Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος στην ιστορία και την εξέλιξη του άρματος μάχης Leopard-1 είναι η ανάπτυξη και η δοκιμή της έκδοσης «A6», με κύριο χαρακτηριστικό την ενσωμάτωση πυροβόλου των 120 χιλιοστών, αλλά και την ενισχυμένη θωράκιση. Η ιδέα του Leopard-1A6 γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ακόμα δεν είχε γενικευτεί η ένταξη σε υπηρεσία του Leopard-2 και τα Leopard-1 υπηρετούσαν στον Γερμανικό Στρατό και άλλες χώρες σε μεγάλους αριθμούς. Την ίδια χρονική περίοδο, ο Γερμανικός Στρατός είχε ξεκινήσει και το πρόγραμμα αναβάθμισης 1.225 Leopard-1A1A1 στο επίπεδο Leopard-1A5. Οι εξελίξεις αυτές, γέννησαν την ιδέα της αναβάθμισης της ισχύος πυρός των Leopard-1 με πυροβόλο των 120 χιλιοστών. Τελικά, η αναβάθμιση Leopard-1A6 δεν προχώρησε, πέραν των πρωτότυπων, κυρίως λόγω της μαζικής ένταξης σε υπηρεσία του Leopard-2, ιδιαίτερα της έκδοσης Leopard-2A4 από το 1985 και μετά. Έτσι, η αναβάθμιση των Leopard-1 στο επίπεδο «A6» κρίθηκε ασύμφορη οικονομικά και το πρόγραμμα τερματίστηκε το 1987.
Λίγο πριν, το 1986, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Αμυντικής Τεχνολογίας και Εξοπλισμών της Δυτικής Γερμανίας (Bundesamt für Wehrtechnik und Beschaffung) αξιολόγησε, σε δοκιμές το Leopard-1A6. Συνολικά, κατασκευάστηκαν δύο (2) πρωτότυπα, το VT-2 και το VT-5 με μικρές διαφορές μεταξύ τους, αμφότερα από Leopard-1A1A1 του Γερμανικού Στρατού. Και τα δύο (2) ενσωμάτωσαν το πυροβόλο L-44 της Rheinmetall και το Σύστημα Ελέγχου Πυρός (ΣΕΠ) EMES-18 (να σημειωθεί ότι για την υποδοχή του νέου πυροβόλου έγιναν και ορισμένες τροποποιήσεις στο εσωτερικό του πύργου). Οι δοκιμές δεν ήταν απογοητευτικές, καθώς το Leopard-1A6 απέδωσε ικανοποιητικά, σε επίπεδο μάχης, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι το άρμα δέχεται δομική καταπόνηση, ως αποτέλεσμα της αύξησης του ολικού βάρους, χωρίς παράλληλη αύξηση της ισχύος του κινητήρα. Εκτός του πυροβόλου και του ΣΕΠ τα πρωτότυπα εφοδιάστηκαν με αυτόματο σύστημα κατάσβεσης πυρκαγιάς και με θωράκιση Lexan στον πύργο και το σκάφος. Το πρωτότυπο VT-2 ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με επιπλέον θωράκιση, στην οροφή του πύργου, σύστημα μείωσης του θερμικού ίχνους από την εξάτμιση και νέες ερπύστριες.

Τα πρωτότυπα του Leopard-1A6 είχαν τετραμελές πλήρωμα (αρχηγός, πυροβολητής, γεμιστής και οδηγός), βάρος μάχης 47,6 τόνους (46,5 τόνοι ήταν το βάρος μάχης του VT-5), ενώ αμφότερα ενσωμάτωναν τον κινητήρα MTU MB-838CaM-500, μέγιστης ισχύος 830 ίππων, και σύστημα μετάδοσης της κίνησης 4HP-250. Ο λόγος βάρους προς την ισχύ ήταν 17,44 ίπποι ανά τόνο για το VT-2 και 17,85 ίπποι ανά τόνο για το VT-5. Η μέγιστη ταχύτητα ήταν περί τα 60 χιλιόμετρα την ώρα και για τα δύο (2) πρωτότυπα. Εκτός του κύριου πυροβόλου ενσωμάτωναν και συζυγές πολυβόλο MG-3 των 7,62 χιλιοστών. Η αναχορηγία του κύριου πυροβόλου ήταν 42 πυρομαχικά, εκ των οποίων 30 στα αριστερά του οδηγού και 13 στον πύργο, ενώ του πολυβόλου ήταν 4.400 φυσίγγια. Και τα δύο (2) πρωτότυπα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πυρομαχικά DM-12 υψηλής εκρηκτικότητας, με διατρητική ικανότητα θωράκισης πάχους 480 χιλιοστών με βολή από τα 2.000 μέτρα, και DM-13/23 κινητικής ενέργειας με διατρητική ικανότητα θωράκισης πάχους 359 και 376 χιλιοστών αντίστοιχα, με βολή από τα 2.000 μέτρα.
Για την ιστορία να πούμε ότι συνολικά η Ελλάδα έχει παραλάβει 551 Leopard-1A5, εκ των οποία 50 έχουν χρησιμοποιηθεί ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών και 501 παραμένουν επιχειρησιακά. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1989, ως αντισταθμιστικό όφελος για τη ναυπήγησης των φρεγατών MEKO-200HN Mod.3, παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία 75 Leopard-1A5, τα οποία παρελήφθησαν το 1993-1994. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν παραδοθούν στην Ελλάδα, τους αφαιρέθηκε το θερμικό περισκόπιο του πυροβολητή (Peri R-12), για να εγκατασταθεί το την περίοδο 1996-1998, με εθνικά κονδύλια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποφασίστηκε η δωρεάν παραχώρηση, από την Ολλανδία, δύο (2) Leopard-1A5 (Leopard-1V2 σε ολλανδική υπηρεσία) τα οποία ήταν τα δύο (2) πρωτότυπα του προγράμματος αναβάθμισης των 468 ολλανδικών Leopard-1V1 στο επίπεδο Leopard-1V2 (επίπεδο εφάμιλλο των Leopard-1A5), που όμως τελικά δεν προχώρησε και ακυρώθηκε. Η παράδοση των δύο (2) ολλανδικών Leopard-1A5 έγινε το 1993.

Τον Απρίλιο του 1998, υπογράφηκε σύμβαση ύψους 5.100.000.000 δραχμών, για την αγορά 170 Leopard-1A5, στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών οφελών του προγράμματος αναβάθμισης των 39 μαχητικών αεροσκαφών F-4E Phantom ΙΙ. Ακολούθησε, τον Αύγουστο του 1998, η υπογραφή σύμβασης, ύψους 13.600.000.000 δραχμών, για την εργοστασιακή επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή τους. Οι παραδώσεις ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1998 και ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2000. Τον Απρίλιο του 2000 υπογράφηκε σύμβαση για την προμήθεια 22 Leopard-1A5, οι παραδόσεις των οποίων ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβριο του 2002, αφού πρώτα υπέστησαν εργοστασιακή επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή στη Γερμανία. Από τα 22 Leopard-1A5 τα 13 εντάχθηκαν σε υπηρεσία από την 3η Ίλη Μέσων Αρμάτων (3η ΙΜΑ) της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών (32η ΤΠΝ). Στη σύμβαση του Μαρτίου 2003, για την προμήθεια των 170 Leopard-2HEL, προβλέφθηκε, ως αντισταθμιστικό όφελος και με συνολικό κόστος € 64.800.000, η αγορά 82 Leopard-1A5, τα οποία άρχισαν να παραλαμβάνονται τον Οκτώβριο του 2003.
Μετά την παραλαβή τους τα άρματα υπέστησαν εργοστασιακή επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή, η οποία ξεκίνησε το 2005 και ολοκληρώθηκε με επιτυχία στα μέσα του 2006. Τον Αύγουστο του 2005, και στο πλαίσιο της λεγόμενης «ενδιάμεσης λύσης» του προγράμματος απόκτησης των 170 Leopard-2HEL, αγοράστηκαν έναντι του ποσού των € 280.018.240, 183 Leopard-2A4 και 175 Leopard-1A5, εκ των οποίων 25 Leopard-1A5 χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών. Τα Leopard-1A5 άρχισαν να παραλαμβάνονται στα μέσα του 2006, αλλά η εργοστασιακή τους επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή καθυστέρησε και ξεκίνησε μόλις τον Οκτώβριο του 2008 για να ολοκληρωθεί με επιτυχία το 2009. Εντωμεταξύ, τον Οκτώβριο του 2007 υπογράφηκε και συμπληρωματική σύμβαση για την προμήθεια 25 επιπλέον Leopard-1A5 τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών.