Σε συνέχεια του χθεσινού μας άρθρου όσον αφορά το ισοζύγιο της ναυτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα συνεχίσουμε με τον επίσης πολύ σημαντικό βραχίονα της ναυτικής ισχύος ενός ναυτικού που είναι ο υποβρύχιος στόλος. Από τις αρχές του 1970 και τα δύο ναυτικά έχουν επενδύσει όπως και πολλές άλλες χώρες στη γερμανική υποβρύχια τεχνολογία που έχει αποδώσει μια σειρά από πολύ επιτυχημένες σχεδιάσεις υποβρυχίων. Τα γερμανικά υποβρύχια προσφέρουν υψηλές αποδόσεις στο υποβρύχιο πεδίο επιχειρήσεων λόγω των εξελιγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων τους, της πολύ χαμηλής ακουστικής υπογραφής και της υψηλής απόδοσης του συστήματος ΑΙΡ κάνοντάς τα επικίνδυνους θηρευτές εφάμιλλους των εξελιγμένων αλλά πολύ ακριβότερων επιθετικών υποβρυχίων πυρηνικής πρόωσης.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό ήταν ο πρώτος πελάτης των υποβρυχίων Τ-209 στις αρχές του 1970 και έχει παραλάβει τέσσερα υποβρύχια Τ-209/1100 το 1971-72 από τα οποία δύο παραμένουν σε υπηρεσία σήμερα, και τέσσερα υποβρύχια Τ-209/1200 το 1979-80.

Τα Τ-209/1100 πέρασαν από ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, το Neptune I, στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ύψους 68 δις δρχ. Το πρώτο υποβρύχιο υποβλήθηκε στο πρόγραμμα στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο ενώ τα υπόλοιπα τρία εκσυγχρονίστηκαν στον ναύσταθμο Σαλαμίνας. Το πρόγραμμα προέβλεπε γενικές επισκευές του σκάφους όπως επίσης αναβάθμιση και αντικατάσταση συγκεκριμένων ηλεκτρονικών συστημάτων επεκτείνοντας την επιχειρησιακή ζωή των υποβρυχίων για άλλα είκοσι χρόνια. Συγκεκριμένα έγινε αντικατάσταση του συστήματος Σόναρ CSU 3-2 από το νεότερο CSU 83-90 που περιελάμβανε το Σόναρ Πλευρικής Διάταξης FAS 3-1 και Παθητικής μέτρησης Απόστασης PRS 3-15. Αντικαταστάθηκε το σύστημα ελέγχου βολής από το ΚΑΝΑΡΗΣ, ένα σύστημα που ανέπτυξε η Paramax σε συνεργασία με το ΓΕΤΕΝ. Στο νέο σύστημα ελέγχου βολής ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι τορπίλες SUT, SST-4, Mk37 Mod2 και ο πύραυλος UGM-84D Block 1C. Επίσης σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής το σύστημα μπορεί να εμπλέξει τέσσερις στόχους ταυτόχρονα με έξι τορπίλες ή βλήματα. Αντικαταστάθηκε το ραντάρ ναυτιλίας Calypso II από το Scanter της Terma, αντικαταστάθηκε το σύστημα ESM από το AR-700-S5 στης ARGOSystems. Εγκαταστάθηκε σύστημα αδρανειακής Ναυτιλίας INS Mk29 Mod3, σύστημα GPS της Magnavox και δέκτης δορυφορικής Ναυτιλίας Omega. Τέλος έγινε εγκατάσταση του συστήματος WESS συμβατού με την εξαπόλυση Sub Harpoon σε τέσσερις τορπιλοσωλήνες.

Τα Τ-209/1200 χωρίζονται σε δύο υπο-κλάσεις, στα τρία Τ-209/1200 και στο ένα Τ-209/1200 ΑΙΡ. Στις 31 Μαίου του 2002 υπογράφτηκε το συμβόλαιο του προγράμματος ριζικής αναβάθμισης 3+1 option υποβρυχίων της κλάσης σε Τ-209/1200 ΑΙΡ. Η καθυστέρηση της αναβάθμισης του πρώτου, το υψηλό κόστος και η καχυποψία που αναπτύχθηκε μεταξύ της ελληνικής πλευράς και της HDW με αφορμή τα προβλήματα στην αποδοχή του πρώτου Τ-214 Υ/Β Παπανικολής leader όλης της κλάσης συνέβαλαν στον τερματισμό του προγράμματος με την ολοκλήρωση του πρώτου Υ/Β Τ-209/1200. Το πρόγραμμα αναβάθμισης ύψους 826.173.947 ευρώ που υπογράφτηκε στις 31/5/2002 ήταν εκτεταμένου αφού εκτός από τη γενική επισκευή και αποκατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού και την εγκατάσταση εξελιγμένων ηλεκτρονικών συστημάτων προέβλεπε την εγκατάσταση συστήματος ΑΙΡ τύπου Fuel Cells της γερμανικής Siemens ίδιο με εκείνο των υπό κατασκευή Τ-214. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάστηκε η κοπή του υποβρυχίου πίσω από το ΚΠΜ και η εισαγωγή ενός νέου τμήματος μήκους περίπου 4,5μ που περιείχε τις δύο μονάδες PEMFC τύπου ΒΖΜ120 ισχύος 120 kw η καθεμία, την δεξαμενή υγρού οξυγόνου LOX καθώς και τα περιφεριακά υποσυστήματα στου συστήματος ΑΙΡ. Παράλληλα οι δεξαμενές υδρογόνου εγκαταστάθηκαν εξωτερικά του ανθεκτικού σκάφους πίεσης, κατά μήκος του υποβρυχίου σε υμικυκλικό κέλυφος συγκολλημένο στα ύφαλα του υποβρυχίου. Η εγκατάσταση του τμήματος ΑΙΡ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ολικού μηκούς του υποβρυχίου από τα 55,87μ στα 62,32μ.

Ο εκσυγχρονισμός περιελάμβανε επίσης:

Εγκατάσταση του νέας τεχνολογίας ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης μάχης ISUS 90-46 με δυνατότητα βολής κατευθυνόμενων βλημάτων Sub Harpoon.

Εγκατάσταση Συστήματος Βολής Βλήματος (WES) με δυνατότητα βολής κατευθυνόμενων βλημάτων Sub Harpoon.

Εγκατάσταση ολοκληρομένου συστήματος σόναρ CSU 90 που περιλαμβάνει το σόναρ πλευρικής διάταξης FAS 90, κυλινδρικές διατάξεις παθητικής και ενεργητικής λειτουργίας, αναλυτή ιδίου θορύβου, σόναρ αποστασιομέτρησης και σόναρ αποφυγής ναρκών.

Αντικατάσταση του ραντάρ επιφανείας.

Αντικατάσταση των υπάρχοντων ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM) από το νεότερο UME-100HN.

Αντικατάσταση του περισκοπίου έρευνας από το OMS 100EO.

Εγκατάσταση ιστού SATCOM.

Eκσυγχρονισμός του επικοινωνιακού συστήματος και αντικατάσταση του ιστού επικοινωνιών.

Εγκατάσταση δύο συστήματων εκτόξευσης παραπλανητικών δολωμάτων (decoys) τύπου Circe.

Εγκατάσταση τακτικής ζεύξης δεδομένων Link-11Β.

Aντικατάσταση της έλικας με νεότερη αθόρυβης λειτουργίας.

Μετασκευή θυρίδων καθόδου για την υποδοχή βαθυσκάφους διάσωσης.

Λήψη μέτρων μείωσης θορύβου.

Μετά την παράδοση του πρώτου υποβρυχίου το πρόγραμμα Neptune II διακόπηκε. Το 2010 υπήρξε συνολική αναδιαπραγμέτευση του προγράμματος όπου αποφασίστηκε μέρος των υλικών που είχε ήδη παραχθεί να διατεθεί στο Π.Ν. ως ανταλλακτικά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 90’ το ελληνικό πολεμικό ναυτικό έψαχνε τη διάδοχη κλάση υποβρυχίων που θα έμπαινε σε υπηρεσία την ώρα που τα υποβρύχια Τ-209/1100 πλησίαζαν τα 40 χρόνια υπηρεσίας. Εκείνη την εποχή η HDW προσέφερε στο Π.Ν. μια νέα κλάση υποβρυχίων που ενσωμάτωνε την εμπειρία των Type 209 με τις εξελίξεις της τεχνολογίας του U-212A, ένα υποβρύχιο πολύ κοντά στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του Π.Ν. Το Type 214 όπως ονομάστηκε η νέα κλάση διέθετε την κλασική διαρρύθμιση των Type 209 με το σύστημα αναερόβιας πρόωσης των U-212A και νέας γενιάς ηλεκτρονικά συστήματα, δημιουργώντας ένα υψηλής τεχνολογίας αθόρυβο υποβρύχιο με μεγάλη αυτονομία θέτοντας νέα στανταρντ στα υποβρύχια συμβατικής πρόωσης.

Το σκάφος είναι σχεδιασμένο για χαμηλή ακουστική υπογραφή και κατασκευασμένο από χάλυβα υψηλής αντοχής ΗΥ-100. Ο χάλυβας τύπου ΗΥ-100 δίνει τη δυνατότητα στο υποβρύχιο να επιχειρεί σε μεγαλύτερα βάθη που φτάνουν τα 425 μέτρα. Επίσης φέρει επτάφυλλη προπέλα νέας τεχνολογίας για υψηλή απόδοση με χαμηλό ακουστικό ίχνος. Σε σχέση με τα υποβρύχια Type 209 και U-212A όπου τα πηδάλια κατάδυσης βρίσκονται τοποθετημένα στο μεν στα ύφαλα του σκάφους και στο δε στον πύργο, στο Τ-214 είναι τοποθετημένα στο ύψος του εξωτερικού καταστρώματος. Φέρει στην πλώρη οχτώ τορπιλοσωλήνες των 533 χιλ τοποθετημένους σε διάταξη διπλού L και σε συνδυασμό 16 τορπίλες και υποβρυχίως εκτοξευόμενους πυραύλους κατά πλοίων.

Το ελληνικό πρόγραμμα ξεκίνησε με την υπογραφή στις 15/2/2000 της αρχικής σύμβασης 012Β/00 ύψους 1,264 δις ευρώ για τρία υποβρύχια και εν συνεχεία με την άσκηση της προαίρεσης για μία ακόμη μονάδα στις 24/9/2002 ύψους 409 εκατ ευρώ. Το πρώτο υποβρύχιο όλης της κλάσης δεν απέφυγε τις παιδικές ασθένειες που όμως διορθώθηκαν και οι διορθώσεις αυτές ενσωματώθηκαν κατά τη ναυπήγηση των υπόλοιπων τριών υποβρυχίων που κατασκευάζονταν στον Σκαραμαγκά.

Στην ελληνική έκδοση τα τεχνικά χαρακτηριστικά του υποβρυχίου είναι: Ολικό μήκος 65,3 μέτρα, διάμετρος ανθεκτικού κύτους 6,3 μέτρα, βύθισμα 6,6 μέτρα και ύψος 13 μέτρα. Το εκτόπισμα στην επιφάνεια είναι 1730 τόνοι και σε κατάδυση 1904 τόνοι.

Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του Τ-214 αποτελείται από δύο ηλεκτρομηχανές τύπου MTU 396 16V ισχύος 1060 kw στις 1800 στροφές συνδεδέμένες με εναλλάκτη των 970 kw, 2 συστοιχίες μπαταριών μολύβου οξέος των 324 στοιχείων έκαστη και το σύστημα ΑΙΡ PEMFC που αποτελείται από δύο κυψέλες των 120kw έκαστη. Τα παραπάνω συστήματα κινούν έναν ηλεκτροκινητήρα Permasyn της Siemens των 3900 kw που είναι συνδεδεμένος με μία επτάφυλλη προπέλα. Το υποβρύχιο επιτυγχάνει 10,5 κόμβους στην επιφάνεια, 21 κόμβους μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση, 6,5 κόμβους με τα fuel cells και έχει εμβέλεια 11750 ν.μ. με ταχύτητα 8 κόμβων.

Το υποβρύχιο είναι εξοπλισμένο με ενσωματωμένο σύστημα σόναρ CSU 90, το οποίο διαθέτει κυλινδρική διάταξη για παθητική ανίχνευση μέσης συχνότητας, σόναρ πλευρικής διάταξης FAS για ανίχνευση χαμηλής / μεσαίας συχνότητας, παθητικό σόναρ μέτρησης απόστασης PRS και ενεργό σόναρ ανίχνευσης ναρκών.

Το υποβρύχιο  διαθέτει σύστημα Ηλεκτρο-οπτικού ιστού (OMS) 100EO και περισκόπιο επίθεσης της Zeiss Optronik SERO 400ΕΟ με οπτικό αποστασιόμετρο, θερμικό σύστημα απεικόνισης και παγκόσμιο σύστημα εντοπισμού θέσης. Το ραντάρ ναυτιλίας είναι χαμηλής πιθανότητας υποκλοπής και το σύστημα ESM είναι το TIMNEX II της Elbit. Επίσης διαθέτει ζεύξη δεδομένων Link 11. Το υποβρύχιο φέρει επίσης τέσσερις εκτοξευτές αντιμέτρων κατά τορπιλών τύπου Circe των δέκα δολωμάτων της Leonardo. Το σύστημα διαχείρισης μάχης είναι το ISUS 90-15 με έξι θέσεις πολλαπλών λειτουργιών.

ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ

Το τουρκικό πολεμικό ναυτικό ακολούθησε το παράδειγμα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού λίγα χρόνια αργότερα παραγγέλνοντας έξι Τ-209/1200 της κλάσης TCG Atilah, τα οποία παραδόθηκαν μεταξύ των ετών 1975 και 1989, τα τρία πρώτα κατασκευάστηκαν από την HDW στο Κίελο και παραδόθηκαν μέχρι το 1978 και τα υπόλοιπα τρία κατασκευάστηκαν μεταξύ 1981-1989 στα ναυπηγεία Golcuk στην Κωνσταντινούπολη. Από τα έξι υποβρύχια σήμερα βρίσκονται σε υπηρεσία τα τέσσερα τα οποία και πρόκειται να αντικατασταθούν σταδιακά από τα νέα Τ-214 της κλάσης Reis.

Με την παράδοση του τελευταίου υποβρυχίου Τ-209/1200 το τουρκικό πολεμικό ναυτικό είχε ήδη αποφασίσει τη συνέχιση του ναυπηγικού προγράμματος με την ναυπήγηση των νεότερων πιο σύγχρονων και ικανότερων Τ-209/1400 κλάσης TCG Preveze, που παραδόθηκαν μεταξύ 1994 και 1999. Σκοπός της κίνησης αυτής ήταν να αντικατασταθούν τα τελευταία αμερικάνικα υποβρύχια σε υπηρεσία. Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα το τουρκικό πολεμικό ναυτικό ξεκίνησε να παραλαμβάνει τα τέσσερα βελτιωμένα Τ-209/1400mod κλάσης TCG Gur τα οποία παραδόθηκαν μεταξύ των ετών 2003-2008.

Σήμερα ένα νέο ναυπηγικό πρόγραμμα βρίσκεται σε εξέλιξη με την παραγγελία των έξι υποβρυχίων Τ-214 της κλάσης TCG REeis, που ενσωματώνουν όλες τις τελευταίες εξελίξεις στα ηλεκτρονικά ενώ έχουν θεραπευθεί και όλες οι παιδικές ασθένειες που ταλάνισαν το αντίστοιχο ελληνικό πρόγραμμα κατά την παραλαβή του πρώτου υποβρυχίου της κλάσης. Η ναυπήγηση του πρώτου υποβρύχιου TCG Reis διήρκεσε επτά χρόνια και παραδόθηκε πριν ένα χρόνο ακριβώς στις 24 Αυγούστου 2023, ενώ το δεύτερο υποβρύχιο της κλάσης βρίσκεται σε περίοδο θαλάσσιων δοκιμών.

Παράλληλα όλα τα υποβρύχια των κλάσεων T-209/1400 TCG Preveze και T-209/1400Mod TCG Gur περνάνε από προγράμματα αναβάθμισης με ενσωμάτωση τουρκικών συστημάτων. Τα T-209/1400 TCG Preveze κατά τη διάρκεια του προγράμματος θα αποκτήσουν νέο αδρανειακό σύστημα INS, μετρητικά βάθους, αλατότητας και πυκνότητας του θαλασσινού νερού, νέα περισκόπια επίθεσης, νέα τηλεσκοπική δορυφορική κεραία, σύστημα φιλτραρίσματος του αέρα, σύστημα τηλεπικοινωνιών ανάγκης και αντικατάσταση του παλαιού συστήματος διαχείρισης μάχης ISUS 83/2 από το τουρκικής σχεδίασης ADVENT MUREN με πέντε κονσόλες χειριστών. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει μέχρι το 2027 και κύριοι ανάδοχοι είναι οι STM, ASELSAN και HAVELSAN. Στις 19 Φεβρουαρίου 2024 η STM ανακοίνωσε την υπογραφή συμβολαίου με την SSB για το πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής των υποβρυχίων T-209/1400Mod TCG Gur. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει έξι χρόνια και συμμετέχουν ως κοινοπραξία εκτός της STM οι ASELSAN, ASFAT και HAVELSAN.

3D απεικόνιση του STM500

Πέραν των παραπάνω προγραμμάτων η Τουρκία με την πολυετή εμπειρία στην κατασκευή υποβρυχίων, την μεταφορά τεχνογνωσίας, την εξέλιξη της τουρκικής ναυπηγικής τεχνογνωσίας και των ηλεκτρονικών και των όπλων έχει ξεκινήσει την εξολοκλήρου σχεδίαση και κατασκευή νέων υποβρυχίων με ενσωμάτωση τουρκικών όπλων και ηλεκτρονικών. Το 2022 ξεκίνησε η πρώτη φάση παραγωγής των νέων μίνι υποβρυχίων STM500 με μήκος 42 μέτρα και εκτόπισμα σε κατάδυση γύρω στους 540 τόνους. Θα έχουν πλήρωμα 18 ατόμων μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση 18 κόμβων και αυτονομία 30 ημερών. Το σύστημα θα είναι diesel-electric με μπαταρίες νέας γενιάς ιόντων λιθίου. Τα ηλεκτρονικά θα είναι τουρκικής κατασκευής ενώ θα έχει τέσσερις τορπιλοσωλήνες και θα μεταφέρει συνδυασμό οκτώ όπλων, βαρέων τορπιλών AKYA και υποβρυχίως εκτοξευόμενους πυραύλους ATMACA. Το επόμενο εξελικτικό βήμα είναι η σχεδίαση μιας νέας κλάσης υποβρυχίων εκτοπίσματος 2500-3000 τόνων του πρόγραμματος MILDEN με τουρκικής σχεδίασης συστήματος AIP.

Συγκρίνοντας την πορεία των ναυπηγήσεων μεταξύ των δύο χωρών βλέπουμε ότι σε αντίθεση με το τι συμβαίνει στη χώρα μας, στην Τουρκία με πρόγραμμα και συντονισμό υπήρξε μια διαρκής ανανέωση του στόλου και ουσιαστικά πριν τελειώσει το ένα πρόγραμμα είχε ξεκινήσει το επόμενο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της οροφής στα 14-16 υποβρύχια και ταυτόχρονα την σταδιακή ανανέωση και αναβάθμιση του στόλου. Ακόμη κι έτσι για το πρώτο τουρκικό υποβρύχιο Τ-214 χρειάστηκαν επτά χρόνια για να παραδοθεί στο τουρκικό ναυτικό με πολλές τουρκικές εταιρίες να αποκτούν τεράστια τεχνογνωσία.

Δυστυχώς ο συσχετισμός δυνάμεων μέχρι το τέλος της δεκαετίας αναμένεται δυσοίωνος για το ελληνικό πολεμικό ναυτικό ακόμη και εάν σήμερα υπογράψουμε για τη ναυπήγηση τεσσάρων νέων υποβρυχίων. Επίσης, είναι άγνωστο εάν θα υπάρξουν στο άμεσο μέλλον σχεδιάσεις που μπορεί να ενταχθούν ως ενδιάμεση λύση αφού από την υπογραφή του συμβολαίο μέχρι την παράδοση ενός νέου υποβρυχίου χρειάζονται έξι με επτά χρόνια. Επίσης το κόστος είναι αρκετά υψηλό αγγίζοντας τα 600 εκατομύρια για ένα νέο Τ-214. Με τις σημερινές προβλέψεις το 2030 η Ελλάδα θα διαθέτει πέντε υποβρύχια, εκ των οποίων το ένα πενήντα ετών, την ώρα που η Τουρκία θα διαθέτει 14 νέα ή πλήρως αναβαθμισμένα υποβρύχια με μέση ηλικία 20 ετών ενώ θα έχει αρχίσει να παραλαμβάνει και τα πρώτα μίνι υποβρύχια. Μια αναλογία 1 προς 3, τη χειρότερη όλων των εποχών. Οι υπεύθυνοι για αυτή την ανησυχητική κατάσταση ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους και ας προβούν σε άμεσες διορθωτικές κινήσεις.