Το κείμενο αποτελεί περίληψη ομιλίας του καθηγητή ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ σε εκδήλωση στην Αθήνα που διοργανώθηκε από την Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών στις 6 Σεπτεμβρίου 2018. Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 έλαβε χώρα κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Στόχος του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν η ένωση και όχι η ανεξαρτησία. Το δοτό Σύνταγμα ήταν αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι η Τουρκία απέκτησε εγγυητικά δικαιώματα και η τουρκοκυπριακή μειονότητα εξασφάλισε προνομιακή μεταχείριση. Κατ’ ουσίαν το Σύνταγμα δημιούργησε μια διαρχία στα πλαίσια ενός δικοινοτικού κράτους. Ως εκ τούτου πολλοί ξένοι αναλυτές προέβλεψαν ότι το μέλλον της χώρας αυτής ήταν δυσοίωνο. Μάλιστα αρκετοί εξέφρασαν την εκτίμηση ότι το νέο κράτος είχε γεννηθεί ετοιμοθάνατο.
Η πρώτη περίοδος της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ταραχώδης. Εκτός από το δυσλειτουργικό σύνταγμα δεν υπήρχε και η ανάλογη πολιτική ωριμότητα. Ούτε υπήρχε ο ανάλογος βαθμός πραγματισμού ούτε και η διάθεση για τη συνδιαμόρφωση κοινών στόχων. Παράλληλα παρατηρούντο διακοινοτικές και ενδοκοινοτικές συγκρούσεις, βία καθώς και εξωτερικές παρεμβάσεις.
Η διακοινοτική σύγκρουση 1963-64 είχε ως αφορμή την κατάθεση από τον Πρόεδρο Μακάριο 13 σημείων για τροποποίηση του Συντάγματος στις 30 Νοεμβρίου 1963. Ωστόσο τα αίτια ήταν βαθύτερα. Με το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου του 1964 κατ’ ουσίαν νομιμοποιήθηκε το Δίκαιο της Ανάγκης. Η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργούσε πλέον ως ένα ενιαίο κράτος-ήταν στην πραγματικότητα ένα δεύτερο ελληνικό κράτος.
Παρά ταύτα ο στόχος εξακολουθούσε να παραμένει η ένωση. Η άνοδος της Χούντας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967 καθώς και άλλα γεγονότα όπως η κρίση τον Νοέμβριο του 1967 που κατέληξε στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο οδήγησαν τον Πρόεδρο Μακάριο να αναθεωρήσει την πολιτική του. Στόχος ήταν πλέον το εφικτό, ένα ενιαίο κράτος, και όχι το ευκταίο, η ένωση.
Δυστυχώς η πολιτική Μακαρίου υποσκαπτόταν συστηματικά τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κύπρο. Ο Μακάριος σε κάποια στιγμή πέτυχε να εξομαλύνει τις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Όταν όμως ανήλθε στην εξουσία η Χούντα (ΙΙ) τον Νοέμβριο του 1973 υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη η Κύπρος εισήλθε σε μια πορεία ολέθρου. Παρά το γεγονός ότι ο Μακάριος είχε εν πολλοίς καταφέρει να εξαρθρώσει την ΕΟΚΑ Β’, η Χούντα (ΙΙ) τον ανέτρεψε στις 15 Ιουλίου 1974. Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο πέντε μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1974 με στόχο, όπως η ίδια διακήρυξε, την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μετά την πρώτη κατάπαυση του πυρός και την πτώση του πραξικοπηματικού καθεστώτος στη Λευκωσία ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης εισηγήθηκε στις 23 Ιουλίου 1974 την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960. Η τουρκική απάντηση ήταν: «είναι πλέον αργά». Ενώ στην Αθήνα αποκαθίστατο η δημοκρατία, τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής στην Κύπρο παραβίαζαν την κατάπαυση του πυρός προελαύνοντας.
Όταν κατάρρευσε η Διάσκεψη της Γενεύης τα ξημερώματα της 14 Αυγούστου η Τουρκία εξαπέλυσε νέα επίθεση δια θαλάσσης, αέρος και ξηράς. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιος Μαύρος είχε δηλώσει λίγες ώρες προηγουμένως: «Μεταξύ ταπεινώσεως και πολέμου η Ελλάς διαλέγει ουχι την ταπείνωση». Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής όμως λαμβάνοντας όλα τα δεδομένα υπ’ όψιν δήλωσε ότι «λόγω αποστάσεως η Ελλάς δεν μπορεί να παρέμβει…».
Το τι ακολούθησε είναι γνωστό. Η Τουρκία κατέλαβε το 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας προβαίνοντας σε εθνοκάθαρση καθώς και σε πολλαπλά εγκλήματα πολέμου. Έκτοτε η Τουρκία όχι μόνο έχει εμβαθύνει την κατοχή αλλά προσπαθεί να καταστρέψει την Κυπριακή Δημοκρατία αντικαθιστώντας την με ένα νέο τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα στο οποίο καμιά ουσιαστική απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς τη βούλησή της.
Αξιολογώντας το υφιστάμενο διαπραγματευτικό κεκτημένο μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί ότι έχει επέλθει μια ουσιαστική μετατόπιση προς τις τουρκικές θέσεις. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων. Ήταν επίσης αποτέλεσμα λανθασμένων υποθέσεων εργασίας καθώς και ανυπραξίας ολοκληρωμένης πολιτικής από Αθήνα και Λευκωσία. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι χάθηκε μοναδική ευκαιρία για επανατοποθέτηση του Κυπριακού μετά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
Στη σημερινή συγκυρία υφίστανται τεράστια διλήμματα σε σχέση με το Κυπριακό. Εν πολλοίς μπορεί να λεχθεί ότι η αναζήτηση λύσης στη βάση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με βάση το διαπραγματευτικό κεκτημένο εξακολουθεί να είναι η συμβατική επιλογή. Υπάρχουν και διάφορα άλλα σενάρια, όπως η διαχείριση του status quo και η αναμονή καλύτερων γεωπολιτικών συνθηκών για επίλυση του προβλήματος. Επίσης, δεν είναι μυστικό ότι άτυπα έχει τεθεί από ορισμένους κύκλους το σενάριο της λύσης δύο κρατών εντός της ΕΕ με ουσιαστικές εδαφικές αναπροσαρμογές.
Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η καλύτερη δυνατή επιλογή είναι η υιοθέτηση μιας εξελικτικής προσέγγισης με τελικό στόχο ένα λειτουργικό ομοσπονδιακό πλαίσιο που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1960. (Βλέπε το κείμενο μου με τίτλο «Revisiting the Cyprus Question and the Way Forward» το οποίο δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2017 στο Turkish Policy Quarterly, Volume 15, No.4, (http://turkishpolicy.com/article/841/revisiting-the-cyprus-question-and-the-way-forward).