρνητικές συνέπειες θα είναι πολύ σημαντικές. Όλες μαζί συγκροτούν το Νέο Μακεδονικό Ζήτημα το οποίο είναι πολύ χειρότερο από το Μακεδονικό, διότι έχει την υπογραφή της Ελλάδας.
Υποτίθεται πως ένας σοβαρός λόγος για τη «λύση» του προβλήματος ήταν να απελευθερωθεί η ελληνική διπλωματία από βαρίδια και να εστιάσει στον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό, αλλά θα αποδειχθεί πως φορτώθηκε ένα ζήτημα πολύ βαρύτερο από αυτό που διαχειριζόταν και βρισκόταν εν υπνώσει. Είναι δύσκολο σε ένα σύντομο σημείωμα να παρατεθούν όλες οι αρνητικές συνέπειες που θα προκύψουν από δω και πέρα. Μερικές, μάλιστα, δεν είναι καν ορατές. Καταγράφω, λόγω χώρου, δύο από αυτές:
Καταρχάς πολύ σύντομα θα εμφανιστούν κινήσεις που θα διεκδικήσουν αναγνώριση μακεδονικής μειονότητας. Σχετική προεργασία έχει ήδη γίνει στο παρελθόν, η οποία για λόγους τακτικής εστίασε πρώτα στην αναγνώριση γλωσσικής μακεδονικής μειονότητας. Προσέκρουε στην άρνηση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τέτοια μειονότητα για εθνικούς λόγους, παρόλο που η χώρα καταδικαζόταν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγος που θα μπορούσε να επικαλεστεί ελληνικό δικαστήριο για να αρνηθεί την ύπαρξη ομάδας ανθρώπων που μιλούν μακεδονικά, τα οποία ως γλώσσα αναγνωρίζει η Αθήνα. Σύλλογοι που προάγουν τον μακεδονικό πολιτισμό και σχολεία που διδάσκουν τη μακεδονική γλώσσα θα ξεφυτρώσουν σαν μανιτάρια, κυρίως, στον βορειοελλαδικό χώρο. Και καθώς το παιχνίδι διαμορφώνεται από ψηλά, θα ακολουθήσει το αίτημα αναγνώρισης μακεδονικής μειονότητας.
Η επικρατούσα σήμερα άποψη του ΟΗΕ για τη μειονότητα είναι «αι μη κυρίαρχοι ομάδες, αι οποίαι αν και βασικά επιθυμούν την ίσην μεταχείρισιν, επιδιώκουν διάφορον μέχρις ενός βαθμού μεταχείρησιν, δια να διατηρήσουν τα κύρια χαρακτηριστικά τους με τα οποία και ξεχωρίζουν από την πλειονότητα του πληθυσμού». Τα κύρια αυτά χαρακτηριστικά που προστατεύονται είναι η φυλή, η θρησκεία και η γλώσσα. Συνεπώς η μειονότητα μπορεί να αποτελεί διάκριση όχι μόνο από μια κοινωνία προς συγκεκριμένη ομάδα, αλλά και επιθυμία (διάκρισης) της ίδιας της ομάδας από την κοινωνία στην οποία και διαβιοί.
Η διαχείριση μιας τέτοιας μειονότητας θα αποδειχθεί πιο δυσχερής από τη διαχείριση της θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, διότι στην περίπτωση της Θράκης υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας που διέπει την παρουσία και λειτουργία της ενώ στην υπό εξέλιξη καμιά συμφωνία δεν προβλέπει το καθεστώς της.
Ξένοι παράγοντες, με πρώτη την Τουρκία, θα συνδράμουν ώστε το ζήτημα να διογκωθεί. Η προσπάθειά τους δεν θα είναι καθόλου δύσκολη. Υπάρχουν δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας που είναι έτοιμες να βοηθήσουν.
Δεύτερη συνέπεια: Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε από το 1990 ως σήμερα εξαιρετική δυνατότητα να συγκροτήσει σοβαρό κράτος και να διαδραματίσει ειρηνικό, πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια. Για πολλά χρόνια ήταν η μόνη χώρα της χερσονήσου που συμμετείχε στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Γενικώς, η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε τις δομές ούτε την πολιτική κουλτούρα για να ξεπεράσει τις βαλκανικές αγκυλώσεις. Είναι μια τελματωμένη κοινωνία. Η ανικανότητα των πολιτικών της επέτεινε αυτή την καχεξία.
Σήμερα, τόσο στα Βαλκάνια όσο και σε άλλους χώρους όπου η Ελλάδα διεκδικεί παρουσία, έχουν αναδυθεί δυνάμεις ανταγωνιστικές. Η Αλβανία, ακόμη και τα Σκόπια συγκαταλέγονται σ’ αυτές. Μπορεί ακόμα η σύγκριση να ευνοεί την Ελλάδα, αλλά η ανταγωνιστική δυναμική είναι ορατή. Το χειρότερο είναι ότι τις δυνάμεις αυτές θέλει-και φαίνεται πως μπορεί-να τις επηρεάσει η Τουρκία, η οποία διεκδικεί ευρύτερο περιφερειακό ρόλο.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία εξελίσσονται συγκρουσιακά. Από τη δυναμική των πραγμάτων. Και στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Και ενώ η Τουρκία έχει προετοιμαστεί για το ρόλο που διεκδικεί, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κατάσταση αποσύνθεσης και διχασμού. Και την αποσύνθεση και το διχασμό, η Συμφωνία που κύρωσε η Βουλή τα επέτειναν.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνει αντιστροφή και διάθεση προετοιμασίας του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας για όσα έρχονται.