Διαρκής είναι η αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων ασύμμετρου ναυτικού πολέμου από τις Ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις. Σε τελετή που έλαβε χώρα στις 11 Δεκεμβρίου, οι Φρουροί της Επανάστασης, όπως αποκαλούνται οι Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράν, ενέταξαν στη δύναμη τους ένα μεγάλο στόλο ταχύπλοων σκαφών που αριθμούν τα 110 πλωτά.
Πρόκειται για ταχύπλοα σκάφη που αναπτύσσουν ταχύτητες από 55 έως 75 κόμβους και είναι εξοπλισμένα με πυραύλους, ρουκέτες και τορπίλες. Τα σκάφη είναι ενταγμένα σε αγέλες και στόχο έχουν τη προσβολή μεγάλων μονάδων επιφανείας μέσω επιθέσεων κορεσμού. Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ιράν είχε παραλάβει άλλα 100 σκάφη ενω τη προηγούμενη εβδομάδα προστέθηκαν άλλα 110. Στόχος είναι ο αριθμός να ανέλθει στα 350 ταχύπλοα.
Tο Σώμα Φρουρών της Επανάστασης διαθέτει ταχύπλοα διαφόρων τύπων (ανοιχτής και κλειστής καμπίνας και πνευστά σκάφη), όλα τους εφοδιασμένα με ελαφρύ οπλισμό, ενώ έχουν επισημανθεί και τηλεχειριζόμενοι πύργοι, η χρήση των οποίων επιτρέπει πιο εύστοχα πυρά και προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στο πλήρωμα. Υπάρχει και το ιρανικής σχεδίασης και ανάπτυξης ταχύπλοο Seraj-1, πιθανότατα αντίγραφο του νοτιοαφρικανικού Bladerunner 51 (σε βρετανική υπηρεσία). Το Seraj-1 είναι εξοπλισμένο με πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών και βαρύ πολυβόλο. Επιτυγχάνει μέγιστες ταχύτητες 55-72 κόμβων (102-133 χιλιομέτρων την ώρα). Το, επίσης ιρανικής σχεδίασης και ανάπτυξης, Zolfaghar, είναι εξοπλισμένο με ραντάρ και βλήματα κατά πλοίων Nasr-1, μέγιστου βεληνεκούς 34 χιλιομέτρων (αντίγραφο των κινεζικών C704). Επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 70 κόμβους (130 χιλιόμετρα την ώρα).
Σύμφωνα με τα αμερικανικά και ισραηλινά δημοσιεύματα η τακτική που ακολουθεί το Ιράν είναι η εξής: Μια ομάδα ταχύπλοων σκαφών, με διαφορετικό οπλισμό για κάθε σκάφος, προσεγγίζει το στόχο (μεγάλο σκάφος επιφανείας) από διαφορετικές κατευθύνσεις και με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Κατά τη φάση της προσέγγισης τα σκάφη εκτελούν συνεχείς βολές με πολυβόλα, στοχεύοντας στους αισθητήρες του πλοίου, κυρίως τα ραντάρ.
Πλεονέκτημα των σκαφών είναι το μικρό ίχνος ραντάρ που διαθέτουν. Μειονέκτημα του πλοίου είναι η ευαισθησία των αισθητήρων, που σημαίνει ότι μια ριπή μπορεί να τα θέσει εκτός λειτουργίας, και το πλοίο να μην μπορέσει να συνεχίσει την αποστολή του. Επίσης η ταυτόχρονη προσβολή από όλες τις κατευθύνσεις και από όπλα έναντι των οποίων τα συστήματα εγγύς προστασίας του πλοίου είναι ανίσχυρα (RAM και Phalanx έχουν σχεδιαστεί να αμύνονται κατά βλημάτων και όχι κατά φυσιγγίων) σημαίνει επίθεση κορεσμού, άρα αύξηση της πιθανότητας επιτυχούς πλήγματος.
Η περιγραφή της συγκεκριμένης τακτικής δεν είναι τυχαία. Αποτέλεσε αντικείμενο δοκιμής-άσκησης του Αμερικανικού Ναυτικού το 2002. Τότε, ο Στρατηγός των Πεζοναυτών, Paul Van Riper, οργάνωσε την άσκηση «Millennium Challenge 2002», κατά την οποία εξομοιώθηκε επίθεση κατά μιας αμερικανικής αμφίβιας δύναμης από ομάδα ταχύπλοων σκαφών με ελαφρύ οπλισμό και βλήματα κατά πλοίων. Από την άσκηση διαπιστώθηκε ότι η μαζική και ταυτόχρονη επίθεση ταχύπλοων σκαφών υπερέβη τις δυνατότητες του συστήματος Aegis. Το αποτέλεσμα ήταν να τεθούν, εικονικά, εκτός μάχης 16 πλοία και οι απώλειες να ανέλθουν 20.000 άτομα (νεκροί και τραυματίες).
Το πιθανότερο είναι ότι η κίνηση των ταχύπλοων προς τον στόχο θα συνοδευτεί και από χρήση βλημάτων κατά πλοίων, από παράκτιες συστοιχίες, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τακτικής μαζικής προσβολής. Εδώ όμως προστίθεται και η παράμετρος του έγκαιρου εντοπισμού του στόχου και της στοχοποίησης του, δηλαδή η κρίσιμη παράμετρος των UAV. Σύμφωνα με έκθεση του Αμερικανικού Γραφείου Ναυτικών Πληροφοριών (Office of Naval Intelligence : ONI), το 2009, με τίτλο «Iran’s Naval Forces: From Guerrilla Warfare to a Modern Naval Strategy» το Ιράν, με τη χρήση ένοπλων ταχύπλοων σκαφών και με την τακτική των μαζικών επιθέσεων επιδιώκει τακτικό πλεονέκτημα. Επίσης προσθέτει ότι: «Τα ταχύπλοα σκάφη μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες, έχουν μικρό βύθισμα, είναι δύσκολα στον εντοπισμό, λόγω του μικρού τους ίχνους και, ακόμα και αν εντοπιστούν, είναι δύσκολο να αναγνωριστούν ως φίλια ή εχθρικά … είναι κατάλληλα για ασύμμετρες αποστολές προσβολής και άμεσης αποχώρησης».
Ένα άλλο μειονέκτημα των μεγάλων πλοίων επιφανείας, που επιχειρούν σε κλειστές θάλασσες, όπως το Αιγαίο, ή σε παράκτιο περιβάλλον, είναι η αδυναμίας τους να έχουν στη διάθεση τους, ανά πάσα στιγμή, ολοκληρωμένη εικόνα του πεδίου μάχης, σε θάλασσα, αέρα και ξηρά, διότι οι απειλές ή η παρουσία του εχθρού αλλάζει συνεχώς.
Αυτό το μειονέκτημα ευνοεί τη χρήση των μικρών οπλισμένων ταχύπλοων σκαφών. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ευελιξία των πλοίων επιπέδου κορβέτας ή φρεγάτας μειώνεται όταν καλούνται να επιχειρούν σ’ ένα περιβάλλον όπως το Αιγαίο όπου υπάρχουν πολλά και διάσπαρτα νησιά (για παράδειγμα ο άξονας Κυκλάδες-Δωδεκάνησα). Η μειωμένη ευελιξία τα καθιστά ευκολότερους στόχους για παράκτιες συστοιχίες, για παράδειγμα, ενώ τα πολλά νησιά προσφέρουν άπειρες κρυψώνες για τα ταχύπλοα σκάφη.
Και φυσικά εδώ υπεισέρχεται η παράμετρος κόστος. Μικρά ταχύπλοα με βαρύ οπλισμό είναι πολύ οικονομικές λύσεις με μεγάλο όφελος και επιχειρησιακή απόδοση. Με κόστος ανά σκάφος το πολύ 2-3 εκατομμύρια ευρώ μπορεί να υπάρξει μια πολύ ολοκληρωμένη σχεδίαση με βαρύ οπλισμό και πολύ υψηλές ταχύτητες ικανή να προσφέρει πολλά στην άμυνα των νησιών. Τα οικονομικά δεδομένα επιβάλουν να σκεφτούμε έξυπνες και ευέλικτες λύσεις.