Το Κυπριακό έχει εισέλθει, προ πολλού, σε μια νέα φάση. Η πολιτική που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία χρόνια δεν οδήγησε στα αποτελέσματα τα οποία ανέμενε η πολιτική ηγεσία, αλλά στην επιδείνωση των δεδομένων. Διαχρονικά, η βάση των συνομιλιών διαφοροποιήθηκε ως αποτέλεσμα των συνεχών παραχωρήσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς. Σημειώνεται, ενδεικτικά, ότι στη Συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ (23 Μαΐου 2008) περιλήφθηκε για πρώτη φορά ο όρος «συνιστώντα κράτη», ο οποίος επαναβεβαιώθηκε με τη Συμφωνία Αναστασιάδη–Έρογλου (11 Φεβρουαρίου 2014).
Γράφει ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ για το SL PRESS
Με βάση το υφιστάμενο κεκτημένο των συνομιλιών μια τέτοια λύση θα προνοεί, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μιας νέας τρικέφαλης οντότητας από δύο ισότιμα συνιστώντα/συνιδρυτικά κράτη. Επί τούτου, σημειώνεται ότι άλλο περιφέρεια και άλλο συνιστών κράτος-οι προεκτάσεις των δύο αυτών εννοιών είναι διαφορετικές. Με αυτή την προσέγγιση θα επέλθει ο παραμερισμός και, όχι, η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει αναβαθμίσει τις απαιτήσεις της σε σχέση με την έννοια της πολιτικής ισότητας, απαιτώντας όχι μόνο αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα του κράτους αλλά και εκ περιτροπής προεδρία. Και αυτό και πάλιν με τον δικό της τρόπο επιλογής. Έπρεπε, προ πολλού, να υποδειχθεί στην τουρκική πλευρά ότι άλλο είναι να μην θεωρείται μειονότητα η τουρκοκυπριακή κοινότητα και άλλο να γίνει αποδεκτή η απαίτηση για πλήρη εξίσωση. Θα μπορούσε ποτέ η Τουρκία να δώσει στους Κούρδους ό,τι απαιτεί για τους Τουρκοκύπριους; Και η τουρκοκυπριακή ηγεσία πώς τοποθετείται επ’ αυτού;
Το μείζον ζήτημα είναι οι ηγεμονικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες πλέον προβάλλονται απροκάλυπτα. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία ακολουθεί την πολιτική της Άγκυρας στο Κυπριακό και, ουσιαστικά, υπηρετεί τους σχεδιασμούς της. Εύλογες είναι οι ανησυχίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων ότι η Τουρκία θα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τους Τουρκοκύπριους αλλά και τους εποίκους για να ελέγχει την Κύπρο ακόμα και μετά από μια διευθέτηση.
Στα ενεργειακά ζητήματα η Τουρκία, όχι μόνο, αμφισβητεί την Κυπριακή ΑΟΖ αλλά ταυτόχρονα απαιτεί, όπως και οι Τουρκοκύπριοι έχουν συμμετοχή σε όλες τις συναφείς αποφάσεις στα τεμάχια τα οποία η ίδια δεν διεκδικεί. Η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία επικαλούνται, κατά το δοκούν, δικαιώματα που προκύπτουν από το Σύνταγμα του 1960. Αγνοούν, όμως, τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις που απορρέουν από το ίδιο Σύνταγμα.
Πεισματική εμμονή
Είναι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες που η Ειδική Απεσταλμένη του Γ.Γ. του ΟΗΕ Τζέιν Χολ Λούτ θα επιχειρήσει να βρει κοινό έδαφος για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Σημειώνεται, συναφώς, και η τουρκο(κυπριακή) απαίτηση για χρονοδιαγράμματα. Η τουρκική πλευρά εμφανίζεται με αυτοπεποίθηση έναντι ενός τέτοιου ενδεχομένου. Δεν είναι μόνο η ισχύς των όπλων. Παράλληλα, είναι πεπεισμένη ότι το διαπραγματευτικό κεκτημένο, εν πολλοίς, ικανοποιεί τους τουρκικούς στόχους, καθώς η Κυπριακή Δημοκρατία θα αντικατασταθεί από μια νέα τρικέφαλη κρατική οντότητα στην οποία καμία ουσιαστική απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς τη συγκατάθεση της τουρκο(κυπριακής) πλευράς.
Υπάρχει μια πεισματική εμμονή για τη συγκεκριμένη πολιτική, η οποία έχει αποτύχει, από μεγάλο μέρος της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας που είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Κατ’ επανάληψιν έχει τονισθεί ότι η συγκεκριμένη φιλοσοφία επίλυσης του Κυπριακού είναι παρόμοια με το Σύνταγμα της Βοσνίας όπου τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά. Και όμως, ούτε αυτό λαμβάνεται υπ’ όψιν ούτε αξιολογούνται οι οικονομικές προεκτάσεις.
Εκτός από τα θέματα στα οποία δεν υπάρχει συναντίληψη ή ακόμα υφίσταται ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, δεν παραγνωρίζουμε την τεράστια δυσπιστία και την καχυποψία. Προ πολλού θα έπρεπε να επιχειρηθεί η υιοθέτηση μιας εξελικτικής προσέγγισης. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτή θα οδηγούσε σε μια διευθέτηση καθώς απαραίτητη, αν και όχι επαρκής, προϋπόθεση για μια τέτοια θετική εξέλιξη θα ήταν ο αλληλοσεβασμός και μια ελάχιστη τουλάχιστον συναντίληψη. Αφετηρία των οποιωνδήποτε προσεγγίσεων θα έπρεπε να είναι ο σεβασμός του δικαιώματος ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε, και η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκύπριων, περιλαμβανομένων των αξιωματούχων της “ΤΔΒΚ”, έχουν την ταυτότητα και το διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αποβάλλει τον φόβο του πολιτικού κόστους από τυχόν προσπάθεια διαφοροποίησης της βάσης των συνομιλιών. Μεγαλύτερο και μοιραίο θα είναι το κόστος εφαρμογής του υπό συζήτηση πλαισίου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προχωρήσουμε θαρραλέα με πραγματισμό. Επιπρόσθετα, η πολιτική της σύζευξης των στόχων μας με ευρύτερα συμφέροντα θα ενισχύσει τις προσπάθειές μας.