«Έχουμε λάβει μια στρατηγική απόφαση ότι η Ελλάδα είναι ένας ιδανικός εταίρος για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε σταθερότητα και ευημερία σε αυτή την πολύπλοκη περιοχή» είπε ο Αμερικανός βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για ευρωασιατικές υποθέσεις, Μάθιου Πάλμερ, μιλώντας στο επίσημο δείπνο του 20ού επενδυτικού φόρουμ για την Ελλάδα της Capital Link, οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν τη Δευτέρα στη Νέα Υόρκη.
Στην ομιλία του ο Μάθιου Πάλμερ χαρακτήρισε «εξαιρετική» τη φετινή χρονιά στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, για να σημειώσει ότι έχοντας εργαστεί για ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του στα θέματα ΗΠΑ-Ελλάδας, δεν έχει δει ποτέ μια ισχυρότερη και περισσότερο ζωντανή σχέση μεταξύ των δύο χωρών.
«Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει μεγαλύτερο σύμβολο των αυξανόμενων οικονομικών και διαπροσωπικών σχέσεών μας από τη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπου είχα το προνόμιο να συμμετέχω ως μέλος μιας μεγάλης, υψηλού επιπέδου αντιπροσωπείας των ΗΠΑ» τόνισε.
Ο κ. Πάλμερ επισήμανε ότι οι δύο χώρες συμμερίζονται τους βασικούς στόχους όσον αφορά τα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία και την επιθυμία τους να διατηρήσουμε αυτές τις χώρες αγκυροβολημένες στους δυτικούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς. Πρόσθεσε ακόμη πως η Ελλάδα συμμερίζεται την ανησυχία των ΗΠΑ για τη θαλάσσια ασφάλεια και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
«Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο βλέπουμε την Ελλάδα όχι απλά ως αγορά 11 εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά ως πύλη προς τα Δυτικά Βαλκάνια, βασικό εταίρο με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο και ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική ενεργειακή εικόνα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» συμπλήρωσε. Ωστόσο, χαρακτήρισε βασική συνιστώσα αυτού, την ολοκλήρωση της συμφωνίας Πρεσπών και τις ευκαιρίες που θα ανοίξει.
Αναφερόμενος στην αυξανόμενη αμυντική σχέση των δύο χωρών, είπε πως είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την πρόοδο που έχει σημειωθεί, ως σύμβολο της εμπιστοσύνης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Και έφερε ως παραδείγματα την εναλλαγή αεροσκαφών και εξοπλισμού του ΝΑΤΟ μέσω της Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης, στη μεγιστοποίηση της χρήσης του κόλπου της Σούδας κ.α., που δείχνουν την εμβάθυνση της αμυντικής συνεργασίας προς αμοιβαίο όφελος.
«Η πρόσφατη άφιξη των στρατευμάτων και των ελικοπτέρων μας στο Στεφανοβίκειο είναι ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα. Όχι μόνο οι τοπικές κοινότητες ωφελούνται οικονομικά από την προσωρινή παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αλλά και αυτές οι εναλλαγές δημιουργούν, επίσης, την ευκαιρία να συνεργαστούμε με τους εταίρους μας από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Οι ασκήσεις μας επιτρέπουν να αναπτύξουμε κοινές δυνατότητες για αμοιβαίο όφελος και των δύο χωρών μας και για περιφερειακή σταθερότητα».
Έκανε ειδική μνεία στα ενεργειακά, συμπεριλαμβανομένου του αγωγού ΤΑΠ, το πρότζεκτ στην Αλεξανδρούπολη, τις κοινές γεωτρήσεις ΕΧΧΟΝ-Total ανοιχτά της Κρήτης και τις δραστηριότητες της Energean. Επίσης, για σενάρια που αφορούν την ανάπτυξη αιολικών, ηλιακών και άλλων ανανεώσιμων πηγών, όπου η Ελλάδα διαθέτει τόσα πολλά δυναμικά και όπου υπάρχει μεγάλη αμερικανική τεχνογνωσία και τεχνολογία, προσφέροντας μεγάλες δυνατότητες.
Μίλησε ακόμα για τις ευκαιρίες στον τουριστικό κλάδο, σημειώνοντας πως αμερικανικές εταιρείες εξετάζουν προσεκτικά τις ευκαιρίες στην Ελλάδα και το κάνουν με την πολύ ισχυρή υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ωστόσο, ο Μάθιου Πάλμερ υπογράμμισε ότι οι επενδυτές πρόκειται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις με βάση την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να αποδείξει ότι μπορεί να απομακρύνει τα εμπόδια στις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη.
«Θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό, τι μπορούμε για να κινητοποιήσουμε τα μέσα και τους πόρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ για να στηρίξουμε την Ελλάδα στις προσπάθειές της να διευκολύνει περαιτέρω το εμπόριο και τις επενδύσεις. Ωστόσο, πολλά εξαρτώνται από τις κυβερνητικές πολιτικές και αποφάσεις. Όπως γνωρίζει το ακροατήριο, ο ρυθμός ανάπτυξης θα καθοριστεί σημαντικά από τα μηνύματα που στέλνει η ελληνική κυβέρνηση σε ξένους και εγχώριους επενδυτές» εκτίμησε.
Το θέμα αυτό, είπε ο κ. Πάλμερ, θα εγερθεί στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου (που θα ξεκινήσει την Πέμπτη στην Ουάσιγκτον) και πρόσθεσε:
«Θέλουμε να δώσουμε θετική προβολή στις ευκαιρίες που αντιπροσωπεύει η Ελλάδα, αλλά και να συζητήσουμε ειλικρινά και άμεσα σχετικά με τους τομείς όπου οι Αμερικανοί και άλλοι διεθνείς επενδυτές εξακολουθούν να αναζητούν σαφήνεια σχετικά με την κυβερνητική πολιτική».
Ιδιαίτερη μνεία έκανε στην ελληνοαμερικανική κοινότητα, την οποία χαρακτήρισε πυλώνα στη διμερή σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας, ενώ μίλησε και για τον στρατηγικό διάλογο.
«Υπάρχουν πολλά για να μας κάνουν να ελπίζουμε και εάν υπήρχε ποτέ μία εποχή για να επενδύσουμε στην Ελλάδα-στα μέτωπα της οικονομίας, της πολιτικής, της ασφάλειας και των προσώπων-αυτή η στιγμή είναι τώρα. Και έτσι, στο πλαίσιο αυτό, προσεγγίζουμε τον Στρατηγικό Διάλογο μας με την Ελλάδα την Πέμπτη και θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για εμβάθυνση και εξειδίκευση στη σχέση μας».