Ενώ, με την προηγούμενη αμερικανική διοίκηση είχε ξεκινήσει ένα μοντέλο «εταιρικής σχέσης», ένα έργο που αποσκοπούσε να προχωρήσει πέρα από την ιστορική σχέση ασφαλείας σε μια βάση δημιουργίας σταθερών οικονομικών και πολιτιστικών δεσμών, σήμερα οι σχέσεις της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν εισέλθει σε ένα συνεχή κλιμακούμενο, κύκλο κρίσης. Και τα δύο μέρη είναι απογοητευμένα με τη συμμαχία τους παρά τα μακροπρόθεσμα αμοιβαία οφέλη τους. Οι προσπάθειες για την εμβάθυνση των σχέσεων τους έχουν αντικατασταθεί από την αναζήτηση τρόπων για την άμβλυνση των επιπτώσεων των παρουσιαζομένων κρίσεων.
Γράφουν οι ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΪΛΑΣ και ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΡΙΒΑΣ για το LIBERAL
*Ο κ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΪΛΑΣ είναι Υποναύαρχος (εα) του ΠΝ. Ο κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΡΙΒΑΣ είναι «Συντονιστής ΤΟΡΕΝΕ -ΙΔΙΣ, μέλος της Ομάδας Θαλάσσιας Στρατηγικής του ΕΛΙΣΜΕ».
Η βασική ανησυχία σχετικά με τη σχέση τους, είναι εάν αυτές οι επαναλαμβανόμενες αντιπαραθέσεις θα προκαλέσουν μια σοβαρή ρήξη στη συμμαχία. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ήδη την ιδέα για «εκδίωξη της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ», αν και αυτό δεν είναι τεχνικά δυνατό. Μέχρι τώρα ο πρόεδρος Ερντογάν προσπάθησε να δημιουργήσει εναλλακτικές συμμαχίες για την Τουρκία, οι οποίες όμως δεν έχουν επιτύχει την απόκτηση μακροπρόθεσμων επιλογών από τους νέους συμμάχους, ώστε να υποκαταστήσουν το ΝΑΤΟ. Έτσι, από εδώ και πέρα, υπάρχουν δύο δρόμοι: η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είτε συνεχίζουν ακάθεκτοι ο ένας εναντίον του άλλου το παιχνίδι δειλίας (το περιβόητο Chickengame), που τελειώνει με μια σύγκρουση, ή θα μπορούσαν να στρίψουν το τιμόνι και να προσπαθήσουν να φτάσουν σε μια μεγάλη συμφωνία.
Πάντως πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι τουρκικές και αμερικανικές αρχές μέχρι στιγμής έχουν καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες να απομονώσουν κάθε κρίση από την ευρύτερη σχέση. Όμως, παρά την επιτυχία τους, απέτυχαν να επιλύσουν τα σοβαρά θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα της αντιπαράθεσης. Η προσέγγιση των δύο προέδρων μεταξύ τους και οι κινήσεις τους στην κρίση δείχνουν μια άγρια κόντρα. Αυτοί, οι ίδιοι όμως, θα μπορούσαν να επιλύσουν την αντιπαράθεση πολύ γρήγορα ή θα μπορούσαν να τη κλιμακώσουν έως το σημείο θραύσης. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο ηγέτες εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μια ταχεία συμφωνία. Διαφορετικά, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα συνεχίσουν να κινούνται προς μια κατάσταση διαρραγής. Οι αντιδράσεις μέχρι τώρα δείχνουν τη συνέχεια των κοινών συμφερόντων και την προθυμία να διατηρήσουν τη συμμαχία. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να δοκιμάσουν τα όρια των σχέσεων κάτω από την ψευδαίσθηση ότι η συμμαχία τους είναι άθραυστη.
Οι διμερείς σχέσεις, ωστόσο, καθορίζονται από την διαθέσιμη ισχύ που έχει κάθε κράτος προκειμένου να έχει τα «’σχετικά κέρδη» με το μέρος του. Με άλλα λόγια, να μπορεί να μιλά και για απόλυτα κέρδη. Ο Thomas Schelling , ο βασικός θιασώτης του στρατηγικού ρεαλισμού, σχεδίασε έναν οδηγό διαπραγμάτευσης στον οποίο εστιάζει στην αξιοπιστία της απειλής. Κεντρικό επιχείρημα του Νορβηγού νομπελίστα, είναι πως αν επιθυμούμε μια δίκαιη διαπραγμάτευση η οποία θα δίνει ανάλογα οφέλη (βάση την ισχύ του κάθε μέρους) και θα εξασφαλίζει σταθερότητα (σ.σ. ειρήνη), χρειάζεται η ορθή χρήση της απειλής χρήσης βίας (οποιασδήποτε μορφής) αλλά όχι η χρήση αυτή καθ’ αυτή. Στο τέλος, καταλήγει ο Schelling, «τα ισχυρά κράτη, δε χρειάζεται να διαπραγματευτούν όταν έχουν διαφορές με πολύ μικρότερα κράτη».
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Αρκούσε μια ανακοίνωση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης από τον Αμερικανό πρόεδρο για να φτάσει η τουρκική οικονομία να βρίσκεται προ των πυλών του ΔΝΤ. Ο παράγοντας που θα βελτιώσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, δεν μπορεί να αφορά την από κοινού υποχώρηση των δύο μερών. Το διακύβευμα είναι στρατηγικού χαρακτήρα τόσο για την περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και για την παγκόσμια πολιτική. Η τουρκική πολιτική διέπεται από δύο βασικές επιλογές. Τη συνέχιση της πολιτικής πρόσδεσης της Τουρκίας στην ρωσική σφαίρα επιρροής (ούσα η Άγκυρα μέλος του ΝΑΤΟ) ως αντίποινα στις αμερικανικές κυρώσεις ή την αναδίπλωση της Τουρκίας και στην επιστροφή της στο ρόλο που είχε πριν το 2003 για τη Δύση.
Με την πρώτη ματιά, η αναδίπλωση φαντάζει να είναι η ορθολογική και επικερδής για την Τουρκία ειδικά τώρα που οι συνέπειες των κυρώσεων έχουν επηρεάσει τη συνολική ισχύ της Τουρκίας. Παρόλα αυτά, η μη αναδίπλωση της Τουρκίας, λανθασμένα ερμηνεύεται σαν «καπρίτσιο» του Τούρκου «Σουλτάνου». Οι σχέσεις με την Ρωσία δεν έχουν καθοριστεί ως βραχυπρόθεσμες και ωφελιμιστικές από την πλευρά της Τουρκίας, αλλά από την πλευρά της Ρωσίας. Επομένως τα αντίποινα στα οποία μπορεί να προχωρήσει η Ρωσία σε περίπτωση τουρκικής αναδίπλωσης, ίσως αποδειχθούν μοιραία για την Τουρκία, τόσο στη Συρία, όσο και στην περιοχή του Καυκάσου. Με άλλα λόγια, η Τουρκία, ενώ μπήκε στη λογική του πλειστηριασμού μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, έχει εγκλωβιστεί σε ένα πλέγμα σχέσεων το οποίο την υποχρεώνει να θεωρήσει τα σχετικά κέρδη (από την πρόσδεσή της στη μια ή στην άλλη πλευρά) ταυτόσημα με τις ελάχιστες δυνατές ζημιές. Αυτή τη στιγμή, και μη μπορώντας εύκολα το ΝΑΤΟ να προχωρήσει σε αποβολή της Τουρκίας, η Άγκυρα συνεχίζει την αδιαλλαξία της, επενδύοντας σε περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων της με Ρωσία και Ιράν, πιθανολογώντας πως έχουν τα δύο κράτη πολλούς λόγους να τη στηρίξουν καθώς βάλλονται και τα ίδια από τις ΗΠΑ.
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα καθοριστούν επομένως από την τουρκική πολιτική βούληση καθώς η ατζέντα αιτημάτων των ΗΠΑ, αναφορικά με τη στρατηγική θέση της Τουρκίας, δεν μπορεί να αλλάξει. Σχέσεις της Τουρκίας (εκτός ΝΑΤΟ) με τη Ρωσία που αποκτούν υφή «ειδικής σχέσης» (όπως και με το Ιράν) δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από τις ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι η Τουρκία, ως μια μεσαία δύναμη, θα αναγκαστεί να αναδιπλωθεί και να επιστρέψει σαν στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ. Ωστόσο, το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι αβέβαιο, κυρίως λόγω του περίπλοκου πλαισίου που σκιαγραφήθηκε παραπάνω. Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι σε διεθνείς θεσμούς, ακόμη και όταν έχουν σαφές περιεχόμενο και μάλιστα περιεχόμενο που αφορά την σκληρή ισχύ (ΝΑΤΟ) οι σύμμαχοι εντός αυτών, έχουν παραπληρωματικά συμφέροντα αν όχι, αντίθετα.