Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Γιαΐρ Λαπίντ θα υπογράψουν σήμερα κοινή διακήρυξη με την οποία θα διατρανώνουν πως δεν θα επιτρέψουν στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, τη δεύτερη ημέρα της περιοδείας του ενοίκου του Λευκού Οίκου στη Μέση Ανατολή.
Ανώτερο στέλεχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, που ενημέρωσε για την κοινή διακήρυξη ορισμένους δημοσιογράφους μέσω τηλεδιάσκεψης, εξήγησε πως η συμφωνία επεκτείνει τη συμμαχία για την ασφάλεια ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
«Η διακήρυξη είναι σημαντική, συμπεριλαμβάνει τη δέσμευση ότι δεν θα επιτραπεί ποτέ στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και ότι θα αντιμετωπιστούν οι αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες του Ιράν, ιδίως οι απειλές (του) εναντίον του Ισραήλ», τόνισε η πηγή αυτή.
Ο κ. Μπάιντεν, που άρχισε την πρώτη του περιοδεία στη Μέση Ανατολή αφότου ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2021, έφθασε χθες στο Ισραήλ και θα έχει σήμερα συνομιλίες με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία του Ισραήλ. Αναμένεται να παραχωρήσει κοινή συνέντευξη Τύπου με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Λαπίντ εντός της ημέρας.
Ο αμερικανός πρόεδρος θα έχει αύριο Παρασκευή συνομιλίες με ηγέτες των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη. Το Σάββατο, θα συναντηθεί με τους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας και άλλων αραβικών κρατών του Κόλπου στη Τζέντα.
Η κυβέρνηση του κ. Μπάιντεν δυσκολεύεται να σημειώσει πρόοδο στην προσπάθεια να επανέλθει σε πλήρη ισχύ η διεθνής συμφωνία του 2015 ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις και το Ιράν για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας της Ισλαμικής Δημοκρατίας, την οποία εγκατέλειψε μονομερώς ο προκάτοχός του, ο Ρεπουμπλικάνος Ντόναλντ Τραμπ, το 2018.
Το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία ήδη αμφισβητούσαν τις προσπάθειες να επανέλθει σε ισχύ η συμφωνία, επισήμως το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ) κι απαιτούσαν ανεξαρτήτως αυτών η Ουάσινγκτον να κάνει περισσότερα για να αντιμετωπιστεί η «κακόβουλη» επιρροή της Τεχεράνης στην περιοχή.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε σε ισραηλινό τηλεοπτικό σταθμό και μεταδόθηκε χθες, ο κ. Μπάιντεν επανέλαβε την άποψη ότι το ΚΟΣΔ είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί πως το Ιράν δεν θα αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο.
«Το μοναδικό που είναι χειρότερο από το Ιράν που υπάρχει σήμερα θα ήταν ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα και εάν μπορέσουμε να επανέλθουμε στη συμφωνία, θα τους παρακολουθούμε στενά», εξήγησε.
Ερωτηθείς εάν οι δηλώσεις που έχει κάνει στο παρελθόν για την πρόθεσή του να εμποδίσει την Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο σημαίνουν ότι θα διέτασσε τη χρήση βίας εναντίον του Ιράν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απάντησε «αν αυτό ήταν το μέσο της ύστατης προσφυγής, ναι».
Ορισμένοι αξιωματούχοι στο Ισραήλ και στις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου ερίζουν ότι εάν αρθούν οι οικονομικές κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, η Τεχεράνη θα έχει στη διάθεσή της περισσότερα κεφάλαια για να χρηματοδοτεί κινήματα προσκείμενα σε αυτή στον Λίβανο, στη Συρία, στην Υεμένη και στο Ιράκ. Επιμένουν επίσης να αξιώνουν η κυβέρνηση Μπάιντεν να κάνει πολλά περισσότερα για να αντιμετωπιστούν αυτές που αποκαλούν κακόβουλες ιρανικές δραστηριότητες στην περιφέρεια.
Η ιρανική κυβέρνηση αρνείται πως επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και επιμένει πως το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας της χώρας έχει αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς.
Ο αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης, ερωτηθείς εάν η διακήρυξη έχει σκοπό να εξασφαλιστεί χρόνος από το Ισραήλ όσο η Ουάσινγκτον διαπραγματεύεται με την Τεχεράνη, απάντησε «αν το Ιράν θέλει να υπογράψει τη συμφωνία που διαπραγματευτήκαμε στη Βιέννη, έχουμε καταστήσει σαφές πως είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε. Εάν δεν είναι, θα συνεχίσουμε να αυξάνουμε την πίεση που τους ασκούμε με τις κυρώσεις, θα συνεχίσουμε να αυξάνουμε τη διπλωματική απομόνωση του Ιράν».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η κοινή διακήρυξη θα επαναβεβαιώσει τη συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας στο Ισραήλ και τη στήριξη της Ουάσινγκτον στις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, για την υπογραφή των οποίων μεσολάβησε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.