Στη μνήμη των περισσοτέρων Ελλήνων, η μεγαλύτερη πράξη αντίστασης κατά της χούντας υπήρξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Ωστόσο, λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του ίδιου έτους, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) αντιστάθηκε, με τον δικό του δυναμικό τρόπο, στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η «ανταρσία» του αντιτορπιλικού «Βέλος» εκδηλώθηκε σε μια εποχή που το δικτατορικό καθεστώς θεωρούνταν πανίσχυρο και έμελλε να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους για τη χούντα.

Το νήμα της «ανταρσίας» του αντιτορπιλικού «Βέλος» άρχισε να ξετυλίγεται αργά το απόγευμα της 17ης Μαΐου. Τότε το πλοίο, με 270 άνδρες πλήρωμα (αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες) και τον κυβερνήτη του, Αντιπλοίαρχο Νικόλαο Παππά, απέπλευσε από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας με πορεία προς το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου θα συναντούσε άλλα πέντε νατοϊκά πλοία (ένα αμερικανικό, δύο βρετανικά, ένα ιταλικό και ένα τουρκικό). Η συμμαχική δύναμη θα εκτελούσε προγραμματισμένες ασκήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο.

H 19η Μαΐου βρήκε το «Βέλος» ελλιμενισμένο στο Ηράκλειο. Η νατοϊκή δύναμη θα παρέμενε στην πόλη μέχρι το πρωί της 22ης Μαΐου, οπότε και θα απέπλεε για την ιταλική πόλη Γένοβα.

Το σχέδιο για την «ανταρσία» γνώριζαν μόνο ο Παππάς και άλλοι τρεις αξιωματικοί προκειμένου να μην υπάρξουν διαρροές. Το υπόλοιπο πλήρωμα αγνοούσε τα πάντα τόσο για την επερχόμενη «ανταρσία», όσο και για το Κίνημα του Ναυτικού, το οποίο είχε ως στόχο την ανατροπή της χούντας και την επαναφορά της συνταγματικής τάξης.

Εκ των υστέρων έγινε γνωστό ότι ορισμένοι υπαξιωματικοί και ναύτες του «Βέλος» κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του απόπλου από τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Πιο συγκεκριμένα, στο πλοίο φορτώθηκαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πυρομαχικών μικρού διαμετρήματος, οι οποίες δεν δικαιολογούνταν για τις ολιγοήμερες ασκήσεις στη Μεσόγειο.

Το απόγευμα της 21ης Μαΐου, λίγες ώρες δηλαδή πριν από τον απόπλου, ο Παππάς δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με το συνθηματικό: «Το παιδί αρρώστησε». Αυτό σήμαινε ότι το Κίνημα του Ναυτικού αποκαλύφθηκε και ότι η «ανταρσία» θα έπρεπε να αναβληθεί. Ο Παππάς επικοινώνησε αμέσως με άλλους κυβερνήτες πολεμικών πλοίων και τους ζήτησε να επιταχύνουν τη δράση τους όσο υπάρχει ακόμα χρόνος, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Στις 23:00 το βράδυ της 21ης Μαΐου το Λιμεναρχείο Ηρακλείου ειδοποίησε τον Παππά ότι θέλει να του μιλήσει ο Ναυτικός Υπασπιστής του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, ο υπασπιστής του δικτάτορα ενημέρωσε τον Παππά ότι πρέπει να είναι προσεκτικός διότι υπάρχουν πληροφορίες για ύποπτες κινήσεις.

Το πρωί της 22ης Μαΐου η νατοϊκή ναυτική δύναμη απέπλευσε από την Κρήτη για τις προγραμματισμένες ασκήσεις και άρχισε να πλέει προς τη Γένοβα. Νότια της Πελοποννήσου το «Βέλος» ανεφοδιάστηκε εν πλω με καύσιμα, παρά τις αντιρρήσεις του διοικητή της συμμαχικής δύναμης και παρά τον άσχημο καιρό. Η υπόλοιπη μέρα πέρασε με την εκτέλεση ασκήσεων, όσων τουλάχιστον επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες.

Το πρωί της 23ης Μαΐου ο Παππάς κάλεσε από τον ασύρματο του πλοίου να απαντήσει άμεσα όποιος τον άκουγε. Πράγματι, του απάντησε ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Πάνθηρ», Αντιπλοίαρχος Χρήστος Λυμπέρης, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι το κίνημα αναβλήθηκε. Ο Παππάς τον κάλεσε να πλεύσει και να ενωθεί με το «Βέλος», αλλά ο Λυμπέρης του απάντησε ότι θα επιστρέψει στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας.

Στις 20:00 το ίδιο βράδυ όλο το πλήρωμα του «Βέλος» ενημερώθηκε από την ιταλική τηλεόραση, μιας και το πλοίο βρισκόταν ανατολικά της Σαρδηνίας, ότι το αντιδικτατορικό Κίνημα του Ναυτικού στην Ελλάδα, οργανωμένο από απόστρατους αξιωματικούς, κατεστάλη και πέντε εξ αυτών συνελήφθησαν.

Αμέσως ενημερώθηκε ο Παππάς, ο οποίος και διαβουλεύτηκε με τους αξιωματικούς του επί των νέων δεδομένων. Τελικά τους ανακοίνωσε την απόφασή του: «Αύριο θα ξαναφουλάρουμε με πετρέλαιο και θα δούμε τι θα γίνει». Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του και δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Την επομένη, 24 Μαΐου, διεξήχθησαν οι προγραμματισμένες ασκήσεις, ενώ πραγματοποιήθηκε και νέος ανεφοδιασμός του «Βέλος» με καύσιμα. Γύρο στις 21:00 το βράδυ, ένας αξιωματικός ενημέρωσε τον Παππά ότι το βρετανικό δίκτυο BBC ανέφερε συλλήψεις τριών απόστρατων Ναυάρχων που, κατά τον εκπρόσωπο της χούντας Βύρωνα Σταματόπουλο, σχεδίαζαν ένα κίνημα που απέτυχε πριν καν οργανωθεί.

Ένας αξιωματικός του πληρώματος ρώτησε τότε τον Παππά: «Τι κάνουμε τώρα, κύριε Κυβερνήτα;». Ο Παππάς του απάντησε: «Πήρα την απόφαση να αναλάβω προσωπικά την ευθύνη και, αφού παραδώσω τα καθήκοντά μου στον Ύπαρχο, θα αποβιβαστώ κάπου στην Ιταλία, θα ζητήσω πολιτικό άσυλο και θα πάω στη σύνοδο του ΝΑ ΤΟ στην Κοπεγχάγη να ξεσκεπάσω τη χούντα. Αλλιώς όλοι θα μείνουν με την πληροφόρηση για κίνημα «οπερέτα», όπως το προπαγανδίζουν οι συνταγματάρχες». Λίγο αργότερα ένας νεαρός σημαιοφόρος πήγε στο δωμάτιο του Παππά και του είπε: «Κύριε Κυβερνήτα … θέλω να σας αναφέρω ότι εμείς είμαστε αξιωματικοί σας και θα σας ακολουθήσουμε πιστά σε ότι και αν αποφασίσετε» για να λάβει τον θερμό εναγκαλισμό του κυβερνήτη του.

Την 25η Μαΐου το «Βέλος» συνέχιζε να ασκείται κανονικά μαζί με τα υπόλοιπα συμμαχικά πλοία. Αλλά πλέον όλο το πλοίο γνώριζε τι επρόκειτο να συμβεί. Αντικείμενο των συζητήσεων ήταν το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, την οποία θα εξέπεμπε το «Βέλος», σχετικά με την απόφαση του κυβερνήτη του να διακόψει τις ασκήσεις και να εγκαταλείψει τη νατοϊκή δύναμη. Τελικά επικράτησε η άποψη υπέρ της επίκλησης των αρχών πάνω στις οποίες ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ ώστε να μην δοθούν επιχειρήματα στη χούντα κατά του Κινήματος του Ναυτικού, να μην επικαλεστεί το καθεστώς εθνική προδοσία κ.ά.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας από τα μεγάφωνα του πλοίου ακούστηκε γενική κλήση του πληρώματος στην πρύμνη. Από εκεί ο Παππάς ανακοίνωσε στο πλήρωμα: «Αυτή τη στιγμή, αξιωματικοί του Ναυτικού εν ενεργεία, συνάδελφοί μας, βασανίζονται στις φυλακές της ΕΣΑ από κλίκα ιδιοτελών αξιωματικών του στρατού, οι οποίοι, από εξαετίας και πλέον, χρησιμοποιώντας τα όπλα που τους εμπιστεύτηκε ο ελληνικός λαός, κατέλαβαν την εξουσία για να εξυπηρετήσουν σκοπούς ξένων δυνάμεων. Η χούντα προσπαθεί να κρύψει το μέγεθος της εξέγερσης του Ναυτικού. Γι’ αυτό, αυτή τη στιγμή, φεύγουμε από τη μοίρα του ΝΑΤΟ και κατευθυνόμαστε προς την Ιταλία, όπου θα αποβιβαστώ και θα ζητήσω πολιτικό άσυλο για να αποκαλύψω την αλήθεια. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Δημοκρατία! Ζήτω το Πολεμικό Ναυτικό!». Η απάντηση του πληρώματος ήταν μονολεκτική, αλλά ηχηρή: «Ζήτω!».

Το «Βέλος» άλλαξε πορεία και κινήθηκε προς τις ιταλικές ακτές, και πιο συγκεκριμένα προς το λιμάνι του Φιουμιτσίνο (στις εκβολές του Τίβερη). Παράλληλα, ο ασύρματος του πλοίου εξέπεμψε, στην αγγλική γλώσσα, το εξής σήμα προς τον διοικητή της συμμαχικής μοίρας: «Πιστοί στη συμμαχία και στον πολιτισμό των λαών μας, ο οποίος έχει θεμελιωθεί επί των αρχών της δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και του σεβασμού των νόμων, όλοι οι αξιωματικοί και το πλήρωμα (270 άνδρες) του πλοίου μου, ως ένας άνθρωπος, πιστοί στον δοθέντα όρκο μας, με βαθύτατη λύπη εγκαταλείπουμε τις ασκήσεις. Με τη συμπάθεια ολόκληρου του ελεύθερου κόσμου θα παλέψουμε για να επαναφέρουμε τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Σας είναι πολύ καλά γνωστό και ιδιαιτέρως στους Αμερικανούς ότι μια συμμορία ιδιοτελών αξιωματικών επέβαλε στην Ελλάδα μια απάνθρωπη και μισητή δικτατορία προ έξι και πλέον ετών. Η σημερινή εξέγερση του Ναυτικού ανταποκρίνεται στα αισθήματα ολόκληρου του λαού της χώρας μας. Ο ελεύθερος κόσμος και ιδιαιτέρως οι χώρες του ΝΑΤΟ πρέπει να αντιληφθούν και τη διάβρωση και την καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων στις οποίες στηρίζεται η άμυνα της νοτιοανατολικής πτέρυγας. Σκεφθείτε ότι αυτή τη στιγμή αξιωματικοί εν ενεργεία έχουν συλληφθεί και υφίστανται ταπεινώσεις και κακομεταχείριση από άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες της Στρατιωτικής Αστυνομίας». Ο διοικητής της νατοϊκής μοίρας, ο Τούρκος πλοίαρχος Ισίκ Μπιρέν, μόλις πήρε το σήμα απάντησε: «Καλή τύχη Νίκο!».

Ενώ το «Βέλος» έπλεε προς το Φιουμιτσίνο, ολόκληρο το πλήρωμα εξέφρασε στον Παππά την επιθυμία να τον ακολουθήσει και να αγωνιστεί μαζί του. Έτσι δημιουργήθηκε ένας πρόχειρος κατάλογος, στον οποίο καταγράφηκαν τα ονόματα αυτών που ήθελαν να τον ακολουθήσουν.

Το πλοίο είχε 270 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες. Εξ αυτών, οι 180 εξέφρασαν την επιθυμία να εγκαταλείψουν το πλοίο και να ζητήσουν πολιτικό άσυλο μαζί με τον Παππά. Μόλις όμως ο Παππάς είδε τον μακρύ κατάλογο, είπε στο πλήρωμα: «Με τιμά η αφοσίωση του πληρώματος, αλλά είναι αδύνατο να δεχτώ κάτι τέτοιο για πολλούς λόγους. Πρώτον, δεν θα εγκαταλείψουμε το πλοίο στους Ιταλούς. Αυτό θα ήταν προδοσία του λαού που μας το εμπιστεύτηκε. Θα παραδώσω κανονικά τα καθήκοντα του κυβερνήτη … στον ύπαρχο του πλοίου … και θα γυρίσετε στην πατρίδα. Δεύτερον, όσοι είναι παντρεμένοι θα γυρίσουν στις οικογένειές τους για να μην ταλαιπωρηθούν κι αυτές από εκδικητικές ενέργειες. Τρίτον, κανένας στρατευμένος δεν θα έρθει μαζί μου. Σε λίγους μήνες που σταδιακά απολύονται, οι στρατευμένοι θα διασκορπιστούν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας απ’ όπου κατάγονται και θα περιγράψουν τα όσα είδαν στο πλοίο, άρα το όφελος θα είναι μεγαλύτερο. Τέταρτον, σκοπός μου είναι να ζητήσω πολιτικό άσυλο στην Ιταλία και να μπορέσω να παρευρεθώ στη σύνοδο του ΝΑΤΟ που γίνεται τον Ιούνιο στην Κοπεγχάγη για να αποκαλύψω το μέγεθος του Κινήματος του Ναυτικού. Θα είναι πολύ δύσκολος ο συντονισμός και η διαχείριση μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων σε ένα περιβάλλον που μας είναι παντελώς άγνωστο και απρόβλεπτο. Το ιδανικό θα ήταν να κινηθώ μόνος μου και με απόλυτη ελευθερία. Σέβομαι, όμως, και την επιθυμία σας να με ακολουθήσετε. Γι’ αυτό, κατ’ αρχήν παρακαλώ και διατάζω να περιορίσετε τον αριθμό στο ελάχιστο δυνατό και μόνο σε μόνιμους και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Για ότι έχει γίνει μέχρι τώρα, για ότι και αν σας κατηγορήσουν επιστρέφοντας, αναλαμβάνω προσωπικά την ευθύνη κι εσείς να επικαλεστείτε τη διαταγή κυβερνήτου για οτιδήποτε κι αν προσπαθήσουν να σας καταλογίσουν».

Τρεις ώρες μετά την αποχώρηση από τη νατοϊκή δύναμη, το «Βέλος», στις 18:00 το απόγευμα της 25ης Μαΐου, αγκυροβόλησε λίγο έξω από το Φιουμιτσίνο. Εν τω μεταξύ, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αποχώρησης του πλοίου από τον σχηματισμό και της αγκυροβόλησής του στο Φιουμιτσίνο, όλες οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ είχαν λάβει γνώση της «ανταρσίας».

Στην Αθήνα η χούντα αιφνιδιάστηκε, αλλά αντέδρασε αστραπιαία αποστέλλοντας επίσημο αίτημα προς όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ για άμεση σύλληψη οποιουδήποτε «λιποτάκτη στασιαστή» αποβιβαζόταν σε συμμαχικό έδαφος. Φυσικά, ο Τύπος της δυτικής Ευρώπης έλαβε άμεσα γνώση του περιστατικού.

Το ερώτημα που τέθηκε ήταν το τι μέλλει γενέσθαι. Ο Παππάς αποφάσισε ότι πριν ενημερωθεί το Λιμεναρχείο του Φιουμιτσίνο θα πρέπει πρώτα να ειδοποιηθούν οι δημοσιογράφοι ότι την επομένη το πρωί, στις 08:00 της 26ης Μαΐου, ο ίδιος θα παραχωρούσε συνέντευξη τύπου.

Αφού νύχτωσε, τρεις σημαιοφόροι, με πολιτική περιβολή για να μην κινήσουν την περιέργεια κανενός αστυνομικού, επιβιβάστηκαν στη βάρκα του πλοίου, η οποία τους άφησε σε ένα απομονωμένο σημείο, έξω από το λιμάνι. Ωστόσο, επειδή τα νερά στις εκβολές του ποταμού Τίβερη ήταν ρηχά, η βάρκα βρήκε στο βυθό 100 περίπου μέτρα από την ακτή. Τελικά, οι τρεις σημαιοφόροι αποβιβάστηκαν στο λιμάνι χωρίς πρόβλημα. Η βάρκα θα γυρνούσε στο πλοίο και θα επέστρεψε στις 23:00 το βράδυ για να τους παραλάβει. Από το τηλέφωνο ενός μπαρ οι σημαιοφόροι ειδοποίησαν διαδοχικά όλα τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.

Εν τω μεταξύ, ο λιμενάρχης του Φιουμιτσίνο βρισκόταν ήδη στο «Βέλος», όπου ο Παππάς τού υπέβαλε το αίτημά του για πολιτικό άσυλο. Ο Ιταλός λιμενάρχης τού είπε ότι θα μεταβιβάσει το αίτημα στο Υπουργείο Εσωτερικών και ότι στο μεταξύ απαγορεύεται η έξοδος οποιουδήποτε μέλους του πληρώματός του στη στεριά γιατί θα συλληφθεί και θα απελαθεί αμέσως στην Ελλάδα. Ο Παππάς τον ενημέρωσε ότι τρεις αξιωματικοί του βρίσκονται στην ακτή για να ειδοποιήσουν τον Τύπο. Ο λιμενάρχης δεσμεύτηκε να βρει τους Έλληνες αξιωματικούς και να τους επιτρέψει να επιστρέψουν στο πλοίο (οι σημαιοφόροι είχαν στο μεταξύ επιστρέψει στο λιμάνι και περίμεναν τη βάρκα του «Βέλος», που θα τους μετέφερε στο πλοίο). Έτσι και έγινε. Αν και οι Ιταλοί αστυνομικοί είχαν αντιληφθεί τους Έλληνες αξιωματικούς, εντούτοις δεν τους συνέλαβαν, αλλά τους επέτρεψαν να επιστρέψουν ανενόχλητοι στο πλοίο.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 25ης προς την 26η Μαΐου το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με το αντίστοιχο ιταλικό. Η Αθήνα ζητούσε επιτακτικά από τη Ρώμη αφενός να μη γίνει δεκτό οποιοδήποτε αίτημα πολιτικού ασύλου και αφετέρου να συλληφθεί και να απελαθεί άμεσα όποιος αποβιβαστεί στην Ιταλία.

Τα ξημερώματα της 26ης Μαΐου βρήκαν το «Βέλος» περικυκλωμένο από ταχύπλοα του ιταλικού Λιμενικού Σώματος, τα οποία απαγόρευαν την προσέγγιση οποιουδήποτε.

Ένα ταχύπλοο με επιβάτη τον αρχιπλοίαρχο Δημήτριο Αρβανίτη προσέγγισε το πλοίο και είπε στον Παππά: «Νίκο, ο λιμενάρχης μου είπε ότι ζήτησες άσυλο. Σκέψου το πάλι, ίσως δεν έχεις καλή ενημέρωση, μην παρασύρεις και μικρότερους». Ο Παππάς του απάντησε ότι δεν αλλάζει γνώμη. Λίγο αργότερα προσέγγισε το πλοίο και άλλο ταχύπλοο με επιβάτη τον Έλληνα πρέσβη στην Ιταλία Χαράλαμπο Ροκανά. Ο Έλληνας πρέσβης είπε στον Παππά: «Κύριε Κυβερνήτα, είμαι ο πρέσβης στη Ρώμη, Ροκανάς, τι πάτε να κάνετε; Δεν έγινε τίποτα στην Ελλάδα. Κανείς δεν θα σας πειράξει. Τι πάτε να κάνετε;». Ο Παππάς όμως ήταν αμετάπειστος: «Κύριε Πρεσβευτά να πάτε έξω και να πείτε του λιμενάρχη ότι περιμένω την απάντησή του για το πολιτικό άσυλο. Αν καθυστερήσει, παίρνω το καράβι και φεύγω. Και περιμένω και τους δημοσιογράφους για πρες κόνφερανς». «Μα είστε στα καλά σας; Έχουμε γίνει ρεζίλι διεθνώς, δεν θα έρθει ούτε ένας δημοσιογράφος, δεν θα τους επιτρέψουν, σας παρακαλώ, τουλάχιστον αφήστε με να μιλήσω στο πλήρωμα» επέμεινε ο πρέσβης, αλλά ο Παππάς, χωρίς να του απαντήσει, ζήτησε από τον Ιταλό ναύτη να γυρίσει στο λιμάνι.

Λίγο αργότερα ο Ροκανάς επέστρεψε στο πλοίο και προσπάθησε να μεταπείσει το πλήρωμα να γυρίσει στην Ελλάδα. Μάταια όμως. Τελικά ανακοίνωσε στον Παππά ότι οι ιταλικές αρχές θα του παραχωρήσουν πολιτικό άσυλο και ότι θα έπρεπε να πάει στο Λιμεναρχείο για τα τυπικά. Ο Παππάς, διαισθανόμενος ότι ίσως αυτό ήταν παγίδα, έστειλε έναν αξιωματικό στο Λιμεναρχείο για να πάρει έγγραφη διαβεβαίωση από το Υπουργείο Εσωτερικών για την παροχή του πολιτικού ασύλου.

Ο λιμενάρχης, αφού ενημερώθηκε από τον απεσταλμένο αξιωματικό ότι 31 άτομα ζητούν πολιτικό άσυλο (ο Παππάς, έξι σημαιοφόροι και 24 υπαξιωματικοί), είπε ότι το αίτημά τους θα εξεταστεί θετικά και ότι όλοι τους θα παραληφθούν από την ακτοφυλακή.

Ο αξιωματικός του «Βέλος» επέστρεψε στο πλοίο και ενημέρωσε σχετικά τον Παππά. Πράγματι, το μεσημέρι της 26ης Μαΐου οι 31 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του «Βέλος» άφησαν το πλοίο και αποβιβάστηκαν στο Φιουμιτσίνο με τελικό προορισμό τη Ρώμη. Αφού κατέθεσαν τις αιτήσεις για πολιτικό άσυλο επέστρεψαν στο Φιουμιτσίνο.

Εν τω μεταξύ, το «Βέλος» έλαβε διαταγή από την Αθήνα να καταπλεύσει στη Γένοβα και να επανενωθεί με τη νατοϊκή δύναμη. Έτσι, στις 27 Μαΐου το ελληνικό αντιτορπιλικό κατέπλευσε στην Γένοβα, όπου ενισχύθηκε με 65 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.

Το πρωί της 27ης Μαΐου ο Παππάς επικοινώνησε με τον αδελφικό του φίλο Νίκο Βαρδινογιάννη και ζήτησε τη συνδρομή του με στόχο να οργανώσει το ταξίδι στην Κοπεγχάγη για τη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Εκεί σκόπευε να καταγγείλει τις διώξεις και τους βασανισμούς αξιωματικών των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από το χουντικό καθεστώς.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δόθηκε και συνέντευξη τύπου στο σαλόνι του ξενοδοχείου όπου είχαν καταλύσει οι 31 άνδρες του «Βέλος», με πολλούς δημοσιογράφους και κάμερες της ιταλικής τηλεόρασης. Ο Παππάς ανέλυσε τα γεγονότα, ενώ δήλωσε ότι η κίνησή του δεν εκφράζει μόνο την αντίθεση των Ενόπλων Δυνάμεων στη δικτατορία, αλλά και το λαϊκό αίσθημα.

Το πρωί της Δευτέρας, 28 Μαΐου, όλες οι ιταλικές εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους στην πρώτη τους σελίδα απαιτούσαν να δοθεί πολιτικό άσυλο στους Έλληνες ναυτικούς. Το θέμα είχε γίνει πια πρωτοσέλιδο σε όλες τις ευρωπαϊκές εφημερίδες και πρώτη είδηση σε όλα τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις της Δυτικής Ευρώπης.

Την Τετάρτη, 30 Μαΐου, στελέχη του Υπουργείου Εσωτερικών της Ιταλίας επισκέφτηκαν τους 31 Έλληνες ναυτικούς και τους παρέδωσαν τα έγγραφα που πιστοποιούσαν τη χορήγηση πολιτικού ασύλου. Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά, οι 31 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του «Βέλος» μπορούσαν να ταξιδέψουν, να εγκατασταθούν και να εργαστούν σε όποια χώρα είχε υπογράψει τη συνθήκη της Γενεύης του 1951.

Έτσι τελείωσε η περιπέτεια της «ανταρσίας» του αντιτορπιλικού «Βέλος». Μέχρι την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1974, οι άνθρωποι αυτοί εργάστηκαν στο εξωτερικό, στα καράβια του εφοπλιστή Νικήτα Βενιζέλου, εγγονού του μεγάλου πολιτικού Ελευθερίου Βενιζέλου. Την τελευταία λέξη στην ιστορία του «Βέλος» την είπε ο Παππάς, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κοπεγχάγη, όπου δημοσίευσε αδιάσειστα στοιχεία για την κακομεταχείριση Ελλήνων αξιωματικών από τους χουντικούς.