Σε συνέχεια του αφιερώματος στις ιταλικές φρεγάτες που ενδέχεται να ενταχθούν σε ελληνική υπηρεσία μέσα στα επόμενα χρόνια εάν και εφόσον η ιταλική πλευρά αποδεχθεί την πώληση μεταχειρισμένων σκαφών που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία, θα προχωρήσουμε σε ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μιας τέτοιας κίνησης.
Όπως αναφέραμε και στα προηγούμενα άρθρα, η μεγάλη ηλικία των ολλανδικών φρεγατών κλάσης “S” που βρίσκονται σε ελληνική υπηρεσία σε συνάρτηση με το υψηλό κόστος των νεότευκτων μονάδων, δεν αφήνει πολλά περιθώρια κινήσεων εάν θέλουμε το πολεμικό ναυτικό να μπορέσει να αποκτήσει ένα σύγχρονο στόλο. Κάτι τέτοιο, με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα αλλά και τις συσσωρευμένες ανάγκες σε όλους τους κλάδους, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω απόκτησης μεταχειρισμένων μονάδων. Η πιθανή απόκτηση αριθμού ιταλικών φρεγατών FREMM κλάσης Bergamini μόνο ως μάννα εξ ουρανού μπορεί να αντιμετωπιστεί. Μια τέτοια κίνηση όμως ποτέ δεν έρχεται χωρίς ορισμένα μειονεκτήματα ούτε είναι πάντοτε η βέλτιστη. Επομένως, πρέπει να ζυγιστούν καλά τα συν και τα πλήν πριν παρθεί η τελική απόφαση. Βέβαια η παλαιότητα και η σταδιακή υποβάθμιση των ικανοτήτων των ελληνικών φρεγατών “S”, μάλλον γέρνουν εύκολα την πλάστιγγα προς την πλευρά ενός νεότερου και κατά πολύ ικανότερου πλοίου ακόμη και εάν μπορεί να υπάρχουν κάποιες ελλείψεις στον οπλισμό και στον εξοπλισμό του. Αυτό βέβαια δεν δίνει άφεση για να επανέλθουν στο τραπέζι προτάσεις τύπου LCS, γιατί πολύ απλά οι Bergamini είναι πλοία πρώτης γραμμής και με δυνατότητες συμπλήρωσης του οπλισμού και του εξοπλισμού τους εάν αυτό χρειαστεί.
Όπως είναι γνωστό οι Bergamini έχουν κατασκευαστεί σε δύο πρότυπα, τις GP (General Purpose) και τις ASW (Anti-Submarine Warfare) με διακριτές διαφορές στον εξοπλισμό και τον οπλισμό τους. Αυτό που δεν είναι γνωστό σήμερα γιατί πολύ απλά βρισκόμαστε στην αρχή, είναι ποια υποκλάση θα γίνει διαθέσιμη για το πολεμικό ναυτικό και για πόσα πλοία μιλάμε. Επομένως, όλα τα ενδεχόμενα είναι ακόμη ανοικτά. Όπως θα δούμε και παρακάτω όποιο έκδοχο και εάν προσφερθεί θα είναι μια πολύτιμη προσθήκη στη Διοίκηση Φρεγατών. Αν και ο αριθμός των ιταλικών φρεγατών είναι πεπερασμένος φαίνεται μια στροφή της ιταλικής πλευράς σε εκδόσεις των Bergamini που είναι πολλαπλών αποστολών συνδυάζοντας στοιχεία και των δύο υποκλάσεων όπως οι GP-e και οι πιο ισχυρές FREMM Evo. Οπότε μπορεί να υπάρξει προοπτική στο άμεσο μέλλον στην αποδεύσμευση παλαιότερων εκδόσεων των φρεγατών αυτών. Μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί σε έκδοση GP οι F590 Calro Bergamini με έτος παράδοσης το 2013 και οι F595/596/597 με έτος παράδοσης 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα, σε έκδοση ASW οι F591/592/593/594 με έτος παράδοσης 2013,2014,2015 και 2016 αντίστοιχα, ενώ αναμένεται η παράδοση μέσα στο 2025 των δύο GP-e και το 2029-2030 των δύο FREMM Evo. Με εξαίρεση τις τέσσερις νεότερες φρεγάτες οι υπόλοιπες οκτώ ανήκουν από τέσσερις σε κάθε υποκλάση.

Οι βασικές διαφορές των δύο υπο-κλάσεων είναι η απουσία πλήρους συστήματος ανθυποβρυχιακού πολέμου στις GP λόγω της έλλειψης της συρόμενης διάταξης CAPTAS 4 στην πρύμνη καθώς και των Α/Υ ρουκετών MILAS και αντίστοιχα η σχετική υποβάθμιση του οπλισμού επιφανείας των ASW με την αντικατάσταση του πρωραίου κύριου πυροβόλου των 127 χιλ από ένα των 76 χιλ καθώς και τη μείωση των μεταφερόμενων αντιπλοϊκών πυραύλων στο μισό.
Τα βασικά πλεονεκτήματα απόκτηση των φρεγατών Bergamini είναι:
Η μικρή σχετικά ηλικία των πλοίων. Η ηλικία των πλοίων αυτών με παράδοση μέσα στη δεκαετία του 2010 θα είναι από 11 έως 17 ετών με ορίζοντα παράδοσης το 2030. Επομένως είναι πλοία κατά πολύ νεότερα των πλοίων που θα θέλαμε να αντικαταστήσουν.
Υπάρχουν μεγάλος αριθμός πλοίων σε υπηρεσία. Ήδη έχουν κατασκευαστεί ή πρόκειται να κατασκευαστούν 24 πλοία σε δύο κύριες εκδόσεις, την γαλλική και την ιταλική. Αυτό σημαίνει ότι είναι μία επιτυχημένη κλάση πλοίων με μεγάλη πιθανότητα επέκτασης των παραγγελιών για τις κατασκευάστριες χώρες ή για χώρες του εξωτερικού. Αυτό, παρ’ όλες τις διαφορές μεταξύ των σκαφών σημαίνει διαθεσιμότητα ανταλλακτικών για πολλά κοινά και μη υποσυστήματα για πολλά χρόνια ακόμη. Όπως επίσης κοινά προγράμματα αναβάθμισης και τέλος πιθανότητα εξεύρεσης επιπλέον διαθέσιμων μεταχειρισμένων σκαφών στο μέλλον.
Είναι πλήρως εξοπλισμένα με εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα και ραντάρ καθώς και πλήρες σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου ESM/ECM. Ο κύριος αισθητήρας του πλοίου είναι το περιστρεφόμενο ραντάρ ενεργής διάταξης φάσης ΑESA Kronos Grand Naval που εκπέμπει στη ζώνη C. Το ραντάρ έχει μέγιστη εμβέλεια για στόχους αέρος στα 300 χλμ και μπορεί να διαχειριστεί πάνω από 300 ίχνη ταυτόχρονα. Όσον αφορά τον ηλεκτρονικό πόλεμο διαθέτει R-ESM και C-ESM και R-ECM μέσω του συστήματος Nettuno 4100 της Eletronica, ένα εξαιρετικά σύγχρονο σύστημα Η/Π.
Τόσο η έκδοση GP όσο και η έκδοση ASW έχουν πολύ ισχυρό οπλισμό για πόλεμο επιφανείας. Αν και η έκδοση GP υπερέχει σημαντικά με οκτώ πυραύλους Otomat Mk2 με δυνατότητα προσβολής παράκτιων στόχων, με ένα βαρύ πυροβόλο Leonardo OTO Melara 127mm με βλήματα Vulcano και ένα OTO Melara 76 mm, η έκδοση ASW διαθέτει επίσης και αυτή μεγάλη ισχύ πυρός με τέσσερις πυραύλους Otomat Mk2 και δύο OTO Melara 76 mm. Μάλιστα τα 76άρια πυροβόλα έχουν όλα και στις δύο εκδόσεις σύστημα STRALES καλύπτοντας και τον ρόλο του συστήματος CIWS.
Διαθέτουν ηλεκτροπρόωση που είναι ιδανική για ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Το προωστήριο σκεύος του πλοίου είναι συνδυασμός ηλεκτροπρόωσης με αεροστρόβιλο σε σχήμα CODLAG (Combination of Diesel Electric And Gas) κατα τον οποίο η ηλεκτροπρόωση χρησιμοποιείται για τις μικρές ταχύτητες και για τις υψηλές ταχύτητες μπαίνει σε λειτουργία και ο αεροστρόβιλος. Το πλοίο διαθέτει δύο ηλεκτρικούς κινητήτηρες Jeaumont Electric με απόδοση 2,500 kW έκαστος που παίρνουν ισχύ από τις τέσσερις ηλεκτρομηχανές του πλοίου τύπου Issota Franchini VL1716 T2 ME οι οποίες αποδίδουν 2190 kW για τα πρώτα δύο πλοία και τις Issota Franchini VL1716 HPCR οποίες αποδίδουν 2800 kW. Η μέγιστη ταχύτητα του πλοίου είναι οι 27 κόμβοι ενώ με τους ηλεκτροκινητήρες η μέγιστη ταχύτητα φτάνει τους 16 κόμβους που δίνει ακτίνα πλεύσης στα 6000 ν.μ. Η ταχύτητα 16 κόμβων με ηλεκτροπρόωση καλύπτει πολύ μεγάλο φάσμα των επιχειρησιακών ταχυτήτων μίας φρεγάτας και μάλιστα με αθόρυβη πλεύση και χαμηλή κατανάλωση καυσίμου.
Παρ ‘όλο που είναι φρεγάτες των 6000 τόνων το πλήρωμα τους είναι μόλις 131 άτομα για τις GP και 133 άτομα για τις ASW σύν 14-23 άτομα για τα δύο ελικότερα. Το μικρό πλήρωμα δίχνει την υψηλή αυτοματοποίηση των πλοίων αλλά και την ευκολία επάνδρωση τους. Οι πλήρεις ενδιαίτησεις φτάνουν τα 200 άτομα επομένως υπάρχει αρκετός χώρος για την φιλοξενία επιπλέον πληρώματος όταν η αποστολή το απαιτεί.
Διαθέτουν μεγάλο ελικοδρόμιο και υπόστεγο ελικοπτέρων ικανό να φιλοξενήσει και να εξυπηρετήσει έως δύο ASW ελικόπτερα μεγέθους SH-90.

Παρ ότι τα πλοία αυτά διαθέτουν μια σειρά σημαντικών πλεονεκτημάτων όπως αυτά που αναφέραμε παραπάνω, δεν παύει όμως να υπάρχουν και μειονεκτήματα τα οποία κατά κύριο λόγο είναι λόγω της ύπαρξης δύο υποεκδόσεων. Πράγμα το οποίο έγκειται στο γεγονός ότι τα πλοία αυτά κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιχειρησιακές ανάγκες του ιταλικού ναυτικού όπως αυτές διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όμως το ελληνικό ναυτικό σε αντίθεση, λόγω ειδικών συνθηκών και μικρότερων πιστώσεων επιδιώκει τα πλοία που αγοράζει να είναι πολλαπλών αποστολών και μάλιστα ιδιαίτερα ισχυρά σε οπλισμό. Επομένως οι ιταλικές Bergamini παρουσιάζουν τα παρακάτω μειονεκτήματα:
Το πιο βασικό είναι η εισαγωγή νέων συστημάτων και όπλων στο πολεμικό ναυτικό με ότι αυτό σημαίνει όσον αφορά την εφοδιαστική αλυσίδα, την υποστήριξη, την εκπαίδευση και το επιπλέον κόστος που αυτό ενέχει. Βέβαια όπως αναφέραμε και για τις ιταλικές PPA, οποιαδήποτε κλάση μεταχειρισμένων σκαφών και να μπει σε ελληνική υπηρεσία θα προκαλέσει τα ίδια «προβλήματα». Αυτό συμβαίνει και με το επιπλέον CMS που θα μπει σε υπηρεσία.
Τα πλοία διαθέτουν μόλις δύο οκταπλούς κάθετους εκτοξευτές αντιαεροπορικών πυραύλων Aster 15/30. Μπορεί για τη δεκαετία του 1990 οι 16 αντιαεροπορικοί πύραυλοι να ήταν ικανοποιητικός αριθμός σήμερα όμως οτιδήποτε λιγότερο από 32 Α/Α πυραύλους θεωρείται λίγο. Πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε ένα πλοίο 6000+ τόνων. Στις Fremm Evo οι ιταλοί θα το διορθώσουν αυτό προσθέτοντας 2 επιπλέον εκτοξευτές πίσω από τους υπάρχοντες. Στις υπάρχουσες φρεγάτες στο σημείο αυτό βρίσκονται επιπλέον ενδιαιτήσεις για το πλήρωμα. Δεν είναι γνωστό πόσο εύκολο είναι η μετασκευή στο μέλλον με την αφαίρεση των ενδιαιτήσεων αυτών και την προσθήκη δύο επιπλέον κάθετων εκτοξευτών. Βέβαια όλα είναι θέμα κόστους και διαθέσιμων κονδυλίων, γιατί τα πλοία διαθέτουν το εκτόπισμα για την προσθήκη αυτή.
Στην έκδοση GP απουσιάζει το συρόμενο σόναρ CAPTAS 4. Το πολεμικό ναυτικό αν και σε παλαιότερες φρεγάτες όπως οι “S” βασιζόταν μόνο στο σόναρ κύτους και το Kingklip Mk2 που φέρουν οι φρεγάτες αυτές είναι ένα εξαιρετικό σόναρ κύτους, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει η τεχνολογία των υποβρυχίων έχει εξελιχθεί και το Π.Ν. προτιμάει οι κύριες μονάδες κρούσης του να διαθέτουν πλήρη σουίτα Α/Υ πολέμου. Εικάζουμε ότι η προσθήκη ενός CAPTAS 4 σε περίπτωση που προσφερθούν φρεγάτες GP θα είναι μία σχετικά εύκολη υπόθεση με μικρές μετατροπές και θα εξαρτηθεί κυρίως από το κόστος αγοράς και εγκατάστασης του CAPTAS 4.
Όλες οι φρεγάτες σε ρόλο CIWS έχουν ένα δεύτερο πυροβόλο OTO Melara 76 mm με σύστημα STRALES. Ίσως θα έπρεπε να γίνει αντικατάσταση με ένα σύστημα RAM με πυραύλους Block2 προσδίδοντας έτσι αυξημένη αντιαεροπορική και αντιβληματική προστασία.
Η αγορά των βασικών φόρτων όπλων και μια πιθανή υιοθέτηση των παραπάνω δύο προσθηκών ανάλογα με την έκδοση που θα μας προσφερθεί θα αυξήσουν το κόστος απόκτησης κατά 200-300 εκατομύρια για δύο πλοία. Βέβαια ακόμη δεν είναι γνωστό καν το πιθανό κόστος πώλησης των πλοίων. Οπότε αν αυτό είναι μέσα στα πλαίσια που επιθυμεί το πολεμικό ναυτικό τότε η δαπάνη επιπλέον 200-300 εκατομυρίων για την διαμόρφωση δύο πλήρως επιχειρησιακών μονάδων σύμφωνα με τα θέλω του πολεμικού ναυτικού είναι παραπάνω από επιβεβλημένη.
Η μεγάλη ηλικία των φρεγατών “S” του πολεμικού ναυτικού και η σταδιακή απομείωση της μαχητικής τους αξίας είναι δεδομένη. Οι παραπάνω φρεγάτες σε όποια διαμόρφωση και αν μας προσφερθούν είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ενίσχυση του στόλου με δύο αρχικά και ίσως περισσότερες αργότερα υπερσύγχρονες φρεγάτες πρώτης γραμμής οι οποίες μαζί με τις τρεις και ελπίζουμε τέσσερις σύντομα γαλλικές FDI να είναι η αιχμή του δόρατος του πολεμικού ναυτικού την επόμενη δεκαετία, συνεπικουρούμενες από τις εκσυγχρονισμένες MEKO 200HN. Δημιουργώντας έτσι έναν βασικό πυρήνα 10-12 σύγχρονων σκαφών και αγοράζοντας πολύτιμο χρόνο ώστε το επιτελείο να θέσει τις βάσεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την μελλοντική δομή του ελληνικού στόλου.