Τζογαδόρος της διεθνούς πολιτικής, με εκπεφρασμένες τάσεις αναθεωρητισμού, αλυτρωτικές ορμές και δεδηλωμένες διαθέσεις επέκτασης της τουρκικής επιρροής πέραν του σημερινού συνοριακού στάτους-κβο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται τα τελευταία δύο χρόνια να παίζει ανοιχτά σε δύο ταμπλό μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ για τις ΑΠΟΨΕΙΣ
Ο πιο πειθήνιος σύμμαχός του, ωστόσο, είναι άλλος: η Ευρώπη, η οποία μάλιστα τον έχει στηρίξει οικονομικά περισσότερο από κάθε άλλον. Περισσότερο και από τις ΗΠΑ (που διαπραγματεύονται σκληρά στοχεύοντας πάντοτε σε μακροπρόθεσμα στρατηγικά οφέλη) αλλά και από τη Ρωσία (που ποτέ δεν δίνει χωρίς να έχει λαμβάνειν).
ΗΠΑ και Ρωσία διεκδικούν από τον Ερντογάν ανταλλάγματα. Του θέτουν πιεστικά διλήμματα στο πλαίσιο ευρύτερων γεωπολιτικών ανταγωνισμών (S-400 ή F-35, TurkStream ή αμερικανικό LNG, Ισραήλ ή Ιράν κ.α.), προσφέροντας βέβαια από καιρού εις καιρόν και κάποια διόλου ευκαταφρόνητα «τυράκια», είτε πρόκειται για οπλικά συστήματα είτε για ενεργειακά οφέλη. Όλα αυτά, όμως, με το αζημίωτο.
Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία βρίσκονται, ωστόσο, παράλληλα σε ανοιχτή επικοινωνία, συζητώντας μάλιστα σενάρια που δεν συμφέρουν ούτε στο ελάχιστο την Τουρκία: για παράδειγμα σενάρια στήριξης των Κούρδων της Συρίας ή ανοχής απέναντι στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ Άσαντ, με την κάθε πλευρά φυσικά να θέτει τους δικούς της όρους.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη της περιόδου αναθέρμανσης στις σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας, η Ρωσία εξακολουθεί να διατηρεί σε ισχύ κάποιες από τις κυρώσεις που είχε επιβάλει σε βάρος της Τουρκίας μετά τον Νοέμβριο του 2015 και την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού στη Συρία από τουρκικά πυρά (κυρώσεις όπως είναι για παράδειγμα η υποχρέωση θεωρήσεων εισόδου για όσους Τούρκους πολίτες θέλουν να ταξιδέψουν στη Ρωσία, ή το πλαφόν στις εισαγωγές ντομάτας από την Τουρκία στους 50.000 τόνους ετησίως, από εκεί που οι αντίστοιχες εισαγωγές άλλοτε άγγιζαν τους 360.000 τόνους).
Όσο για τα σενάρια περί «αποδολαριοποίησης» στις διμερείς συναλλαγές μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας που επιλέγει να διατυμπανίζει ο Ερντογάν, αυτά πρακτικά θα αργήσουν πολύ να γίνουν πραγματικότητα… εάν ποτέ γίνουν, ειδικά στο μέτωπο των ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών προς την Τουρκία.
Αλλά και οι Αμερικανοί από την πλευρά τους, πιέζουν τον Ερντογάν ποικιλοτρόπως: επιβάλλοντας δασμούς (στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα από την Τουρκία), προχωρώντας σε δικαστικές διώξεις (κατά των Μεχμέτ Χακάν Ατίλα και Ρεζά Ζαράμπ), προλειαίνοντας το έδαφος για πρόστιμα κατά τουρκικών κρατικών τράπεζων (Halkbank), σφίγγοντας τον κλοιό των κυρώσεων γύρω από το Ιράν και όσους συνεργάζονται με αυτό (βλέπε Τουρκία), και παγώνοντας παλαιότερες συμφωνίες αξίας πολλών δισ. δολ. (F-35), ενώ παράλληλα καταστρώνουν και εναλλακτικά σχέδια μετατόπισης του στρατηγικού βάρους μακριά από την Τουρκία και το Ιντσιρλίκ (προς Σούδα, Ιορδανία κ.α.).
Ενδεικτικά, μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο ειδικός αντιπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη Συρία, Τζέιμς Τζέφρι, βρέθηκε σε Ισραήλ και Ιορδανία.
Η Ευρώπη από την άλλη, επιμένει να αντιμετωπίζει την Τουρκία φοβικά. Δεν παίρνει αλλά κυρίως δίνει. Δεν πιέζει αλλά ως επί το πλείστον καλοπιάνει, φοβούμενη μήπως δυσαρεστήσει τον επιτήδειο γείτονα. Λες και η Τουρκία είναι εκείνος ο ιερός πυλώνας της διεθνούς σταθερότητας που εάν τύχει και κλονιστεί… μετά καήκαμε όλοι, όπως τυχαίνει να υποστηρίζει ο ίδιος ο Ερντογάν. Η ΕΕ έχει επιβάλει μεν κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά όχι και στην Τουρκία. Όχι πως θα έπρεπε, αλλά λέμε…
Το πιο «σκληρό» που κάνει όταν διαπραγματεύεται με την Άγκυρα είναι μην της δίνει (ή να καθυστερεί να της δώσει) όσα εκείνη διεκδικεί αλλά ακόμη δεν έχει (την απελευθέρωση της βίζας, νέα κεφάλαια οικονομικής βοήθειας κ.α.). Εν τω μεταξύ, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να δίνουν: οικονομική βοήθεια (6 δισ. ευρώ για το προσφυγικό), αλλά και προενταξιακή βοήθεια (με καθυστερήσεις όμως στην υλοποίηση) από την οποία μάλιστα έχουν δει «μόνο περιορισμένα αποτελέσματα μέχρι τώρα». «Η Τουρκία, βασικός εταίρος της ΕΕ στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ χώρα, είναι, με εξαίρεση τα κράτη μέλη της ΕΕ, η χώρα που λαμβάνει τη μεγαλύτερη βοήθεια από την ΕΕ…
Η χρηματοδοτική βοήθεια της ΕΕ, η οποία έχει προγραμματιστεί μέσω του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας για την Τουρκία, την περίοδο από το 2007 έως το 2020, υπερβαίνει τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ», σημειώνει σε πρόσφατη ειδική έκθεσή του (με ημερομηνία Ιουλίου 2018) το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Κατά τα λοιπά, η ΕΕ συνεχίζει να ξεχωρίζει ως ο με διαφορά μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, ενώ ειδικότερα μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η Γερμανία είναι εκείνη που κάνει τις μεγαλύτερες μπίζνες με τη χώρα του Ερντογάν.
Οχτώ κράτη-μέλη της ΕΕ (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Πολωνία, Σουηδία) εμφανίστηκαν προ ημερών να παίρνουν εγγράφως θέση, με κοινή τους ανακοίνωση, στο πλευρό της Τουρκίας για τις επαπειλούμενες εξελίξεις στην επαρχία Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας.
Σύμφωνα με τους «οχτώ», η επαρχία Ιντλίμπ δεν αποτελεί το τελευταίο προπύργιο των τζιχαντιστών αλλά «την τελευταία εναπομείνασα ζώνη αποκλιμάκωσης» στη Συρία, και μια εκτεταμένη στρατιωτική επιχείρηση εκεί θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες.
Σε παρόμοιο πνεύμα, η πρέσβης της Βρετανίας στον ΟΗΕ, Κάρεν Πιρς, υπογράμμισε ότι συμφωνεί απόλυτα με τον Ερντογάν στο συγκεκριμένο θέμα. «Στηρίζουμε τις διπλωματικές προσπάθειες που καταβάλλονται από την Τουρκία», γράφουν στην κοινή τους ανακοίνωση οι «οχτώ», αφήνοντας ασχολίαστο το γεγονός (που επιβεβαιώνεται όμως και από τον ίδιον τον Ειδικό Απεσταλμένο του ΟΗΕ για τη Συρία, Στάφαν ντε Μιστούρα) ότι στην επαρχία Ιντλίμπ βρίσκονται οχυρωμένοι σήμερα τουλάχιστον 10.000 τζιχαντιστές οργανώσεων όπως είναι η Hayat Tahrir al-Sham με την ηγεσία των οποίων το καθεστώς Ερντογάν τυχαίνει μάλιστα να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αντιμετωπίζει τους εν λόγω μαχητές ως τρομοκράτες. Διόλου τυχαία, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κοντά στα σύνορα με την Τουρκία ελέγχοντας συνοριακά περάσματα.
Οι Ρώσοι αντιθέτως από την πλευρά τους, αν και παρουσιάζονται ως οι νέοι σύμμαχοι της Άγκυρας… ενάντια στη Δύση, όχι μόνο διαφωνούν με τον Ερντογάν ως προς τις επικείμενες εξελίξεις στη Συρία αλλά και τον «αδειάζουν» δημοσίως. Για το λόγου το αληθές, αρκεί μια αναδρομή σε όσα διημείφθησαν σε ζωντανή τηλεοπτική αναμετάδοση την περασμένη Παρασκευή στην Τεχεράνη μεταξύ Πούτιν, Ερντογάν και Ροχανί.
Κινούμενος σε γραμμή εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη της Άγκυρας, ο Ρώσος πρόεδρος απέρριψε την έκκληση Ερντογάν για εκεχειρία. Παράλληλα, περιόρισε γεωγραφικά το πρόβλημα της τρομοκρατίας μόνο στην επαρχία του Ιντλίμπ όπου δρουν τζιχαντιστές, και όχι στις περιοχές ανατολικά του Ευφράτη όπου δρουν Κούρδοι. Όλα τα παραπάνω έγιναν δε σε live αναμετάδοση… επειδή προφανώς κάποιοι (Ρώσοι; Ιρανοί;) ήθελαν να βγουν προς τα έξω οι όποιες διαφωνίες… όπως και έγινε. Τούρκοι αναλυτές (όπως ο έγκριτος Μουράτ Γετκίν) εκτιμούν ότι ο Πούτιν κρατάει ανοιχτούς διαύλους με τις ΗΠΑ αλλά και με τους Κούρδους (PKK, PYD).
Άλλοι (όπως ο πιο ερντογανικός Μουχιτίν Αταμάν) καταγγέλλουν ότι Ρώσοι και Αμερικανοί έχουν συμφωνήσει να μοιράσουν τη Συρία σε δύο σφαίρες επιρροής, με τη Μόσχα να ελέγχει τα δυτικά και την Ουάσιγκτον τα βορειοανατολικά. Όπως διαμορφώνονται σήμερα τα δεδομένα, είναι σαφές ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον Άσαντ υπέρ του Ερντογάν.
Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι οι Ρώσοι (αν και επέτρεψαν στους Τούρκους να επιτεθούν στο Αφρίν) εξακολουθούν να μην αναγνωρίζουν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) ως τρομοκρατική οργάνωση. Αλλά και οι Αμερικανοί, αν και σύμμαχοι με την Τουρκία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αρνούνται να πάρουν θέση στο πλευρό του Ερντογάν. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται μεν έτοιμη να χτυπήσει στρατιωτικά τις (υποστηριζόμενες από τη Ρωσία και το Ιράν) δυνάμεις του Άσαντ… αλλά μόνο στην περίπτωση που το συριακό καθεστώτος προχωρήσει σε χρήση χημικών όπλων.
Ο πόλεμος στη Συρία, ωστόσο, δεν γίνεται για τα χημικά. Και στη συντριπτική τους πλειονότητα (σε ποσοστό ακόμη και 99% ή παραπάνω), όσοι έχουν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο της Συρίας δεν ήταν θύματα χημικών επιθέσεων αλλά συμβατικών όπλων.
Η αίσθηση που υπάρχει μάλιστα διεθνώς είναι ότι οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να επιχειρήσουν καν να εμποδίσουν την όποια στρατιωτική επιχείρηση ανακατάληψης του Ιντλίμπ από τις δυνάμεις του Άσαντ… όπως άλλωστε δεν είχαν εμποδίσει προ διετίας και την επιχείρηση ανακατάληψης του Χαλεπίου.
Αντιθέτως μάλιστα, λέγεται ότι οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι να αφήσουν τη Συρία υπό τον έλεγχο της Ρωσίας και του Άσαντ, εάν η Μόσχα συμφωνήσει να περιορίσει τις κινήσεις (και την επιρροή) του Ιράν στην περιοχή. Με άλλα λόγια, πλέον το κρίσιμο ζητούμενο για την Ουάσιγκτον δεν είναι να ανατραπεί ο Άσαντ αλλά να μην αποκτήσει το Ιράν ελεύθερη πρόσβαση στη Μεσόγειο μέσω Συρίας.
Οι Αμερικανοί φέρονται μάλιστα να πιέζουν τη Ρωσία να βοηθήσει προς μια τέτοια κατεύθυνση απομόνωσης του Ιράν, προσφέροντας ως πιθανό αντάλλαγμα και το ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων που έχουν επιβάλει στη Μόσχα. Το θέμα φαίνεται να συζητήθηκε και κατά την πεντάωρη συνάντηση που είχαν προ ημερών στη Γενεύη ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζον Μόλτον, με τον Ρώσο ομόλογό του, Νικολάι Πατρούσεφ. Στο ίδιο πλαίσιο, οι Αμερικανοί εμφανίζονται διατεθειμένοι να κρατήσουν και περί τους 2.200 δικούς τους στρατιώτες στη Συρία «για όσο χρειαστεί», με βασικό στόχο τον περιορισμό της επιρροής του Ιράν (σύμφωνα με την Washington Post).
Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού Πενταγώνου, Έρικ Παχόν, ήρθε, με δηλώσεις του στην τουρκική Hürriyet, ουσιαστικά να επιβεβαιώσει την είδηση περί αμερικανικής παραμονής στη Συρία τουλάχιστον έως το τέλος του 2018… και έπειτα βλέπουμε. «Μοιραζόμαστε την ανησυχία των Ρώσων…
Συμφωνούμε απολύτως μαζί τους ότι υπάρχουν τρομοκράτες στο Ιντλίμπ που πρέπει να αντιμετωπιστούν», δήλωσε πρόσφατα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ενώ περίπου την ίδια ώρα, ο Ερντογάν κατηγορούσε ανοιχτά στην Ουάσιγκτον ότι συνεχίζει να στηρίζει τις κουρδικές δυνάμεις σε Μανμπίτζ, Ντεϊρ Εζόρ και Ράκα. Μέσα σε όλα αυτά, οι μόνοι που εμφανίζονται να παίρνουν – χωρίς αστερίσκους – θέση στο πλευρό του Ερντογάν είναι οι Ευρωπαίοι.
Αξιωματούχοι από τη Γερμανία και τη Γαλλία θα βρεθούν στις 14 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα για να προετοιμάσουν, όπως λέγεται, μια τετραμερή σύνοδο Τουρκίας-Ρωσίας-Γαλλίας-Γερμανίας με θέμα τη Συρία. Πίσω στο Βερολίνο κυκλοφορούν μάλιστα εσχάτως σενάρια και για πιθανή γερμανική στρατιωτική εμπλοκή στον πόλεμο της Συρίας (αν και οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει μέρος στους προηγούμενους δυτικούς βομβαρδισμούς τον περασμένο Απρίλιο).
Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι χώρες όπως η Βρετανία και η Ολλανδία είχαν στηρίξει ανοιχτά και την τελευταία στρατιωτική εισβολή των Τούρκων στη Συρία (την επιχείρηση Κλάδος Ελαίας κατά του Αφρίν στις αρχές του 2018), ενώ άλλες όπως η Γαλλία και η Γερμανία είχαν ασκήσει μεν κριτική επιλέγοντας να εστιάσουν όμως μόνο στην ανθρωπιστική διάσταση: στο εάν δηλαδή οι Τούρκοι έχουν στοχοποιήσει αμάχους εντός της Συρίας αλλά όχι και στο γεγονός (το προφανώς αμελητέο για κάποιους) ότι οι τουρκικές δυνάμεις εισβάλουν με γερμανικά τανκς (Leopard 2A4) στα εδάφη μιας ξένης χώρας υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Η επιχείρηση Κλάδος Ελαίας ολοκληρώθηκε θεωρητικά τον περασμένο Μάρτιο, όπως είχε ολοκληρωθεί και η επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη τον Μάρτιο του 2017. Οι τουρκικές δυνάμεις στη Συρία όμως παραμένουν. Και οι μόνοι που δεν φαίνεται να ενοχλούνται είναι οι Ευρωπαίοι.