Οι τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας υπήρξαν καταλυτικές ως προς τον τρόπο που διεξάγονται και θα διεξάγονται στο άμεσο μέλλον οι αεροπορικές επιχειρήσεις. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μία εντελώς νέα πραγματικότητα που είναι κατά πολύ διαφοροποιημένη σε σχέση με το παρελθόν. Και όσα θεωρούνταν δεδομένα παλιότερα.
Από πλευράς αεροδυναμικής και τεχνολογίας στο χώρο των συστημάτων πρόωσης (κινητήρων), δεν έχουν αλλάξει πολλά τα τελευταία 50 χρόνια. Ιδίως στον τομέα των μαχητικών αεροσκαφών. Αυτό που άλλαξε δραματικά ήταν τα συστήματα ελέγχου και παρακολούθησης πτήσης και τα συστήματα αποστολής. Από αυτή την αλλαγή προήλθε και ο όρος Avionics (Aviation Electronics), που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, αλλά καθιερώθηκε στη δεκαετία του ‘80.
Εποχή που σηματοδότησε την εμφάνιση και υιοθέτηση επαναστατικών αλλαγών στην Αεροπορία συνολικά. Αεροδυναμικά τα 3ης γενιάς μαχητικά που τότε εισέρχονταν σε μαζική παραγωγή και υπηρεσία, όπως το F-16, το F/A-18, το Mirage 2000 και το MiG-29, δεν ενσωμάτωναν παρά ελάχιστες (πλην σημαντικές…) διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους προκατόχους τους. Το ίδιο ίσχυε και για τα μεγαλύτερης κατηγορίας βάρους και διαστάσεων F-14, F-15 και Su-27.
Οι διαφοροποιήσεις αυτές επικεντρώθηκαν κυρίως στη συγχώνευση ατράκτου – πτέρυγας (blended wing-body) και στις επιφάνειες LERX, ενώ λίγο αργότερα τα πτερύγια canard σε συνδυασμό με τη χρήση σύνθετων υλικών, αρχικά στα τμήματα επικάλυψης και κατόπιν και στα δομικά στοιχεία, αύξησαν περαιτέρω την απόδοση αυτών των αεροδυναμικών βελτιώσεων. Δεν έχει νόημα το να αναλωθούμε στον διαχωρισμό των μαχητικών από γενιά σε γενιά για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος είναι ότι από την 3η γενιά και μετά η κατηγοριοποίηση δεν γίνεται με βάση τύπους μόνο, αλλά και με βάση τις εκδόσεις μαχητικών.
Μαχητικά αεροσκάφη – Η εξέλιξη των γενεών
Τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου πτήσης (Fly-By-Wire), τα μικρού βάρους και διαστάσεων αερομεταφερόμενα συστήματα ραντάρ που μπορούσαν να λειτουργήσουν και να αποδώσουν εξίσου καλά σε διαμόρφωση αέρος – αέρος και αέρος-εδάφους /επιφανείας και ο νέος εξοπλισμός πιλοτηρίων που περιέλαβε οθόνες απεικόνισης πολλαπλών λειτουργιών και χειριστήρια (αεροσκάφους και κινητήρα) μέσω των οποίων τα πληρώματα μπορούσαν πλέον να ελέγξουν τα πάντα, ήταν από τα βασικά νέα χαρακτηριστικά των μαχητικών 3ης γενιάς.
Στα μαχητικά 4ης γενιάς, ο περιορισμός του φόρτου εργασίας που έφεραν όλα αυτά τα συστήματα (avionics) στα αεροσκάφη 3ης γενιάς, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση των δυνατοτήτων τους (αποστάσεις αποκάλυψης και εγκλωβισμού στόχων, ακρίβεια προσβολής ακόμα και με συμβατικές βόμβες), βελτιώθηκαν περαιτέρω και συνδυάστηκαν και με την ικανότητα επίγνωσης της τακτικής κατάστασης (SA-Situational Awareness). Πώς έγινε αυτό… Ο υπολογιστής αποστολής (mission computer) αντικατέστησε τους υπολογιστές στοιχείων αέρος (Air Data Computer) και διαχείρισης και άφεσης οπλισμού και ναυτιλίας, παρέχοντας παράλληλα λειτουργίες επεξεργασίας στοιχείων από όλους τους αισθητήρες του αεροπλάνου.
Τα στοιχεία αυτά και οι πληροφορίες παρουσιάζονταν πλέον συνδυασμένα και με συγκεκριμένα σύμβολα σε ευρυγώνια, έγχρωμης απεικόνισης Head Up Display, και τις οθόνες απεικόνισης στοιχείων (MFD) του πίνακα οργάνων, περιορίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο το φόρτο εργασίας των πληρωμάτων και αυξάνοντας την επίγνωση της τακτικής κατάστασης. Της επίγνωσης του τι γίνεται γύρω τους δηλαδή, ακόμη και σε μεγάλες αποστάσεις. Η συνδυασμένη παρουσίαση δεδομένων και πληροφοριών από όλους τους αισθητήρες (sensor fusion) είχε καταλυτικό ρόλο και επειδή στα μαχητικά 4ης γενιάς, καθιερώθηκαν ως στάνταρ εξοπλισμός το ολοκληρωμένο (ήταν αυτόνομο-ξεχωριστό στα μαχητικά 3ης γενιάς) σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου, καθώς και ατρακτίδια παθητικής στοχοποίησης (TGP) με αισθητήρες υπερύθρων και λέιζερ.
Οι αισθητήρες αυτοί ενσωματώθηκαν ως μόνιμος εξοπλισμός αποστολής στα μαχητικά 4,5 γενιάς, που επιπρόσθετα απέκτησαν μεγαλύτερης μνήμης και ταχύτητας επεξεργασίας υπολογιστές αποστολής αλλά και συστήματα λήψης και μετάδοσης δεδομένων (Data Link) με κώδικα που τους επιτρέπει πλήρη συνεργασία με άλλα αεροσκάφη, ή μονάδες επιφανείας και σταθμούς στο έδαφος. Τα συστήματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση για την διαμόρφωση των σύγχρονων δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων και φυσικά η εξέλιξή τους συνεχίζεται.
Πολλά από τα μαχητικά 3ης γενιάς αναβαθμίστηκαν με την πάροδο του χρόνου σε 4ης ή 4,5 γενιάς με την προσθήκη αυτών των συστημάτων και των επιχειρησιακών χαρακτηριστικών – δυνατοτήτων που αναφέρθηκαν. Το Mirage 2000 αναβαθμίστηκε σε μαχητικό τέταρτης γενιάς όταν πήρε τη μορφή του – 5Mk.2/ – 9 (https://defencereview.gr/mirage-2000-9-from-united-arab-emirates-as-a-potential-fighter-for-hellenic-air-force/). To επίσης 3ης γενιάς F-16 μπορεί να θεωρηθεί μαχητικό 4,5 γενιάς στην έκδοση F-16E/F Desert Falcon, ενώ το ίδιο ισχύει και για το F-15 που παραμένει μετά από πέντε σχεδόν δεκαετίες από την πρώτη του πτήση σε παραγωγή, ώς F-15EX (https://defencereview.gr/oi-epiloges-antikatastasis-ton-ameri/).
Εφόσον αναφερόμαστε μόνο σε δυτικά μαχητικά από τη στιγμή που για τα ρωσικής σχεδίασης και κατασκευής ισχύουν άλλα πράγματα, το επίσης δικινητήριο F/A-18 υπήρξε στις αρχικές του εκδόσεις μαχητικό 3ης γενιάς και πλέον είναι 4,5 γενιάς ώς F/A-18E/F Super Hornet Block III ( https://defencereview.gr/symmorfes-dexamenes-kafsimou-gia-ta-f-18-super-hornet/). Tέλος, το ίδιο ισχύει και για το σουηδικό JAS-39E/F Gripen NG που πλέον ενσωματώνει ακόμη πιο προηγμένο πιλοτήριο με ενιαία οθόνη απεικόνισης στοιχείων τεχνολογίας αφής όπως και το F-15EX ή το F-35, ενσωματωμένο IRST και προηγμένο σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π σε συνδυασμό με Link 16.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της 5ης γενιάς που πλέον δεν είναι καθοριστικά
Όλα αυτά τα μαχητικά, όλες αυτές οι γενιές μαχητικών μέχρι και την 4η για να ακριβολογούμε, έως το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα (2010) αξιοποιούσαν ως κύρια όπλα αέρος – εδάφους συμβατικές βόμβες και βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB), που σε δεύτερο χρόνο πλαισιώθηκαν και από βόμβες καθοδήγησης INS/GPS (JDAM). Stand-off αερομεταφερόμενα όπλα υπήρχαν μόνο στρατηγικού/υποστρατηγικού χαρακτήρα όπως τo SCALP-EG, τo JASSM και το Taurus KEPD 350, αλλά και οι αντιπλοϊκοί πύραυλοι (Harpoon, Exocet, Penguin, RBS-15) που βέβαια ήταν – και παραμένουν – πανάκριβα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στις επιχειρήσεις αέρος – εδάφους ήταν (και είναι) η εξασφάλιση υψηλού βαθμού επιβιωσιμότητας απέναντι σε καλά εξοπλισμένες και οργανωμένες αεράμυνες. Η προσθήκη ατρακτιδίων αυτόματης ναυτιλίας μικρού ύψους όπως αυτό του LANTIRN (AN/AAQ-13), ή αερομεταφερόμενων ραντάρ με λειτουργική διαμόρφωση αυτόματης παρακολούθησης εδαφικού ανάγλυφου (ATF – Automatic Terrain Following ή Terrain Masking) στον εξοπλισμό αποστολής των μαχητικών, αύξησε σε μεγάλο βαθμό την επιβιωσιμότητά τους, επειδή εξασφάλισε διείσδυση σε μικρά ύψη, κάτω από το θόλο έρευνας των ραντάρ αεράμυνας.
Επικουρικά δε, λειτούργησαν και τα όπλα ανεμοπορίας όπως τo AFDS στην περίπτωση της Πολεμικής Αεροπορίας και το σημαντικά μεγαλύτερης ακτίνας και ακριβότερο AGM-154 JSOW. Που παραμένει το μοναδικό stand-off όπλο (μέγιστη ακτίνα 130 χιλιομέτρων με άφεση από ύψος μεγαλύτερο των 20.000 ποδών) που έχει αποκτήσει η Ελλάδα από τις ΗΠΑ, εναντίον σταθερών στόχων. Το F-35 ως το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής, μαχητικό 5ης γενιάς, ήρθε να αυξήσει περαιτέρω τις πιθανότητες επιβίωσης, μέσω της ενσωμάτωσης χαρακτηριστικών stealth (VLO). Τα ειδικά αυτά σχεδιαστικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις ειδικές βαφές – υλικά επικάλυψης, για την απορρόφηση μέρους της ηλετρομαγνητικής ακτινοβολίας (RAM) και την ικανότητα μεταφοράς οπλικού φορτίου εσωτερικά, περιορίζουν την ακτίνα αποκάλυψης του μαχητικού, από τα συστήματα ραντάρ.
Με αυτές τις ιδιότητες, το F-35 που σχεδιάστηκε πρωτίστως ώς εξειδικευμένο μαχητικό κρούσης (Joint Strike Fighter), διεισδύει ανεντόπιστο πλησιέστερα στο στόχο του και όταν πλέον εντοπιστεί, ο χρόνος αντίδρασης της αεράμυνας του αντιπάλου είναι ελάχιστος. Αυτή η φιλοσοφία απεικονίζεται στα αρκετά παλιά σχεδιαγράμματα μέσω Η/Υ που παραθέτουμε. Μέχρι την πρώτη δεκαετία λοιπόν του 21ου αιώνα, η εικόνα αυτή είχε πραγματικό νόημα. Δηλαδή έπειθε ότι έπρεπε να δαπανήσει μία χώρα τα κονδύλια που απαιτούσε η προμήθεια του F-35 και όλης της υποδομής του, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αύξηση της αποτελεσματικότητας των αποστολών κρούσης με παράλληλη αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης αεροσκάφους – πληρώματος.
Το δεδομένο αυτό δεν ισχύει σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί τα σύγχρονα stand-off αερομεταφερόμενα όπλα, καταργούν πρακτικά την ανάγκη να φτάσει το μαχητικό που τα μεταφέρει κοντά στο στόχο του για να τα εξαπολύσει με πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας, εναντίον του. Αντί να στέλνεται το μαχητικό με το πλήρωμά του και τα όπλα του “μέσα στη φωτιά” δηλαδή, αποστέλλεται το ίδιο το όπλο… Που πλέον διαθέτει το δικό του κινητήρα (σε πολλές περιπτώσεις…), τις δικές του πτέρυγες και επιφάνειες ελέγχου πτήσης και το δικό του σύστημα καθοδήγησης και αναγνώρισης – ταυτοποίησης στόχου.
Τα τελευταία λειτουργούν με εξελιγμένο λογισμικό δυνατοτήτων τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ). Γιατί αυτό είναι επί της ουσίας η ικανότητα – λειτουργία TMR (Terrain Match Recognition), η TERCOM (Terrain Contour Matching) και ή TIM (Target Image Matching) που ενσωματώνουν πλέον οι κεφαλές ακόμη και των μικρών σε διαστάσεις και βάρος, αμιγώς τακτικών όπλων μεγάλης ακτίνας αέρος – εδάφους.
Συνεπώς, μαχητικά 4,5 γενιάς φορτωμένα με τέτοια όπλα, όπως και όπλα αέρος – αέρος μεγάλης ακτίνας, παθητικούς αισθητήρες και δυνατότητα ανταλλαγής δεδομένων στοχοποίησης με άλλες πλατφόρμες (ιπτάμενα ραντάρ, μονάδες επιφανείας) μέσω data link, διατηρούν την πολύ μεγάλη επιχειρησιακή τους αξία και κατά συνέπεια μπορούν να συγκριθούν ευθέως με το F-35. Ασφαλώς τα χαρακτηριστικά VLO (Very Low Observable) του μαχητικού 5ης γενιάς, ήρθαν για να μείνουν.
Για πρώτη φορά ενσωματώθηκαν στο F-22 και από εδώ και στο εξής θα είναι στάνταρ χαρακτηριστικό και των μαχητικών 6ης γενιάς. Που με τη σειρά τους θα έχουν πραγματική δυνατότητα supercruise (επιτάχυνση σε υπερηχητικές ταχύτητες και διατήρησή του χωρίς τη χρήση μετάκαυσης) χωρίς περιορισμούς, χαμηλό θερμικό ίχνος, ικανότητα καθοδήγησης μη επανδρωμένων αεροσκαφών, εναντίον στόχων στον αέρα και στο έδαφος ή την επιφάνεια της θάλασσας, δυνατότητα λήψης εικόνων και δεδομένων στοχοποίησης από κέντρα πληροφοριών (combat cloud) στα οποία θα συλλέγονται πληροφορίες από εναέριες, επίγειες και θαλάσσιες πλατφόρμες και πολλά άλλα…
Και τα όπλα stand-off βέβαια ήρθαν για να μείνουν. Καταργώντας στο άμεσο μέλλον την ανάγκη αγοράς δεκάδων ή και εκατοντάδων ακόμα πανάκριβων μαχητικών από τις αεροπορικές δυνάμεις. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι η Αμερικανική Αεροπορία μετά το GBU-53/B Stormbreaker (SDB II), πιστοποιεί σε όλα της τα μαχητικά το JASSM και το JASSM-ER (https://defencereview.gr/94-vlimata-prosvolis-agm-158b-jassm-er-gia-tin-amerika/), ενώ το ίδιο πράττει και το Αμερικανικό Ναυτικό (https://defencereview.gr/to-amerikaniko-naytiko-akyronei-tin-a/).
Επίσης, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ίδιο όπλο, μαζί με το αντιπλοϊκής ικανότητας AGM-158C LRASM (https://defencereview.gr/paradothikan-ta-prota-vlimata-agm-158c-lrasm-stin-a/), πολύ σύντομα θα αρχίσουν να αξιοποιούνται και απο μεταφορικά αεροσκάφη C-17 και κατόπιν και C-130, μέσω του συστήματος Rapid Dragon (https://defencereview.gr/dokimi-ektoxeysis-vlimaton-prosvoli/).
Τέλος, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στρατηγικά, υποστρατηγικά και καθαρά τακτικά stand-off αερομεταφερόμενα όπλα, αναπτύσσονται πλέον με ταχύτατους ρυθμούς όχι μόνο στην Ευρώπη τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αλλά και από δεκάδες άλλες χώρες πλην της Ρωσίας και της Κίνας που πρωτοπορούν στην ανάπτυξη πολυηχητικών πυραύλων.
H προσαρμογή των ελληνικών αναγκών στα νέα δεδομένα
Οι πρόοδοι που έχουν σημειωθεί στην τεχνολογία των συστημάτων ραντάρ κατόπιν όσων αναλύθηκαν, δεν είναι ο μοναδικός “αντίπαλος” των αεροσκαφών με χαρακτηριστικά VLO. Κάτι που θεωρούνταν ώς το μόνο εμπόδιο για την δαπάνη μεγαλύτερων κονδυλίων για την περαιτέρω εξέλιξη των σχεδιάσεων stealth πριν από 20 ή και λιγότερα, χρόνια.
Είναι οπωσδήποτε πολλοί οι τομείς (ηλεκτροοπτικά, μικροϋπολογιστές, λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, πολεμικές κεφαλές μικρού βάρους αλλά υψηλής καταστροφικής ικανότητας) που θα επηρεάζουν πλέον την ανάπτυξη και τη μαζική παραγωγή των μελλοντικών μαχητικών. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι ανάγκη, περισσότερο από οποτεδήποτε στο παρελθόν, να παρακολουθούν τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο και να πιέζουν προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης της μεγαλύτερης δυνατής επιχειρησιακής αυτονομίας.
Τούτων λεχθέντων, το κόστος αξιοποίησης είναι πλέον παράγοντας που ενώ παλιότερα στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν εξετάζονταν καν, σήμερα είναι κρίσιμο για το αξιόμαχο μίας ένοπλης δύναμης. Η Πολεμική Αεροπορία θεωρούμε δεδομένο ότι γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια ότι όχι μόνο η επιβίωση, αλλά και η επικράτηση της στο σύγχρονο περιβάλλον επιχειρήσεων, θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των πραγματικά ικανών για αποστολές μαχητικών που θα μπορεί να διαθέσει και τις δυνατότητες των όπλων που αυτά θα μεταφέρουν.
Γνωρίζει μετά βεβαιότητας, ότι δεν μπορεί να διεξάγει επιχειρήσεις αν δεν έχει στη διάθεσή της αεροσκάφη όπως τα EMB-145AEW&C, τα C-130B/H και τα C-27J που είναι καθηλωμένα περισσότερο από δεκαετία πλέον… Γνωρίζει τέλος ότι η πάγια ανάγκη συγκρότησης στόλου δύναμης 200 μαχητικών θα παραμείνει “στα χαρτιά”, εάν οι επιλογές που θα γίνουν επιβαρύνουν τον ετήσιο προϋπολογισμό της και την αυτονομία της σε ότι αφορά στην υποστήριξη των μέσων της, σε βαθμό που να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά της.